Σε όλες τις μεγάλες πόλεις η κεντρικότερη εμπορική οδός ονομάζεται Ερμού (παράβαλε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και αλλού). Είναι από τους λίγους δρόμους της πόλης μας ο οποίος δεν μετονομάσθηκε ούτε μία φορά στη νεότερη ιστορία της, από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881.
Απ' όσο γνωρίζουμε από παλαιότερες πηγές, κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας η εμπορική κίνηση της Γενί Σεχίρ ήταν συγκεντρωμένη γύρω από τον Τρανό μαχαλά, τη μόνη αμιγή χριστιανική συνοικία της Λάρισας, η οποία καταλάμβανε ολόκληρο τον Λόφο της Ακρόπολης, αυτόν που σήμερα ονομάζουμε Φρούριο, και τη σημερινή οδό Βενιζέλου από τη γέφυρα μέχρι και την πλατεία Μπλάνα (Λαού) και τις παρόδους της. Μαζί με την εβραϊκή κοινότητα, η οποία καταλάμβανε την περιοχή που οριζόταν από τη σημερινή Συναγωγή μέχρι τους Έξι Δρόμους, οι δύο αυτές κοινότητες διακινούσαν όλο το εμπόριο της θεσσαλικής πρωτεύουσας.
Η οδός Ερμού άρχισε να γίνεται εμπορική κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και αναπτύχθηκε από τις αρχές του 20ου. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στον δρόμο αυτόν υπήρχαν μερικά παπλωματάδικα που ανήκαν σε Ισραηλίτες, και οι λίγοι μαύροι που υπήρχαν στην πόλη είχαν καταστήματα με ξηρούς καρπούς, κυρίως στραγάλια. Το ενδιαφέρον είναι ότι επί της Ερμού, λίγα μέτρα από τη συμβολή της με την Κύπρου και στην αριστερή της πλευρά, υπήρχε μια μεγάλη είσοδος η οποία οδηγούσε σε χαμάμ (δημόσια λουτρά). Η είσοδος του χαμάμ ήταν στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το κοσμηματοπωλείο Σάπκα. Λέγεται ότι το χαμάμ αυτό ήταν για αποκλειστική χρήση των Οθωμανίδων γυναικών (χανούμισσες), εν αντιθέσει με το γειτονικό χαμάμ που διασώθηκε μέχρι σήμερα και βρίσκεται στη γωνία Φιλελλήνων και Βενιζέλου[1], το οποίο εξυπηρετούσε αποκλειστικά μόνον Οθωμανούς άνδρες. Το γυναικείο χαμάμ εκτεινόταν μέχρι την οδό Πανός, την οποία διαπερνούσε μέχρι την απέναντι πλευρά και την έφρασσε. Όπως διαπιστώνουμε, στον καιρό της τουρκοκρατίας η οδός Πανός δεν υπήρχε και διανοίχθηκε μόλις άρχισε η εφαρμογή του σχεδίου πόλεως περί το 1883. Τη διάνοιξη διευκόλυνε μια πυρκαγιά στην περιοχή του Ξυλοπάζαρου[2], η οποία επεκτάθηκε μέχρι και την Ερμού και αποτέφρωσε πολλά κτίσματα της περιοχής. Με τη διάνοιξή της αναπτύχθηκε κατόπιν στη γνωστή αγορά με τα κρεοπωλεία, οπωροπωλεία, ιχθυοπωλεία και καταστήματα αποικιακών ειδών, καταστήματα τα οποία συνέβαλαν στην ανάπτυξη της οδού σε εμπορικό δρόμο.
