Ο Αμβρόσιος Κασσάρας γεννήθηκε στην Κάλυμνο στις 6 Δεκεμβρίου 1844, ημέρα εορτής του Αγίου Νικολάου, γι' αυτό και κατά τη βάπτιση τού δόθηκε το όνομα Νικόλαος. Μετά τη βασική του εκπαίδευση στην Κάλυμνο και την Αθήνα, το 1863 εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Μετά την αποφοίτησή του προσκλήθηκε στην Κρήτη (Χανιά και Ηράκλειο) για να διδάξει στα Σχολεία και να κηρύξει τον θείο λόγο. Το 1871 χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης και έλαβε το όνομα Αμβρόσιος. Το 1874 διορίσθηκε πρωτοσύγκελος στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και μετά από ένα χρόνο (1875) χειροτονήθηκε επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους με έδρα την Αρναία Χαλκιδικής. Το 1877 μετατέθηκε στην επισκοπή Πλαταμώνος, όπου παρέμεινε μέχρι το 1900. Τέλη Φεβρουαρίου οι κάτοικοι της Λάρισας υποδέχθηκαν με τιμές τον νέο μητροπολίτη Αμβρόσιο. Είχαν προηγηθεί τέσσερα χρόνια κατά τα οποία η Λάρισα στερείτο ποιμενάρχου, καθώς ο Νεόφυτος είχε αποδημήσει το 1896. Όλα αυτά τα χρόνια ο Αμβρόσιος ήταν τακτικός επισκέπτης της Λάρισας. Με τη μετάθεσή του καταργήθηκε η επισκοπή Πλαταμώνος και η Σύνοδος τον ενθρόνισε ως μητροπολίτη Λαρίσης, Φαναριο-Φερσάλων και Πλαταμώνος.
Ο Αμβρόσιος υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους ιεράρχες της Ελλαδικής Εκκλησίας και είχε ως συνεργάτη του τον πεπειραμένο και γηραιό πρωτοσύγκελο Προκόπιο Βρυάντιο από τα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης. Ο δημοσιογράφος Θρασύβουλος Μακρής τον περιγράφει ως εξής: "Είχεν ηλικίαν 56 περίπου ετών, υψηλού μάλλον αναστήματος, μεγαλοπρεπής και με γενειάδα μιξοπόλιον… Ευσεβής και αρχαϊκός κατά βάθος, εδέχετο τους υγιεινούς νεωτερισμούς, αγαπών την ψυχρολουσίαν, τους περιπάτους και τας σωματικάς ασκήσεις, φιλοφρονέστατος εξ άλλου και αβρότατος όχι μόνον προς τους φίλους και γνωρίμους του, αλλά και προς πάντας γενικώς".
Στις 6 Δεκεμβρίου 1901 ο Αμβρόσιος βρέθηκε να ιερουργεί στον πανηγυρίζοντα ναό του Αγίου Νικολάου της Λάρισας. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εισόδου είχε την έμπνευση να μνημονεύσει τους πεσόντες φοιτητές κατά τα επεισόδια που πήραν την ονομασία Ευαγγελικά[1] και το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αρχή μια διαμάχης του με το παλάτι.
Το καλοκαίρι του 1905 πάλι στάθηκε ευνοϊκά προς τη στρατιωτική επανάσταση του Ζορμπά, η οποία ως γνωστόν απέτυχε. Από τότε έγινε στόχος επιθέσεων όχι μόνον αντιφρονούντων πολιτικών, αλλά και ιεραρχών, οι οποίοι εξύφαναν εναντίον του πολλές σκευωρίες. Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα, τον Ιανουάριο του 1910 να καθαιρεθεί από τον επισκοπικό θρόνο, έπειτα από βαριές εναντίον του κατηγορίες. Η απόφαση αυτή προξένησε στο ποίμνιό του βαθύτατη εντύπωση. Από την τοπική εφημερίδα της εποχής "Μικρά" διαβάζουμε: "Η Λάρισσα σύσσωμος περιεκύκλωσε το Μητροπολιτικόν οίκημα και δακρύουσα διεμαρτύρετο δια το προς τον έξοχον ιεράρχην της προσγενόμενον αδίκημα. Ο Αμβρόσιος εξελθών εις το παράθυρον συνέστησε εις το μαινόμενον πλήθος ησυχίαν και σεβασμόν προς το δεδικασμένον, αρκεσθείς να είπη: «Η απόφασις αύτη είναι είς επί πλέον στέφανος δια τους υπέρ της Εκκλησίας υπερτεσσαρακονταετείς αγώνας μου! η πατρίς, δυστυχώς, ούτως ανταμείβει απότινος τους υπέρ αυτής μοχθούντας».
