Στο σημερινό μας σημείωμα θα καταγράψουμε τα σημαντικότερα κτίσματα που υπήρχαν κατά μήκος του ανηφορικού τμήματος της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), από την απελευθέρωση της Λάρισας το 1881 μέχρι τη κατάργησή του, για να αναδειχθεί το Αρχαίο Θέατρο της πόλης.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας τα περισσότερα καταστήματα στην ανηφορική αυτή διαδρομή ήταν «λαδάδικα». Ανήκαν όλα σχεδόν σε παραγωγούς από το Πήλιο, οι οποίοι είχαν μετακομίσει στη Λάρισα για να εμπορευτούν τις ελιές και το ελαιόλαδο που εν αφθονία παρήγαγε ο τόπος τους. Μετά την απελευθέρωση, τα "λαδάδικα" άρχισαν να μετατοπίζονται προς την οδό Παπαφλέσσα, αν και η εμπορία των προϊόντων τους ασκείται πλέον μέχρι σήμερα απ’ όλα τα καταστήματα τροφίμων. Πάντως τότε το τμήμα αυτό της οδού Ακροπόλεως ήταν γνωστό με το όνομα «τα Λαδάδικα».
Στη δεξιά πλευρά του δρόμου, λίγο πιο πάνω από το φαρμακείο του Καραθάνου, για πολλά χρόνια λειτούργησε το πολυσύχναστο καφενείο του Χατζηγιάννη. Σ' αυτό περνούσαν τις ελεύθερες ώρες τους πολλοί αργόσχολοι Λαρισαίοι, συζητώντας και παίζοντας διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια της εποχής.
Πιο πάνω θα σταματήσουμε στο κτίριο όπου στεγάζονταν μέχρι το 1980 τα γραφεία της Ι. Μητροπόλεως Λαρίσης, πριν μεταφερθούν στη σημερινή τους θέση, στη συνοικία της Φιλιππούπολης. Το κτίριο αυτό έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Κτίσθηκε κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα από τον Γεώργιο Τσάπανο[1], θεωρούνταν ένα από τα καλύτερα αρχοντικά της πόλης και αρχικά ο ιδιοκτήτης εγκατέστησε την οικογένειά του. Ήταν διώροφο με υπερυψωμένο υπόγειο. Αργότερα στεγάσθηκε σ' αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα το Γραφείο του Νομομηχανικού. Όταν αυτό μετακόμισε σε άλλο σημείο, το κτίριο αυτό το ενοικίασε ο Ηλίας Κύρκος[2] και το μετέτρεψε σε ξενοδοχείο με την επωνυμία «Αχίλλειον». Το «Αχίλλειον» ήταν ένα από τα καλύτερα ξενοδοχεία της Λάρισας, το οποίο ο Ηλίας Κύρκος το διατηρούσε σε υψηλό επίπεδο καθαριότητας και περιποίησης. Το 1935, όταν στον μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας τοποθετήθηκε ο Δωρόθεος Κοτταράς, ο οποίος το 1956 εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, το κτίριο αγοράσθηκε από τη Μητρόπολη. Σ' αυτό εγκαταστάθηκαν τα Γραφεία της και διέμενε ο εκάστοτε μητροπολίτης. Κατά τον μεγάλο σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 έπαθε σοβαρές ζημιές, σε σημείο ώστε να είναι επικίνδυνη η παραμονή ανθρώπων στον δεύτερο όροφο. Όσο διαρκούσε ο πόλεμος και η κατοχή δεν έγινε καμιά εργασία επισκευής. Την περίοδο αυτή το αρχείο της Μητροπόλεως φυλάχθηκε στο καταφύγιο, το οποίο βρισκόταν απέναντι από το κτίριο της Επισκοπής και κάτω από το ρολόι της πόλης. Μετά την απελευθέρωση και ιδίως μετά τον σεισμό του 1957, ο δεύτερος όροφος γκρεμίστηκε και διατηρήθηκε μόνο το ισόγειο με το υπόγειο. Συγχρόνως οικοδομήθηκε στη νότια πλευρά του παλαιού οικήματος και σε άμεση επαφή και επικοινωνία μαζί του, μια διώροφη σύγχρονη κατασκευή για να στεγάσει τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του ιεράρχη, την αίθουσα υποδοχής και τα γραφεία της Μητροπόλεως. Το 1980, επί μητροπολίτου Σεραφείμ, μεταφέρθηκαν όλες οι υπηρεσίες της Μητροπόλεως στο νέο κτίριο, ενώ το παλαιό έπειτα από πολλές γραφειοκρατικές διαδικασίες το 1992 κατεδαφίσθηκε, όπως και όλα τα υπόλοιπα, για να αποκαλυφθεί το Αρχαίο Θέατρο.
