Αρχιτέκτονας ήταν ο ελληνικής καταγωγής Στυλιανός Βουκαδόρος, από τη Ζάκυνθο, ο οποίος ζούσε την περίοδο εκείνη στη Λάρισα. Το κτίριο βρισκόταν μέσα στον χώρο της σημερινής Κεντρικής πλατείας[1], προς τη βορειοδυτική πλευρά της, ήταν επίμηκες και η πρόσοψή του είχε ανατολικό προσανατολισμό. Στο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου του Διοικητηρίου είχε τοποθετηθεί επιγραφή με οθωμανική γραφή, η οποία διευκρίνιζε ότι: «Ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ επιθυμών να ευεργετήσει την Λάρισαν διέταξε τον διοικητήν αυτής Τζαβήτ Πασάν να προβή εις την ανέγερσιν του ευπρεπούς τούτου νέου μεγάρου προς στολισμόν της πόλεως, με τας ευχάς εις τον Θεόν όπως διαφυλάττη τούτο από παντός κακού… έτος 1291»[2]. Το έτος 1291 είναι το μουσουλμανικό έτος Εγίρας και αντιστοιχεί στο χριστιανικό 1874.
Τη μορφή του τη γνωρίζουμε πολύ καλά από την κλασική φωτογραφία που συνοδεύει το σημερινό κείμενο και προέρχεται από επιστολικό δελτάριο της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας, το οποίο κυκλοφόρησε το 1902. Η λήψη της πιστεύεται ότι έγινε περί το 1900. Πιο πριν, κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, είχε αποτυπωθεί σε ορισμένα χαρακτικά και σε στερεοσκοπικές φωτογραφίες που απεικόνιζαν τη συγκέντρωση του ελληνικού στρατού στην πλατεία της Λάρισας, πριν αρχίσουν οι εχθροπραξίες.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας το μεγάλο αυτό κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του τούρκου στρατιωτικού Διοικητή της Θεσσαλίας και του επιτελείου του, με τις συνακόλουθες υπηρεσίες. Με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881, η τουρκική κυβέρνηση επέμενε να κρατήσει στη δικαιοδοσία του το Διοικητήριο για να στεγάσει το Προξενείο της Τουρκίας ή το τουρκικό σχολείο[3]. Φυσικά η απαίτηση αυτή δεν έγινε δεκτή. Ήταν το μοναδικό ευπρεπές και μεγάλο κτίσμα στην απελευθερωμένη Λάρισα και χρειαζόταν για να στεγάσει ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες. Αρχικά και μέχρι το 1892 οι χώροι του χρησιμοποιήθηκαν για στρατωνισμό και για άλλες στρατιωτικές υπηρεσίες (στρατιωτικό ταχυδρομείο, κ.λπ.). Το 1892 το κτίριο, αφού συντηρήθηκε, και διαμορφώθηκε κατάλληλα εσωτερικά, παραδόθηκε για χρήση στη Δικαιοσύνη. Ο χώρος του ήταν επαρκής και το κυρίως κτίσμα στέγασε όλες τις δικαστικές αρχές της πόλης, ενώ στο υπόγειο λειτούργησε το Δημόσιο Ταμείο. Η οθωμανική επιγραφή στο υπέρθυρο του κάτω ορόφου άλλαξε πλέον και τώρα ανέγραφε "Θέμιδος Μέλαθρον". Από την παρουσία του Δικαστικού μεγάρου στους χώρους της πλατείας, αυτή ονομάσθηκε πλατεία Δικαστηρίων ή πλατεία Θέμιδος. Η τελευταία ήταν αυτή που τελικά επικράτησε. Κατά τη σύντομη κατοχή της Λάρισας από τους Τούρκους μετά τον «ατυχή» πόλεμο του 1897 (Απρίλιος 1897-Ιούνιος 1898) χρησιμοποιήθηκε εκ νέου ως Διοικητήριο από τους Τούρκους.