Μετά την καθαίρεσή του ο Αμβρόσιος ιδιώτευε στο Μεγάλο Κεσερλί (Συκούριο), μέχρι τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα (23 Απριλίου) του 1918, οπότε απεβίωσε σε ηλικία 74 ετών. Η εξόδιος ακολουθία εψάλη στον ιερό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης της κωμοπόλεως.
Η δημοσιευόμενη φωτογραφία είναι σπάνια και προέρχεται από το αρχείο του Γιάννη Ρούσκα. Φωτογράφος της είναι ο αρχαιολόγος Γεώργιος Λαμπάκης. Η χρονολόγηση της φωτογραφίας δεν είναι δύσκολη. Ο προπολεμικός ναός του Αγίου Αχιλλίου είναι γνωστό ότι εγκαινιάσθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1907, ο δε μητροπολίτης Αμβρόσιος Κασσάρας που διακρίνεται στη φωτογραφία, καθαιρέθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1910. Άρα η φωτογραφία είναι τραβηγμένη μεταξύ 1908 και 1910. Επειδή ο Γεώργιος Λαμπάκης βρέθηκε αποδεδειγμένα το 1908 στις Μηλιές του Πηλίου όπου φωτογράφισε τη Μηλιώτικη Σχολή, λογικό φαίνεται να βρέθηκε την ίδια εποχή και στη Λάρισα, στην οποία φωτογράφισε την θρησκευτική πομπή των Θεοφανείων.
Το πάνω μέρος της φωτογραφίας αποτυπώνει τη δυτική πλευρά του νεόδμητου μητροπολιτικού ναού του Αγίου Αχιλλίου. Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας απεικονίζεται η θρησκευτική πομπή να έχει εξέλθει του ναού και να κατευθύνεται προς την πέτρινη σκάλα, η οποία οδηγούσε τότε από την αυλή του ναού στη δεξιά όχθη του Πηνειού, με προορισμό τη γέφυρα. Το πρόσωπο που κυριαρχεί στη φωτογραφία είναι ο μητροπολίτης Αμβρόσιος, με τη χρυσοποίκιλτη αρχιερατική στολή, τη μίτρα στο κεφάλι και τη επισκοπική ράβδο. Πίσω από τον Αμβρόσιο, διακρίνονται οι αρχές. Προηγούνται ο νομάρχης και ο δήμαρχος Αχιλλέας Αστεριάδης, οι οποίοι ξεχωρίζουν γιατί φορούν ημίψηλα, οι δημοτικοί άρχοντες, οι στρατιωτικοί με τις επίσημες στολές και τα λοφία, οι λοιποί επίσημοι και ακολουθεί πλήθος πιστών. Τον ιεράρχη περιστοιχίζουν δύο διάκοι κρατώντας τα δικεροτρίκερα. Μπροστά τους, με την άσπρη γενειάδα, διακρίνονται ο υπέργηρος πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Βρυάντιος και οι υπόλοιποι ιερείς της Λάρισας.
---------------------------------------------
[1]. Με την ονομασία "ευαγγελιακά" έμειναν στην ιστορία τα αιματηρά επεισόδια, που σημειώθηκαν στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου 1901, με αφορμή τη μεταγλώττιση του Ευαγγελίου στη δημοτική, μια πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας.
Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com