Στη συνάντησή μου αυτή, 45 χρόνια μετά, δεν έδωσα σημασία στο τι αφαίρεσε ή τι προσέθεσε βιολογικά πάνω στον παλιό μου συμφοιτητή ο χρόνος, αλλά στην οργή που στοίβαξε μέσα του ο μισός σχεδόν αιώνας που κύλησε από τότε. Οργή που έβγαζε με διάθεση εμετική, καθώς επιχειρούσε φορτισμένος τον απολογισμό των πεπραγμένων μας.
Μεταξύ άλλων μου τόνισε:
«Και τι νομίζεις ότι καταφέραμε; Η όλη πορεία μας έκτοτε είναι στιγματισμένη με πρόσημο αρνητικό. Τα γεγονότα εμείς τα ξέρουμε. Στη μνήμη μας παραμένουν νωπά και ανεξίτηλα. Οι γενιές, όμως, μετά από μας – και σ’ αυτό εμείς έχουμε την τεράστια ευθύνη – την εποποιία εκείνη την αντιλαμβάνονται σαν ένα συμβάν πεταμένο σε μιαν άκρη του ιστορικού μας γίγνεσθαι, ξεκομμένο από τόπο και χρόνο, ξεστρατισμένο εντελώς απ’ την εθνική μας ιστορική ροή και ξεθωριασμένο ακόμη και μέσα στις δημοκρατικές συνειδήσεις! Ένα συμβάν με διερρηγμένη τη νομοτελειακή σχέση αιτίου και αιτιατού. Επαναστατήσαμε ενάντια στην ξενοκίνητη χούντα διεκδικώντας ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Δικαιώματα ασφαλώς διαχρονικά και πανανθρώπινα, που μας τα είχε απαλλοτριώσει η δικτατορία και που με αυτοθυσία και αυταπάρνηση τότε φορέσαμε την αφοβιά σαν σημαία και σταθήκαμε άοπλοι, μα και αποφασισμένοι, μπροστά στις μαύρες κάνες των όπλων και στις ερπύστριες των τανκς διεκδικώντας την κατοχύρωση των δικαιωμάτων αυτών μέσα από καθεστώς δημοκρατίας…
Αν όμως τότε είχα μέσα μου και την παραμικρή έστω υπόνοια του τι είδους δημοκρατία θα παραδίδαμε στα παιδιά μας και οσονούπω στα εγγόνια μας, ποτέ μου δεν επρόκειτο να επιχειρούσα μια τέτοια ανατροπή. Μέσα σε καθεστώς δημοκρατίας έφτασαν ήδη τα παιδιά μας, εφοδιασμένα με πανεπιστημιακούς τίτλους και μεταπτυχιακές περγαμηνές να ζητιανεύουν το ΨΩΜΙ και να σπεύδουν ομαδικά για μια θέση στον ήλιο στις ανήλιαγες χώρες του εξωτερικού. Και τούτο γιατί η ΠΑΙΔΕΙΑ μας κατάντησε, πλέον, επιταγή χωρίς αντίκρισμα, την ώρα που τα διπλώματα των σπουδών, με τη σφραγίδα μάλιστα της Πολιτείας, δεν αποτελούν παρά μόνο τα πιστοποιητικά ένταξης του πλέον παραγωγικού δυναμικού στο επιστημονικό προλεταριάτο της χώρας. Και η έννοια της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ κατάντησε εδώ και δεκαετίες συνώνυμο της ανομίας, της απόκλισης, της ασυδοσίας και της κατά το δοκούν ερμηνείας. Καθαρή φενάκη.
Ζήσαμε, θα μου πεις, και περιόδους άνθισης, οικονομικής ευημερίας, ανάπτυξης. Όμως οι εθελότυφλες συνειδήσεις μας δε μπορούσαν να διακρίνουν ότι πίσω από την τεχνητή και επίπλαστη ευμάρεια σοβούσε και καραδοκούσε απειλητικά η εξαθλίωση. Δεν αντιληφτήκαμε ενδεχομένως ότι ζούσαμε μέσα σ’ ένα υδροκέφαλο γραφειοκρατικό σύστημα και ότι θα έφτανε κάποτε νομοτελειακά η στιγμή, όπου οι μοναδικές υπηρεσίες που θα λειτουργούσαν αποτελεσματικά θα ήταν οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί! Παλιά ακούγαμε ότι μας καλεί η αστυνομία και κατουριόμασταν απ’ το φόβο. Το ίδιο τώρα γίνεται στο οιονδήποτε κάλεσμα των οικονομικών υπηρεσιών. Και το δραματικό είναι, ότι, κι όταν ακόμη βλέπαμε τα σύννεφα που έρχονται, φροντίζαμε να σηκώσουμε τις ομπρέλες μονάχα πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω …
