Την Τουρκία εκπροσωπούσε ο Τεουφίκ Πασάς και την Ελλάδα οι έξι πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλίας, Ρωσίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Αυστρίας, φιλοτουρκικής Γερμανίας).
Στην αρχή των διαπραγματεύσεων η Τουρκία ήθελε να κρατήσει όλη τη Θεσσαλία που είχε καταλάβει. Η άρνηση των στρατιωτικών ακολούθων των πρεσβευτών ανάγκασε την Τουρκία να υποχωρήσει και να προτείνει την κοίτη του Πηνειού ως νέα σύνορα, γιατί ήθελε να κατέχει τον πλουτοπαραγωγικό Τύρναβο. Αυτό οι πρεσβευτές το θεώρησαν απαράδεκτο και «ο Κάιζερ συνέστησε στον Χαμίτ να εγκαταλείψει τις εδαφικές απαιτήσεις του και ο σουλτάνος έκανε ό,τι του είπε ο Γερμανός προστάτης του». (βιβλ.1,σελ.238)
Ο σουλτάνος δέχθηκε την 1η Ιουνίου 1897 την πρόταση των στρατιωτικών ακολούθων να παραχωρηθεί στην Τουρκία έκταση 500 τετραγωνικών χιλιομέτρων με το βλαχοχώρι της Κουτσούφλιανης Καλαμπάκας. Οι κάτοικοι του χωριού μετά τη συμφωνία πήραν ό,τι μπορούσαν μαζί τους, έκαψαν τα σπίτια του χωριού και έφυγαν. Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, σε ελληνικό έδαφος, έχτισαν τη νέα Κουτσούφλιανη, το σημερινό χωριό Παναγιά Καλαμπάκας.
Η εδαφική παραχώρηση προς την Τουρκία ήταν απαράδεκτη, διότι πριν αρχίσει ο πόλεμος, οι κεφαλαιούχοι και οι κυβερνήσεις τους (που επιδίωξαν και δημιούργησαν τον προσχεδιασμένο αυτό πόλεμο) είχαν ήδη συμφωνήσει: Εάν ο τουρκικός στρατός έφτανε στην Αθήνα, όπου πράγματι ο Ετεμ Πασάς ήθελε να πάρει τον καφέ του στην πλατεία Συντάγματος, θα επέστρεφε πάλι στα παλιά σύνορα, ενώ αν ο ελληνικός στρατός έφτανε στην Κωνσταντινούπολη θα επέστρεφε και αυτός στα σύνορα της Μελούνας.
Οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν στις 22 Νοεμβρίου 1897 και το αποτέλεσμα ήταν τραγικό για την Ελλάδα. Έπρεπε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία 4 εκατ. τουρκικές λίρες (95 εκατ. γαλλικά φράγκα). Στην αρχή η Τουρκία ζητούσε 10 εκατ. αλλά μετά την παραχώρηση της Κουτσούφλιανης το ποσό υποχώρησε στα 4 εκατ. Επιπλέον, η Αθήνα δέχτηκε την εγκατάσταση του διεθνούς οικονομικού ελέγχου (ΔΟΕ) στην Ελλάδα, κάτι που επιδίωκαν από το 1893 οι μεγαλοκεφαλαιούχοι και το πέτυχαν με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
Η προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 6 Σεπτεμβρίου 1897. Ο πρωθυπουργός Ράλλης την έφερε στη Βουλή στις 21 Σεπτεμβρίου και γεμάτος θλίψη και απόγνωση κατήγγειλε το γεγονός ότι μας επιβλήθηκε αποζημίωση μεγίστη και δυσβάστακτη. Οι παρευρεθέντες βουλευτές συμφώνησαν και έκαναν αποδεκτή τη συνθήκη ειρήνης. Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Θ. Δηλιγιάννης συμφώνησε με τη συνθήκη ειρήνης αλλά δεν έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Ράλλη. Η κυβέρνηση ανατράπηκε με ψήφους 93 κατά, 30 υπέρ και 41 λευκά. Ο Δηλιγιάννης περίμενε με αυτή την ενέργεια να τον κάνει ο βασιλιάς Γεώργιος πρωθυπουργό. Ο Γεώργιος τον αγνόησε και έκανε πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής Αλέξανδρο Ζαΐμη. Στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε στις 23 Σεπτεμβρίου ο 42χρονος Ζαΐμης πήρε και το Υπουργείο Εξωτερικών ενώ τοποθετήθηκαν στο Υπουργείο Στρατιωτικών ο Σμολένσκης, Οικονομικών ο Στέφανος Στρέιτ, ναυτικών ο Χατζηκυριάκος, Δικαιοσύνης ο Αλοϊσιος Τόμαν, Παιδείας ο Παναγιωτόπουλος. Η κυβέρνηση αποδέχτηκε τους όρους της προκαταρκτικής ειρήνης και έστειλε στην Κωνσταντινούπολη τους Μαυροκορδάτο και Στεφάνου που υπέγραψαν την οριστική ειρήνη στις 22 Νοεμβρίου 1897.