Στη γωνία των οδών Ακροπόλεως και μητροπολίτου Αρσενίου υπήρχε ένα διώροφο εντυπωσιακό οίκημα σε περίοπτη θέση, το οποίο ανήκε στον Ευαγγέλου, έναν από τους πολλούς καπνοβιομηχάνους μικρού βεληνεκούς που διέθετε τα παλιά χρόνια η πόλη μας. Ήταν κτισμένο σε νεοκλασικό ρυθμό και κατά καιρούς στέγασε οικογένειες της υψηλής Λαρισαϊκής κοινωνίας. Από τον Ευαγγέλου το κτίριο περιήλθε μεταπολεμικά στην κατοχή του Δημητρίου Λαγού, συνταγματάρχη εν αποστρατεία, ο οποίος έλαβε μέρος στις δημοτικές εκλογές του 1951 με δικό του συνδυασμό. Δεν κατόρθωσε όμως να επικρατήσει του Δημητρίου Καραθάνου, ο οποίος εκλέχθηκε τελικά Δήμαρχος.
Δίπλα από το προηγούμενο οίκημα και απέναντι από τα ερείπια της βασιλικής του Αγίου Αχιλλίου του 6ου αιώνα, υπάρχει σήμερα το "φάντασμα" ενός κτιρίου υποστυλωμένου, έτοιμου να καταρρεύσει. Κτισμένο στις αρχές του 20ου αιώνα και δομημένο με τις αρχές της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια ως γραφείο της Μητροπόλεως Λαρίσης και συγχρόνως ως κατοικία του μητροπολίτη Αρσενίου (1914-1934). Ο Αρσένιος Αφεντούλης δεν ανήκε στην κατηγορία των πολύ μορφωμένων κληρικών, ήταν όμως ιεράρχης με σύγχρονες για την εποχή του ιδέες. Τύπος απλός και καλοσυνάτος, προσέγγιζε τους ανθρώπους του λαού με αγάπη και τους έκανε να του ανοίγουν την ψυχή τους, να του λένε τα προβλήματά τους και αυτός έβρισκε για τον καθένα λόγους παρηγοριάς. Η θητεία του στη Μητρόπολη Λαρίσης έχει συνδεθεί στενά με το ανάθεμα του Βενιζέλου κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, ενέργεια η οποία του στοίχισε την απομάκρυνση από τη Λάρισα και την εξορία του για τρία χρόνια.
Από την αριστερή πλευρά της ανόδου της οδού Ακροπόλεως υπήρχαν πολλά καταστήματα και κατοικίες, τα οποία κατά καιρούς άλλαζαν ενοίκους. Στη γωνία με τη Μακεδονίας (Βενιζέλου) υπήρχε το καπνοπωλείο του Ευαγγέλου που ήταν ένα από τα παλαιότερα της Λάρισας. Ακολουθούσε ένας χώρος περιφραγμένος από το 1910, όταν ο αρχαιολόγος Αρβανιτόπουλος είχε εντοπίσει ένα μικρό τμήμα του Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας. Ακολουθούσε το κατάστημα αποικιακών ειδών του Μιχάλη Μανδραβέλη και εν συνεχεία το κατάστημα δερμάτων του Καϊμάκη. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της εποχής εκείνης, καθώς είναι γνωστό ότι στη Λάρισα από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ακόμα, υπήρχαν πολλά βυρσοδεψεία, εγκατεστημένα στη συνοικία Ταμπάκικα. Ακολούθως δέσποζε μια τριώροφη οικοδομή, ιδιοκτησίας και αυτή του γαιοκτήμονα Γεωργίου Τσάπανου, η οποία στέγασε την ωτορινολαρυγγολογική κλινική του Γεωργίου Τάρη για πολλά χρόνια. Μέχρι το τέλος της ανηφορικής οδού ακολουθούσαν δύο απλές κατοικίες.
-------------------------------------------------
[1]. Ο γαιοκτήμονας Γεώργιος Τσάπανος καταγόταν από τη Φλώρινα και ήλθε στη Λάρισα περί το 1910. Αγόρασε μεγάλες αγροτικές εκτάσεις σε Γιάννουλη και Φαλάνη, οι οποίες όμως απαλλοτριώθηκαν με τον νόμο περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών και του έμεινε μόνον ένα μικρό μέρος, το οποίο καλλιέργησε ο ίδιος. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους στην ιδέα να εγκαταλειφθεί η ασύμφορη μονοκαλλιέργεια του σίτου και να αντικατασταθεί από άλλες, οι οποίες απέφεραν υψηλότερα εισοδήματα. Ο Γεώργιος Τσάπανος πέθανε στην Αθήνα μεταπολεμικά σε προχωρημένη ηλικία.
[2]. Ο Ηλίας Κύρκος είχε για πολλά χρόνια και την εκμετάλλευση του ξενοδοχείου «Μέγας Αλέξανδρος», ιδιοκτησίας Ηλία Κολέσκα, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Ίωνος Δραγούμη και Βασιλίσσης Φρειδερίκης (σήμερα Σκαρλάτου Σούτσου), απέναντι από το Ισραηλιτικό Σχολείο.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com