Ο πολιτικός αμοραλισμός, η αναλγησία και ο καιροσκοπισμός της εκάστοτε εξουσίας, μάς καθήλωναν σε αδράνεια βουτηγμένους στο πνεύμα του ωχαδελφισμού και στη βουλιμία του καταναλωτισμού. Πασχίζαμε να καλύπτουμε τις ευθύνες μας πίσω από κομματικές ταμπέλες, πολιτικά συνθήματα ή και πλαστά μεσσιανικά οράματα! Και τα αποδεχόμασταν και φροντίζαμε να τα πραγματώσουμε υβριδικά, ακόμη κι όταν γνωρίζαμε το εφικτό και το διακρίναμε απ’ το ανέφικτο! Κι αυτά χαρακτήριζαν συν τοις άλλοις και εμάς, τη γενιά του Πολυτεχνείου. Το χειρότερο είναι ότι την αδράνειά μας ή τη μειωμένη πολιτική μας συνείδηση την αποκοιμίζαμε, επιδιώκοντας κάθε φορά να φορτώνουμε τα δικά μας λάθη και τις δικές μας παραλείψεις πάνω στην απερχόμενη κυβέρνηση κάνοντάς την αποδιοπομπαίο τράγο και να προσδοκάμε από την ερχόμενη να μάς βγάλει εκείνη από το τέλμα. Δεν γνωρίζαμε ότι κάθε νέα εξουσία κληρονομεί όλα τ’ αρνητικά της προκατόχου της; Ή δεν καταλάβαμε ποτέ μας ότι με την ανατολή της δεκαετίας του 1980 η γενιά του Πολυτεχνείου ανέλαβε τις τύχες της Ελλάδας;
Τις ανέλαβε, αλλά στην πορεία εκείνα τα παιδιά, εκείνοι οι επαναστάτες, ανάλογα με τα κίνητρα και τα ελατήριά τους χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες:
Πρώτη: Οι κάπηλοι του αγώνα, οι λαθρεπιβάτες της εξουσίας! Γι’ αυτούς το Πολυτεχνείο ήταν το εφαλτήριο για πολιτική αναρρίχηση με όσα οφέλη συνεπάγεται για τους ίδιους μια τέτοια αναρρίχηση! Αρκετοί τούτων διεκρίθησαν εις τον δημόσιον βίον και την επιστήμην! Οι νοούντες νοείτωσαν!
Δεύτερη: Είναι αυτοί που με περίσσια υποκριτική ρητορική και κάλπικη ιδεολογία βάφτισαν το βόλεμα του ημετερισμού εθνικό ιδεώδες και τον σφετερισμό του εθνικού πλούτου δεξιότητα. Σκάνδαλα επί σκανδάλων, ομηρικές μάχες στη Βουλή για το θεαθήναι, συγκροτήσεις επιτροπών, εξεταστικές, προανακριτικές, πορίσματα. Στο τέλος «ανεγνώσθησαν και ετέθησαν εις το αρχείον…». Ουδείς ένοχος! Ό,τι δηλαδή γινόταν απ’ τα χρόνια της Επανάστασης του ‘21, το ίδιο γίνεται ακόμη! Το τρίγωνο της αμαρτίας, Κωλέττης, Κουντουριώτης, Μαυροκορδάτος, δημιούργησε Σχολή απ’ την οποία αποφοιτούν επί δύο περίπου αιώνες λαμόγια, καιροσκόποι και τρωκτικά της άμοιρης πατρίδας. Με βαριά μάλιστα μεταπτυχιακά!
Τρίτη: Η συντριπτική πλειοψηφία. Εν τέλει βουβός και άβουλος παρατηρητής των τεκταινομένων! Δυστυχώς η πικρή μεταμέλεια ήρθε μόνο, όταν αυτοί διαπίστωσαν οικτρά ότι η ανοχή απέναντι στον σφετερισμό των εθνικών μας ιδεωδών αποτελεί συνενοχή. Ήρθε, όταν η προδοσία των ιδανικών και των ιδεολογικών μας οραμάτων είχε ήδη συντελεστεί. Εικοσάχρονα παιδιά, τότε, υφάναμε τα οράματά μας και τα ποτίσαμε με την κοινωνική ηθική που βυζάξαμε απ’ τις μανάδες μας με την ελπίδα να γνωρίσουμε καλύτερες μέρες. Και ‘μείς και τα παιδιά μας. Μετά όμως από μισό αιώνα ελπίδας διαπιστώνουμε ότι στην Ελλάδα του 21ου αιώνα ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ, διότι η Ελλάς, η γαλανή πατρίς των οραμάτων μας, είναι ήδη υποθηκευμένη μέχρι και τον 22ο μ.Χ. αιώνα! Και έπεται συνέχεια! Κρίμα στον αγώνα μας, κρίμα σε μας, κρίμα στην πατρίδα!».
Στο πρόσωπο του συνομιλητή μου, του πέρα για πέρα αγνού και οργισμένου αγωνιστή, έβλεπα πια τον καθένα απ’ τη «μορφωμένη» και «πολιτικοποιημένη» γενιά μου να κάθεται με συντριβή μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη του και να επιχειρεί στον εαυτό του την ίδια αυθόρμητη εξομολόγηση! Κι έβλεπα τον καθένα μας να μένει με την απορία αν το Πολυτεχνείο ζει σαρανταπέντε χρόνια μετά! Η γενιά του Πολυτεχνείου βρίσκεται ακόμη εν ζωή. Διανύει ήδη τη νιότη των γηρατειών της. Μηνύματα, όμως, στους νέους δεν μπόρεσε και δεν μπορεί να στείλει…
*Από τον Οδυσσέα Β. Τσιντζιράκο, φιλόλογο