Κατασκευαστικά το Διοικητήριο ήταν ένα εντυπωσιακό διώροφο κτίριο με υπόγειο, εξ ολοκλήρου οικοδομημένο από πέτρα και στην εξωτερική μορφή του κυριαρχούσαν σε έντονο βαθμό τα νεοκλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Η πρόσοψη παρουσίαζε μια αξιόλογη συμμετρία. Ήταν διηρημένη σε τρία τμήματα, εκ των οποίων το κεντρικό προείχε ελαφρώς. Στο κέντρο της πρόσοψης στον κάτω όροφο είχε διαμορφωθεί η κεντρική είσοδος, στην οποία είχε κανείς πρόσβαση από τη χωμάτινη πλατεία με τη μεσολάβηση πέντε μαρμάρινων σκαλοπατιών που οδηγούσαν σε ευρύ προστώο με τέσσερες τετράγωνους κίονες (πεσσούς), οι οποίοι συγκρατούσαν τον εξώστη του πρώτου ορόφου. Οι τοίχοι και στους δύο ορόφους περιμετρικά ήταν διάτρητοι από παράθυρα, η στέγη ήταν απλή, χαμηλή, με ξύλινο σκελετό, επικαλυμμένη με κεραμίδια και κατά διαστήματα ήταν τοποθετημένα περίτεχνα ακροκέραμα. Στο κέντρο της πρόσοψης ψηλά, στο ύψος της στέγης, υπήρχε ευρύ χαμηλό τριγωνικό αέτωμα, το οποίο προσέδιδε στο κτίριο ύψος, ομορφιά και συμμετρία. Το εσωτερικό αποτελούνταν από δεκαπέντε ισομεγέθη δωμάτια σε κάθε όροφο, κατανεμημένα και από τις δύο πλευρές κατά σειρά στους μακρόστενους διαδρόμους[4].
Το επιβλητικό αυτό κτίριο το περιέγραψαν με θαυμασμό όλοι σχεδόν οι επισκέπτες της Λάρισας, Έλληνες και ξένοι, οι οποίοι βρέθηκαν στα εδάφη της Θεσσαλίας αμέσως μετά την ενσωμάτωση με την Ελλάδα το 1881, με σκοπό να γνωρίσουν από κοντά τη νέα ελληνική επαρχία, με το τεράστιο οικονομικό δυναμικό που προοιώνιζε ο εύφορος κάμπος της[5].
Όμως παρά την ευχή που εξέφραζε ο Σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ στην επιγραφή του κτιρίου για την αποφυγή παντός κακού, τη νύχτα της 14ης Ιανουαρίου του 1905, το επιβλητικό αυτό μέγαρο των Δικαστηρίων καταστράφηκε έπειτα από πυρκαγιά που ξέσπασε από άγνωστη αιτία. Η πυρκαγιά αυτή είχε συγκλονίσει τη Λάρισα για την ταχύτητα της εξάπλωσης και τον αφανισμό όχι μόνον του εξοπλισμού του κτιρίου αλλά και των αρχείων που περιείχε. Τα μισοκαμένα χαρτιά αιωρούνταν ψηλά από τη δίνη που προκαλούσαν οι φλόγες και με τον άνεμο ταξίδευαν και μάλιστα λένε ότι έφθασαν μέχρι το ποτάμι. Και ενώ οι φλόγες δεν είχαν ακόμα σβήσει, πολλοί κάτοικοι, κυρίως παιδιά, ανασκάλευαν τα ερείπια του υπογείου για να μαζέψουν τα μαυρισμένα από τη φωτιά νικέλινα κέρματα που βρίσκονταν στο Δημόσιο Ταμείο.
Όταν κόπασε η συγκίνηση από την καταστροφή του κτιρίου άρχισαν οι έρευνες για να εντοπισθεί η αιτία της πυρκαγιάς και να ανευρεθούν οι δράστες. Οι ανακρίσεις όμως δεν οδήγησαν πουθενά, γι’ αυτό και ο Επαμεινώνδας Φαρμακίδης χαρακτήρισε την πυρκαγιά αυτή σαν ένα «ανεξιχνίαστον έγκλημα». Εν τω μεταξύ στην πόλη κυκλοφορούσαν διάφορα σενάρια που η αξιοπιστία τους δεν έπειθε.