Η επιτροπή του ΔΟΕ από τον Οκτώβριο είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα και έκανε διαπραγματεύσεις με το Υπουργείο Οικονομικών. Στις 21 Ιανουαρίου 1898 κατέληξαν σε δάνειο με διάρκεια εξόφλησης μέχρι το 1950. Το δάνειο ήταν 170 εκατ. φράγκα με τόκο 2,5% υπό την εγγύηση των Δυνάμεων και προοριζόταν για την πληρωμή των 95 εκατ. της πολεμικής αποζημίωσης προς Τουρκία, για την κάλυψη του ελλείμματος και την εξόφληση του κυμαινόμενου χρέους σε χρυσό. (βιβλ.3, σελ.46)
Συγκεκριμένα η συμφωνία με τους δανειστές προέβλεπε έσοδα (δρχ) : 1) μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, σιγαροχάρτου, Ναξίας σμύριδας (σκληρό βιομηχανικό μέταλλο της Νάξου) : 12.300.00, 2) φόρος κατανάλωσης καπνού 6.600.000, 3) τέλη χαρτοσήμου 10.000.000, 4) δασμοί τελωνείου Πειραιώς 10.700.000, σύνολο 39.600.000…». (βιβλ.2,σελ.164).
Ο τουρκικός στρατός παρέμεινε στη Λάρισα ως τον Μάιο του 1898 μέχρι να εξοφληθεί και η τέταρτη δόση της αποζημίωσης.
Η παρουσία και οι έλεγχοι του ΔΟΕ στην Αθήνα (που επόπτευε και τις δημόσιες υπηρεσίες για προσλήψεις, απολύσεις, προαγωγές και μεταθέσεις των εργαζομένων στο Δημόσιο) έκαναν κι ένα σημαντικό καλό για την πρόοδο και εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και σταθερότητας. Οι επόμενες κυβερνήσεις διαχειρίστηκαν με σχετική επιτυχία τη δεδομένη κατάσταση και έφτασαν την Ελλάδα 15 χρόνια μετά τον πόλεμο στο απόγειο της δόξας της, ελευθερώνοντας τους σκλαβωμένους Έλληνες σε Ήπειρο, Μακεδονία και Θράκη με διαχειριστή και οδηγό τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Βιβλιογραφία:
1. «ΤΑ ΦΟΒΕΡΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ – ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΄97», ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ, ΕΚΔ. ΦΥΤΡΑΚΗ, ΑΘΗΝΑ, 1974
2. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΤΟΜΟΣ 14, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, ΑΘΗΝΑ, 1977
3. «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ» ΤΟΜΟΣ 1ΟΣ , ΤΕΥΧΟΣ 3Ο, ΑΘΗΝΑ, 1999
Από τον Στέφανο Παπαγεωργίου