Με την ευκαιρία αυτή θα αναφέρουμε στο σημερινό μας σημείωμα, χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, τη σχέση του με τη Λάρισα γιατί λίγοι γνωρίζουν ότι ο θαρραλέος αυτός αξιωματικός σε δύο από τις τρεις επισκέψεις του στη Μακεδονία είχε ως ορμητήριο την πόλη μας, με την υποστήριξη της "Φιλοπτώχου Μακεδονικής Αδελφότητος Λαρίσσης".
Η πρώτη επίσκεψη του Παύλου Μελά στη Μακεδονία έγινε τέλη Φεβρουαρίου 1904 μέσω Βελεστίνου - Καλαμπάκας, χωρίς να περάσει από την πόλη μας. Τον Μάιο του 1904, με τη δημιουργία του "Μακεδονικού Κομιτάτου" στην Αθήνα και του παρατήματός του στη Λάρισα, ανέλαβε ενεργό δράση η Φιλόπτωχος Μακεδονική Αδελφότητα (η οποία ήταν περισσότερο γνωστή ως Μακεδονικός Σύλλογος Λαρίσης), πρόεδρος της οποίας ήταν ο ιατρός Μιχαήλ Σάπκας. Το Μακεδονικό Κομιτάτο ήθελε να υποστηρίξει τον αγώνα των υπόδουλων Μακεδόνων και η Λάρισα, ακριτική πόλη τότε, επελέγη ως η καταλληλότερη βάση για τη συγκέντρωση μυστικών ένοπλων σωμάτων. Εν τω μεταξύ τριμελής επιτροπή του Μακεδονικού Συλλόγου αποτελούμενη από τον πρόεδρο Μιχαήλ Σάπκα και τους δικηγόρους Ιωάννη Τσιτσικλή και Νικόλαο Γαργάλα, επισκέφθηκε στην Αθήνα δύο φορές τον πρωθυπουργό Γ. Θεοτόκη, από τον οποίο πήρε τελικά τη διαβεβαίωση ότι οι Ελληνικές αρχές δεν θα βοηθούσαν μεν φανερά, αλλά όμως και δεν θα έφεραν προσκόμματα στην οργάνωση, την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό των υπό συγκρότηση ένοπλων σωμάτων.
Όταν οι προσπάθειες στη Λάρισα για τη συγκρότηση των σωμάτων αυτών είχε αρχίσει, αποφασίσθηκε όπως μεταβεί ο Παύλος Μελάς και πάλι στη Μακεδονία με μεγάλη μυστικότητα. Μέσω Βόλου, έφθασε μεταμφιεσμένος το απόγευμα της Κυριακής 11 Ιουλίου σιδηροδρομικώς στη Λάρισα, όπου συναντήθηκε με τον Μανώλη Ρακτιβάν[1], με τον οποίο κατέλυσαν στο ίδιο ξενοδοχείο. Τις επόμενες ημέρες συνάντησε και άλλους αξιωματικούς καθώς και τον Σάπκα, με τον οποίο συζήτησαν τις διάφορες λεπτομέρειες του ταξιδιού του. Επιπλέον ο τελευταίος φρόντισε να μεταμφιέσει τον Παύλο Μελά σε ζωέμπορο, να αλλάξει το όνομα στο διαβατήριό του από Μίκης Ζέζας[2] σε Παύλο Δέδε για να περάσει με ασφάλεια τα σύνορα και να βρει κάποιον έμπιστο ζωέμπορο ως συνοδό. Τον βρήκε στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Φοσνάκη, ο οποίος λόγω της ιδιότητάς του έκανε τακτικά τη διαδρομή Λάρισα-Κοζάνη και είχε αποκτήσει γνωριμία με τους Τούρκους συνοριοφύλακες. Με προτροπή του Σάπκα ο Παύλος Μελάς εγκατέλειψε το ξενοδοχείο και κατέλυσε στο σπίτι του, όπου ζούσε με τη μητέρα του Ντίνα. Ήθελε να μην κυκλοφορεί στην πόλη, αφού