Ένας οικισμός 30-35 χιλιάδων κατοίκων το 1940, μέσα σε 80 περίπου χρόνια έχει υπερπενταπλασιασθεί και οι προοπτικές περαιτέρω αύξησής της είναι σήμερα ορατές. Λόγω και της επίπεδης διαμόρφωσης του εδάφους της, καθώς βρίσκεται στο κέντρο τη μεγάλης θεσσαλικής πεδιάδας, απλώθηκε ταχύτατα και άναρχα προς όλες τις κατευθύνσεις. Στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε σε μία από τις πρώτες συνοικίες, η οποία αναπτύχθηκε μεταπολεμικά, τη "Νεράιδα".
Η Λάρισα μέχρι το 1950 εκτεινόταν προς τα νότια μέχρι την εκκλησία του Αγ. Νικολάου, αφού παρεμβαλλόταν ένα στενό τετράγωνο μέχρι τη σημερινή οδό Φαρμάκη. Το τελευταίο σπίτι που υπήρχε ήταν ο πύργος του υπίλαρχου Ανδρέα Βερύκιου, ο οποίος σε μια αεροφωτογραφία του 1917 διακρίνεται μόνος, στο κέντρο μιας απέραντης γυμνής έκτασης, στη γωνία των σημερινών οδών Παπαναστασίου και Μουρούζη και σε κάποια απόσταση από τα τελευταία σπίτια της Λάρισας[1]. Λίγο πιο κάτω υπήρχε η Περιφερειακή Τάφρος, η οποία είχε κατασκευασθεί στις αρχές του 19ου αιώνα από τους Οθωμανούς για να προστατεύεται η πόλη από τις πλημμύρες που προκαλούσαν σε περίπτωση έντονων βροχοπτώσεων τα νερά των χειμάρρων, τα οποία έρχονταν από τα γύρω υψώματα. Συνέχειά της ήταν το Ρέμα Κουρουλντού που κατέληγε στον Πηνειό. Η τάφρος σήμερα έχει επικαλυφθεί και σχηματίσθηκε η οδός Ηρώων Πολυτεχνείου, ενώ πάνω από στο Ρέμα Κουρουλντού σχηματίσθηκε η οδός Δημητρίου Καραθάνου.
Φθάνοντας στην Περιφερειακή Τάφρο, μερικά μέτρα αριστερά και πριν διασταυρωθούμε με την οδό Παναγούλη υπήρχε από την εποχή της τουρκοκρατίας (πριν από το 1831)[2] ένα από τα πολλά χριστιανικά νεκροταφεία της Λάρισας, του Παράσχου μαχαλά (συνοικίας Αγ. Νικολάου). Το νεκροταφείο αυτό λειτούργησε μέχρι το 1902 και εν συνεχεία ο χώρος έγινε δημόσιος. Στη θέση του το 1922 στήθηκαν ξύλινες παράγκες για να στεγάσουν τους πρόσφυγες που έφθασαν στη Λάρισα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Η παρουσία των πρόχειρων καταλυμάτων είχε δημιουργήσει μια άθλια από υγιεινής απόψεως περιοχή, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1933, όταν οι κάτοικοί της μεταφέρθηκαν στον χώρο, ο οποίος βρισκόταν πέρα από τους στρατώνες του Πυροβολικού, όπου έκτισαν μόνιμες κατοικίες[3].