Θα αρχίσουμε την καταγραφή των καταστημάτων της αριστεράς πλευράς της Ερμού, έχοντας ως βασικό οδηγό τον Βαγγέλη Βοζαλή, ο οποίος θυμάται λεπτομέρειες και διάφορα χωρατά που δεν μπορούν να γραφούν από τη μεταπολεμική χρήση των καταστημάτων, ενώ για την παλαιότερη περίοδο συμβουλευτήκαμε τα γραπτά του δημοσιογράφου Κώστα Περραιβού, του δικηγόρου και ιστορικού της Λάρισας Γιώργο Ζιαζιά και τις τοπικές εφημερίδες, όσες έχουν διασωθεί. Η εκκίνηση γίνεται από την οδό Κύπρου:
--Αρχικά στη γωνία υπήρχε το κατάστημα αποικιακών των αδελφών Λέγγα. Οι τελευταίοι μεταφέρθηκαν στην οδό Πανός και εδώ μετακόμισαν το κατάστημα νεωτερισμών οι Ηλίας και Γεώργιος Βαΐτσης που βρισκόταν στο ισόγειο του μεγάρου Χατζημέτου (Λέσχη Ασλάνη). Ήταν μια τυχαία πυρκαγιά η οποία κατέστρεψε το μαγαζί τους και μερικά άλλα, χωρίς το μέγαρο να πάθει ζημιές και έτσι βρέθηκαν στην αρχή της Ερμού. Ο Ηλίας ήταν κουνιάδος του Γεωργίου Βαΐτση. Το μαγαζί αυτό το αγόρασε ο Γεώργιος Βαϊτσης και αποτέλεσε ιδιοκτησία του κληρονόμου του Χρήστου Βαΐτση. Με τον σεισμό του 1941 το κατάστημα έπαθε σοβαρές ζημιές και ο τελευταίος αναγκάσθηκε να μετακομίσει προσωρινά στην οδό Ρούσβελτ μαζί με τον Νίσκα, δίπλα από το κατάστημα του Δημητρακόπουλου. Το 1945 σε μια φωτογραφία του Τλούπα, βλέπουμε να υπάρχει στο σημείο αυτό το καθημαγμένο από τον σεισμό κατάστημα Γάτσου Αγραφιώτη, στην πινακίδα του οποίου αναγράφονται τα εξής: "Υδραυλικά - Φανοποιΐα. Επισκευαί ρολών". Λίγο αργότερα ο Χρήστος Βαΐτσης, το κατεδάφισε και στη θέση του έκτισε το νέο κατάστημα που διακρίνεται στη φωτογραφία, όπου εγκατέστησε την επιχείρησή του. Υπήρξε κάποια εποχή που τα ψαθάκια Borsalino ήταν της μόδας και ο Βαΐτσης έκανε χρυσές δουλειές. Όταν πήρε τη σύνταξη, στο κατάστημα αυτό εγκατέστησαν το χρυσοχοείο τους οι αδελφοί Νίκος και Νάκης Κωνσταντινίδης. Η οικογένεια Βαΐτση ως γνωστόν έκανε μια σπουδαία δωρεά στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας. Το κατάστημα εν συνεχεία αγόρασε ο Ιωάννης Μότσιος, ο οποίος διετέλεσε και πρόεδρος των Εμπόρων του Ιστορικού Κέντρου Λάρισας και ο οποίος το λειτουργεί μέχρι σήμερα με γυναικεία ενδύματα.
-- Σε τμήμα του καταστήματος Βαΐτση λειτούργησε παλαιότερα ένα ραφείο με τον τίτλο «Το Χρυσό Ψαλλίδι» που ανήκε στον Αθανάσιο Μαραγκόπουλο. Ο Μαραγκόπουλος δεν ήταν μόνον καλός φραγκοράφτης, αλλά και άριστος τραγουδιστής.
--Επίσης σε μια βιτρίνα του καταστήματος Βαΐτση είχε εγκαταστήσει το καπνοπωλείο του ο Γεώργιος Λάκκας και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια το ραφείο του ο Δημήτριος Σαρίμβεης, εγκαταλείποντας το κατάστημα που είχε μέχρι τότε στη Στοά Κουτσίνα. Ο Σαρίμβεης ήταν σπουδαίος κυνηγός και διετέλεσε για μεγάλο διάστημα και πρόεδρος του Κυνηγητικού Συλλόγου Λαρίσης.