--Το πιο διαδεδομένο ήταν ο εμπρησμός. Πολλοί πίστευαν ότι το κτίριο των Δικαστηρίων έγινε παρανάλωμα του πυρός από υπόδικους που είχαν συμφέρον να εξαφανίσουν στοιχεία που θα απέβαιναν εις βάρος τους αν οι υποθέσεις έφθαναν στο ακροατήριο. Στην πόλη είχε εδραιωθεί η άποψη ότι κάποιος υπόδικος από τα Τρίκαλα ή κατ’ άλλους από τα Φάρσαλα, πυρπόλησε το ευάλωτο, έτσι κι αλλιώς, κτίριο. Όμως οι ανακρίσεις που έγιναν δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι η πυρκαγιά ήταν πράξη εμπρησμού.
--Άλλη αιτία ήταν η αμέλεια. Κάποιος απρόσεκτος επισκέπτης ή υπάλληλος των Δικαστηρίων, άφησε αργά το βράδυ αναμμένο τσιγάρο κοντά σε εύφλεκτα αντικείμενα, με αποτέλεσμα να προκληθεί εν αγνοία του η πυρκαγιά που κατέστρεψε το κτίριο.
--Υπήρχε επίσης και μία άλλη, πολύ «προχωρημένη» φήμη ότι τη φωτιά έβαλαν κάποιοι νεαροί Λαρισαίοι με σκοπό να ελευθερώσουν τον χώρο από το τουρκικό κτίριο και να προσφέρουν στην πόλη μια μεγάλη έκταση που να χρησιμεύσει για πλατεία. Όμως και η φήμη αυτή δεν επιβεβαιώθηκε από τις μακροχρόνιες ανακρίσεις.
Τρία χρόνια μετά την πυρκαγιά, το 1908, οι αποτεφρωμένοι τοίχοι του Δικαστικού μεγάρου ισοπεδώθηκαν[6] και ένας μεγάλος χώρος ελευθερώθηκε και αποδόθηκε στον Δήμο για να διευρύνει την πλατεία και να επιτρέψει την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως το οποίο είχε συνταχθεί από το 1882-83. Με τον καιρό γύρω απ’ αυτήν άρχισαν να κτίζονται μεγάλα και αισθητικά όμορφα κτίρια, τα οποία στόλισαν το κέντρο της πόλης μέχρι το φοβερό για τη Λάρισα έτος 1941.
[1]. Επί τουρκοκρατίας η Κεντρική πλατεία ονομαζόταν «Πλατεία Πετρεδίν Βέη». Βλέπε: Καλογιάννης Βάσος, Τα Δικαστήρια της Λαρίσης και η μακρά ιστορία τους. Από το «Σεράγι» της τουρκοκρατίας, στο σύγχρονο "Θέμιδος Μέλαθρον", εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 30ης Ιουνίου 1972.
[2]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα. Από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926) σ. 21.
[3]. Ρούσκας Ιωάννης, Η απελευθέρωση της Λάρισας από τον ελληνικό στρατό στις 31. 8. 1881 μέσα από τις στήλες των εφημερίδων. Πρακτικά 7ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών «Η Λάρισα από την απελευθέρωσή της (1881) μέχρι το 1940», Λάρισα (2013) σ. 18.
[4]. Καραμανώλης Εμμ., Αναδρομή στην ιστορία των δικαστηρίων Λαρίσης, Λάρισα (1997) σ. 10.
[5]. Αναφέρουμε μερικούς όπως ο Βολιώτης γιατρός Νικόλαος Γεωργιάδης (1880), ο στρατιωτικός Ι. Κοκκίδης (1880), ο Σπυρίδων Παγανέλης, (1881), ο γερμανός Bernard Ornstein (1881), ο Μιχ. Γρηγορόπουλος (1882), ο μοναχός Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης (1892), και πολλοί άλλοι.
[6]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η κατεδάφιση του πυρποληθέντος Δικαστικού Μεγάρου (1908), εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 11ης Οκτωβρίου 2017.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com