Ακολουθώντας την Παπαναστασίου προς τον δρόμο προς την Καρδίτσα (Καρδιτσόπορτα), η περιοχή μέχρι και το 1940 ήταν ακατοίκητη και όλη η έκταση ανήκε στον Αναστάσιο Αβέρωφ, αδελφό του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ και πατέρα του πολιτικού Ευάγγελου Αβέρωφ. Δύο μόνον κτίσματα υπήρχαν σ' αυτό τον χώρο. Το ένα ήταν αριστερά, αμέσως μετά την Περιφερειακή Τάφρο, όπου ήταν το υποστατικό του γαιοκτήμονα Αβέρωφ. Ήταν ένας τεράστιος περιφραγμένος χώρος που στα υπόστεγά του ήταν σταθμευμένα γεωργικά μηχανήματα και κάρα. Στη μια πλευρά του ήταν οι αποθήκες για τα γεννήματα και στην άλλη πλευρά του ήταν στάβλοι και αποθήκες για χορτονομές. Σ' ολόκληρο τον εσωτερικό χώρο του, ο οποίος ήταν γεμάτος από δέντρα, κυκλοφορούσαν λίγα ζώα (πρόβατα, γελάδια, άλογα). Στη νότια πλευρά δέσποζε το σπίτι του υποστατικού. Ήταν ισόγειο με υπερυψωμένο υπόγειο, στο μέσο μιας ανθισμένης αυλής και σ' αυτό κατοικούσαν κυρίως οι εργάτες, γιατί οι ιδιοκτήτες κατοικούσαν στο "κονάκι"[4] που βρισκόταν σε κάποια απόσταση νοτιότερα. Στην ανατολική πλευρά του υποστατικού είχαν κτίσει ένα μικρό, απλό εκκλησάκι αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία, το οποίο διατηρείται και σήμερα στον ίδιο χώρο, αλλά με διαφορετική μορφή. Στις 20 Ιουλίου κάθε χρόνο γινόταν μεγάλο πανηγύρι στη μνήμη του Προφήτη Ηλία, καθώς γιόρταζαν οι καραγωγείς και αμαξάδες οι οποίοι τον είχαν προστάτη άγιο. Στο πανηγύρι αυτό παρευρίσκονταν πάντοτε και οι ιδιοκτήτες του.
Το δεύτερο κτίσμα στην περιοχή βρισκόταν απέναντι από το υποστατικό, στη δεξιά πλευρά του δρόμου που οδηγούσε στην Καρδίτσα. Ήταν ένα εξοχικό σπίτι στον χώρο, όπου σήμερα βρίσκεται το Κτηνιατρείο και δίπλα του υπήρχε μια μεγάλη αποθήκη, την οποία χρησιμοποιούσε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού για σιταποθήκη. Τα κτίσματα αυτά ήταν περιποιημένα και περιβάλλονταν από κήπο με δέντρα και λουλούδια. Ανήκαν στον Παύλο Στρογγυλό και κτίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ο ιδιοκτήτης του κάποια στιγμή είχε την έμπνευση να αξιοποιήσει την αποθήκη. Σκέφθηκε να τη μετατρέψει σε εξοχικό οικογενειακό κέντρο με την ονομασία "Νεράιδα". Όπως φαίνεται και στη δημοσιευόμενη φωτογραφία, το ψυχαγωγικό αυτό κέντρο αποτελούνταν από μια τεράστια αίθουσα με τρία μεγάλα ανοίγματα στην πρόσοψη. Αριστερά διακρίνεται κρεμασμένος στον τοίχο και ο τιμοκατάλογος. Ο περίβολος ήταν ευρύχωρος και διέθετε πίστα χορού. Την εκμετάλλευση του εξοχικού κέντρου είχε για αρκετό χρονικό διάστημα ο ίδιος ο Στρογγυλός. Το κέντρο αυτό ψυχαγωγούσε τους Λαρισαίους με ορχήστρες, τραγουδίστριες, διάφορα νούμερα, μπουζούκια, κ.λπ. Δούλεψε καλά μέχρι τις 28 Οκτωβρίου του 1940. Μετά ήλθε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και η κατοχή και όπως όλα τα ψυχαγωγικά κέντρα, σίγησε και αυτό. Ωστόσο η επιγραφή στον τοίχο του εξοχικού κέντρου παρέμενε, και το όνομα "Νεράιδα" προσδιόρισε τελικά την περιοχή και αργότερα ολόκληρη τη συνοικία[5].