--Στη συνέχεια βρισκόταν παλιά το πρώτο κομμωτήριο της Λάρισας. Ήταν του Γιάννη Ξυραδάκη. Πριν ανοίξει το κατάστημα αυτό, ο Ξυραδάκης που είχε μάθει την κομμωτική τέχνη από καλούς δασκάλους, όταν ήθελε να χτενίσει κυρίες της καλής κοινωνίας της Λάρισας, αναγκαζόταν να πηγαίνει στα σπίτια τους, γιατί τα ήθη της εποχής δεν επέτρεπαν την παρουσία γυναίκας σε κατάστημα κομμωτικής, ιδιαίτερα άρρενα κομμωτή. Τις χτένιζε σύμφωνα με τη μόδα της εποχής εκείνης, όταν οι γυναίκες δεν έκοβαν εύκολα τα μαλλιά τους, τα άφηναν μακριά και το συνηθέστερο χτένισμα ήταν ο κότσος με διάφορες παραλλαγές. Ο Ξυραδάκης άνοιξε το κομμωτήριο στην οδό Ερμού μετά το 1920, όταν άρχισε να γενικεύεται η μόδα των κοντών μαλλιών, η οποία απαιτούσε τακτικά χτενίσματα. Ήταν σπουδαίος κομμωτής και σταδιακά είχε αποκτήσει αρκετή πελατεία, γιατί οι χειραφετημένες Λαρισαίες που θυσίαζαν τα μακριά τους μαλλιά ακολουθώντας τη μόδα, δεν δίσταζαν να μπαίνουν στο κατάστημά του και να περιποιούνται την εμφάνισή τους. Ο Κώστας Περραιβός[3]αναφέρει πως όταν στον καιρό του μεσοπολέμου ο Ξυραδάκης μετέφερε το κομμωτήριό του στην αρχή της οδού Κούμα, δίπλα από τη Λαρισαϊκή Λέσχη, το κατάστημα αυτό το αγόρασε ο Πάνος Σάπκας και μετέφερε σ' αυτό το κοσμηματοπωλείο του από την απέναντι πλευρά.
--Το χρυσοχοείο Σάπκα στη Λάρισα έχει μια μεγάλη και ιστορική διαδρομή, η οποία ξεκινάει πριν από το 1882. Ο Στέργιος Σάπκας, πατέρας του Μιχαήλ και του Πάνου Σάπκα, κάτοικος Λαρίσης, στις 7 Δεκεμβρίου 1882 ανανέωσε την ενοικίαση του καταστήματός του το οποίο βρισκόταν στην περιοχή Ντάρκολι[4] με την ιδιοκτήτρια Σεριφή Ρουκουγιέ χανούμ, χήρα του Αρίφ Χασήμ, για έναν ακόμη χρόνο[5]. Ο δευτερότοκος γιος του Στέργιου Σάπκα, Παναγιώτης (Πάνος) (1880-1969), από μικρός βρέθηκε στο κατάστημα του πατέρα του και κληρονόμησε το οικογενειακό επάγγελμα του αργυροχρυσοχόου. Ο πρωτότοκος γιος του Πάνου Σάπκα, Δημήτριος (Μίμης) Σάπκας (1912-1994) τον διαδέχθηκε στην επιχείρηση. Ο Πάνος Σάπκας ο νεότερος συνέχισε τη λειτουργία του χρυσοχοείου και σήμερα την επιχείρηση διευθύνει ο Δημήτριος Σάπκας ο νεότερος. Πέντε γενεές Σαπκαίων. Εντυπωσιακό!
(Συνεχίζεται)
[1]. Σήμερα το λουτρό αυτό έχει συντηρηθεί θαυμάσια από την αρχαιολογική υπηρεσία, έχει δοθεί σε κοινή χρήση και στεγάζει το μπαρ "Χαμάμ".
[2]. Ξυλοπάζαρο λεγόταν η περιοχή η οποία περιλαμβανόταν περίπου μεταξύ των σημερινών οδών Απόλλωνος - Κύπρου - Φιλελλήνων - Βενιζέλου, και σ' αυτό γινόταν η αγορά και η επεξεργασία του ξύλου.
[3]. Βλέπε: Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός], Η οδός Ερμού, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 9ης Ιουλίου 1973.
[4]. Ντάρκολι. Με το όνομα αυτό προσδιορίζεται η κεντρική περιοχή της Λάρισας κατά μήκος της σημερινής οδού Κύπρου, από την Κεντρική πλατεία μέχρι περίπου την Ασκληπιού και την Κούμα.
[5]. Αρ. συμβολαίου 1059 του συμβολαιογράφου Ανδρέα Ροδόπουλου με ημερομηνία 7 Δεκεμβρίου 1882.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com