όλη η προετοιμασία του ταξιδιού του ήταν μυστική. Εν τω μεταξύ κατέφθασε στη Λάρισα και ο Νικόλαος Πύρλας[3], μεταφέροντας τα προσωπικά αντικείμενα του Μελά. Αργά το βράδυ του Σαββάτου 17 Ιουλίου Μελάς, Πύρλας και Φοσνάκης, συνοδευόμενοι από τον Σάπκα και τον αξιωματικό Ηλιόπουλο, έφθασαν με δυσμενείς καιρικές συνθήκες στη γέφυρα του Πηνειού από διαφορετικούς δρόμους για λόγους προφύλαξης. Η αναχώρηση των τριών ταξιδιωτών έγινε στις 12 τα μεσάνυχτα με άμαξα μέχρι τη Λυγαριά. Από κει συνέχισαν το ταξίδι έφιπποι και πέρασαν τον συνοριακό σταθμό της Μελούνας ανενόχλητοι, χωρίς να προκαλέσουν καμιά υποψία στους Τούρκους φρουρούς και τους τελωνειακούς, χάρη και στη γνωριμία που είχε ο συνοδός τους Φοσνάκης. Όταν ο Παύλος Μελάς ολοκλήρωσε τις επαφές του στη Μακεδονία επέστρεψε στη Λάρισα, ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο, με μία μόνον ενδιάμεση στάση στην Ελασσόνα για να επισκεφθεί τον Ελληνα πρόξενο Λάμπρο Ενυάλη. Στη Λάρισα συναντήθηκε με τον Σάπκα και πήραν από κοινού τις οριστικές αποφάσεις για την αυστηρή επιλογή των ένοπλων ανδρών του σώματος, την εξεύρεση πεπειραμένων οδηγών, την προμήθεια του κατάλληλου ιματισμού και υποδήσεως των ανδρών, την αποστολή στρατιωτικού υλικού, χρημάτων και κυρίως πολεμοφοδίων, τα οποία προωθούνταν τις ασέληνες νύχτες από το Τσάγεζι (Στόμιο) στη Μακεδονία με καΐκια.
Με την αναχώρηση του Παύλου Μελά για την Αθήνα, στη Λάρισα άρχισε άμεσα η υλοποίηση όσων είχαν συμφωνηθεί, ενώ από την Αθήνα αποστέλλονταν στη Λάρισα και σε άλλα παραμεθόρια σημεία όπλα και πολεμοφόδια και συγχρόνως προετοιμάζονταν για τη μεγάλη στιγμή που θα έμπαινε ο Παύλος Μελάς με ένοπλο σώμα κρυφά στα χώματα της Μακεδονίας.
Τις πρωινές ώρες της Παρακευής 20 Αυγούστου 1904 ο Παύλος Μελάς έφθασε στη Λάρισα συνοδευόμενος από δεκαμελή ομάδα ευσταλών Κρητικών. Ήταν μεταμφιεσμένος σε εργάτη και με άμαξα κατευθύνθηκε από τον σιδηροδρομικό σταθμό στο σπίτι του Σάπκα, ενώ οι συνοδοί του, μεταμφιεσμένοι και αυτοί σε εργάτες, κατέλυσαν σε διαφορετικά ξενοδοχεία και πανδοχεία. Αργά το βράδυ Μελάς και Σάπκας βρέθηκαν στο σπίτι του ανθυπολοχαγού Χαράλαμπου Λούφα, το οποίο βρισκόταν στην οδό Σκουφά, στην απόμερη συνοικία Αρναούτ της Λάρισας, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, για να γνωρίσουν τους εθελοντές άνδρες του σώματος. Τους μίλησε με θερμά λόγια και τους έδωσε τις πρώτες οδηγίες και τις κατευθυντήριες γραμμές. Στη συνέχεια κάλεσαν ιερέα της Λάρισας[4], ο οποίος τους έβαλε να ορκισθούν πίστη στον αγώνα που αναλάμβαναν και αφοσίωση στον αρχηγό τους.