Παρ' όλο που η Λάρισα βγήκε από τον πόλεμο, τους σεισμούς και την κατοχή εντελώς κατεστραμμένη, κατόρθωσε να συγκροτηθεί γρήγορα και να αλλάξει φυσιογνωμία. Η αύξηση του πληθυσμού στάθηκε αφορμή να δημιουργηθούν αρκετές νέες συνοικίες που της έδωσαν την έκταση και τη μορφή που έχει σήμερα. Ανάμεσα στις πρώτες συνοικίες που δημιουργήθηκαν μεταπολεμικά ήταν η "Νεράιδα". Το ομώνυμο ψυχαγωγικό κέντρο βρήκε τη δύναμη να συντηρηθεί και να ανοίξει την πίστα του στο κοινό της Λάρισας. Τη λειτουργία του συνέχισαν και άλλοι επιχειρηματίες μετά τον Στρογγυλό, οι Ν. Ρούφος, Μ. Κούκος, Αθ. Παπαπολυμέρου, Ν. Ταμπάκης, Χρ. Χαλδέζος και Γ. Τσούμας[6]. Συγχρόνως στην περιοχή αυτή άρχισαν να κτίζονται αυθαίρετα διάφορες κατοικίες για να στεγάσουν τους άστεγους που είχαν πλημμυρίσει μεταπολεμικά την πόλη και η χωρίς σχέδιο ανάπτυξη εξακολουθεί και σήμερα να δημιουργεί προβλήματα.
Μετά το 1960 τις τεράστιες εκτάσεις που διέθετε η οικογένεια Αβέρωφ, τις διαμόρφωσε βάσει σχεδίου σε οικόπεδα, τα οποία πούλησε σε τιμές προσιτές σε Λαρισαίους, των οποίων η καταγωγή ήταν από την Ήπειρο και με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε μια άλλη συνοικία τα "Ηπειρώτικα", τα οποία οριοθετούνται αριστερά καθώς διασχίζει κάποιος την οδό Καρδίτσας.
-----------------------------------------------------
[1]. Η έκταση αυτή, ένδεκα περίπου στρεμμάτων, ιδιοκτησίας Αναστασίου Αβέρωφ, είχε αγοραστεί από τη γυναίκα του Ανδρέα Βερύκιου, Ζωή Φεγγουΐρα Αλμέιδα. Το 1941 ο πύργος κατόπιν αγοράς περιήλθε στην ιδιοκτησία του Βασιλείου Βλησσαρίδη. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η οικία-πύργος Βερύκιου-Βλησσαρίδη, εφ. "Ελευθερία", φύλλο της 10ης Μαΐου 2017.
[2]. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Το Α’ Δημοτικό Νεκροταφείο της Λάρισας (1899-1993). Θεσσαλονίκη (2013) σελ. 17. Έκδοση εκτός εμπορίου.
[3]. Βλέπε: Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός), Η Λάρισα που χάθηκε, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 9ης Ιουνίου 1980.
[4]. Το κονάκι διατηρείται μέχρι σήμερα και βρίσκεται στη Νέα Πολιτεία, επί της οδού Τσιτσάνη. Ήταν ιδιοκτησία του Ιμβράν μπέη και το αγόρασε ο Γεώργιος Αβέρωφ, ο εθνικός ευεργέτης που έκτισε και την Αβερώφειο Γεωργική Σχολή. Σήμερα ό,τι έχει διατηρηθεί από το κονάκι αυτό είναι δύο διώροφα κτίρια τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με μια πτέρυγα.
[5]. Βλέπε: Ζιαζιάς Γιώργος, Αναζητώντας τη χαμένη Λάρισα. 50 χρόνια μνήμες και αναπολήσεις (1900-1950), Λάρισα (1994) σελ. 97-98.
[6]. Βλέπε: Ζιαζιάς Γιώργος, ο. π., σελ. 98.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com