Την επομένη, Σάββατο 21 Αυγούστου, ο Παύλος Μελάς παρέδωσε στον Μιχαήλ Σάπκα κρυπτογραφικό αλφάβητο και κρυπτογραφικό λεξικό, με τα οποία θα γίνονταν οι συνεννοήσεις μεταξύ τους από την Μακεδονία, αφού ο Σάπκας είχε επιλεγεί να αποτελέσει τον ενδιάμεσο κρίκο σύνδεσης με το κέντρο επιχειρήσεων του Μακεδονικού Αγώνα στην Αθήνα. Την ίδια μέρα έβγαλε και την ιστορική φωτογραφία φορώντας τον Μακεδονικό ντουλαμά[5] που δημοσιεύεται στο σημερινό σημείωμα. Φωτογράφος ήταν ο Γεράσιμος Δαφνόπουλος. Πριν ξεκινήσουν, ο Μελάς μέτρησε τα χρήματα που είχε μαζί του για τις ανάγκες της εκστρατείας και τα βρήκε λίγα. Παρακάλεσε τον Σάπκα αν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ο τελευταίος του παρέδωσε ολόκληρο το προσωπικό του χρηματικό απόθεμα (63 τουρκικές λίρες), τις οποίες ο οικονομικός διαχειριστής της Μακεδονικής Επιτροπής στην Αθήνα επέστρεψε στον Σάπκα σύντομα. Επίσης ο Σάπκας σαν ιατρός, εφοδίασε την ομάδα με κινίνο και άλλα φάρμακα, για την αντιμετώπιση τυχόν ασθενειών.
Όταν όλες οι λεπτομέρειες διευθετήθηκαν, η ομάδα των ανδρών χωρίσθηκε σε δύο τμήματα. Το πρώτο έφυγε την Κυριακή το βράδυ 22 Αυγούστου προς Καλαμπάκα, ενώ το δεύτερο με τον Παύλο Μελά επικεφαλής, έφυγε από το σπίτι του ανθυπολοχαγού Λούφα καθυστερημένα λόγω βροχής για την ίδια κατεύθυνση το βράδυ της Δευτέρας 23 Αυγούστου. Την επόμενη, μέσω δύσβατων και επικίνδυνων διαβάσεων έφθασαν, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, στο τουρκικό έδαφος. Από κει και πέρα η πορεία του σώματος του Παύλου Μελά και το μοιραίο τέλος του την 13η Οκτωβρίου του 1904 στη Στάτιστα είναι λίγο-πολύ γνωστά.
[1]. Ρακτιβάν Εμμανουήλ (1870-1931). Αξιωματικός του πυροβολικού, συμμαθητής του Μελά στη Σχολή Ευελπίδων και στενότατος φίλος του ίδιου και της οικογενείας του.
[2]. Το αντάρτικο ονοματεπώνυμο του Παύλου Μελά ήταν Μίκης Ζέζας. Προήλθε από τα ονόματα των παιδιών του Μίκη και Ζέζας. Το όνομα που ήταν γραμμένο στο διαβατήριο και με το οποίο κυκλοφορούσε στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία ήταν Παύλος Δέδες.
[3]. Πύρζας Νικόλαος (Λάκης) (1880-1947). Πατριώτης από τη Φλώρινα, γνωστός του Παύλου Μελά, τον οποίο συνόδευσε και στις τρεις περιοδείες του στη Μακεδονία. Του συμπαραστάθηκε μέχρι και την τελευταία στιγμή του ηρωικού θανάτου του στη Στάτιτσα.
[4]. Ο ιερέας που όρκισε τους Μακεδονομάχους ήταν ο παπα-Τσαπραλής, δραστήριο μέλος του Μακεδονικού Συλλόγου Λαρίσης, ο οποίος συμμετείχε σε όλες τις δραστηριότητές του.
[5]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η φωτογραφία του Παύλου Μελά, στο βιβλίο Μιχαήλ Σάπκας ο ευπατρίδης πολιτικός (1873-1956), Λάρισα (2013) σελ.83-88.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com