Αποτυπώνει ένα σημείο της Κεντρικής πλατείας της Λάρισας (πλατεία Θέμιδος) στη βορειοδυτική γωνία του. Η προτομή του Λαρισαίου λόγιου Κωνσταντίνου Κούμα ανάμεσα σε άνθη και δένδρα που στόλιζαν την πλατεία, τέμνει οπτικά ακριβώς στο κέντρο τη νεοκλασική φιγούρα του Ξενοδοχείου "Το Στέμμα" και προσφέρει μια απαράμιλλη απεικόνιση της ομορφιάς που πρόσφεραν στην πόλη τα κτήρια στο κεντρικότερο σημείο της.
Το 1929 το Δημοτικό Συμβούλιο, με εισήγηση του Δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα, ανέθεσε στον γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο καθηγητή Πανεπιστημίου, να φιλοτεχνήσει την προτομή του διδασκάλου του γένους Κωνσταντίνου Κούμα (Λάρισα 1777 - Τεργέστη 1836) με την ευκαιρία του επικείμενου εορτασμού για την συμπλήρωση πενήντα χρόνων από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Κράτος. Για τη δαπάνη της προτομής εγκρίθηκε το ποσό των 50.000 δραχμών. Τα μαρμάρινα βάθρα της προτομής ανατέθηκαν στον εργολάβο μαρμάρων της Λάρισας Στ. Σκούταρη, ενώ η επιχρύσωση των γραμμάτων έγινε από τον ζωγράφο Π. Χατζητσολίδη[1]. Στη συνεδρίαση της 13ης Απριλίου 1930 το Δημοτικό Συμβούλιο εξέλεξε πενταμελή επιτροπή από Δημοτικούς Συμβούλους με σκοπό να προετοιμάσει και να συντονίσει τον εορτασμό της πεντηκονταετίας, ο οποίος θα γινόταν στις 8 Ιουνίου του ίδιου έτους. Τελικά η τελετή πραγματοποιήθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1930 και κατά τα αποκαλυπτήρια της προτομής αρχικά μίλησε ο δήμαρχος Σάπκας, ο οποίος αναφέρθηκε στη βιογραφία και την εργογραφία του Κούμα. Στη συνέχεια ο γυμνασιάρχης Ιωάννης Παπαγιαννόπουλος κατέθεσε στεφάνι στην προτομή του Κούμα και εκφώνησε τον πανηγυρικό της εορτής[2].
Κατά τον μεγάλο σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 η βάση της προτομής του Κούμα μετακινήθηκε από τη στήλη όπου στηριζόταν, χωρίς όμως να υποστεί ζημιά και σύντομα την επανέφεραν στη θέση της.
Καθώς μετά την απελευθέρωση, η Λάρισα αναγνωρίσθηκε από το ελληνικό κράτος ως πρωτεύουσα της Θεσσαλίας, φυσικό ήταν να εγκατασταθούν στην πόλη μας πολλές διοικητικές και στρατιωτικές υπηρεσίες. Ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι και υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί πηγαινοέρχονταν τακτικά στη Λάρισα και η έλλειψη κατάλληλου ξενοδοχείου επισημάνθηκε από τον τότε δήμαρχο Διονύσιο Γαλάτη (1887-1891). Καθώς με τη σύμφωνη γνώμη του Δημοτικού Συμβουλίου έλαβε από την Εθνική Τράπεζα δάνειο για να θέσει σε εφαρμογή το νέο σχέδιο της πόλης, ανάμεσα στα άλλα έργα ενέταξε και την κατασκευή πολυτελούς ξενοδοχείου, το οποίο άρχισε να λειτουργεί από το 1887. Ήταν από τα πρώτα επιβλητικά δημόσια κτίρια που δημιουργήθηκαν στην απελευθερωμένη πλέον Λάρισα[3]. Ήταν ένα διώροφο κτίσμα με δεκαοκτώ δωμάτια στον επάνω όροφο και δύο μεγάλες αίθουσες στο ισόγειο. Η πρόσοψη του ορόφου που έβλεπε στη βόρεια πλευρά της πλατείας, έφερε εννέα πυκνά ανοίγματα (πόρτες και παράθυρα). Από τις δύο αίθουσες του ισογείου, η μία στέγαζε εστιατόριο και η άλλη καφεζαχαροπλαστείο. Εννέα μεγάλα τοξωτά ανοίγματα κάλυπταν ολόκληρη σχεδόν την πρόσοψη του ισογείου, η οποία έβλεπε στην οδό Αλεξάνδρας (σήμερα Κύπρου). Τα ανοίγματα αυτά πρόσφεραν άπλετο φωτισμό στις δύο σάλες. Η αρχιτεκτονική του κτιρίου ακολουθούσε τον νεοκλασικό ρυθμό. Ήταν για την εποχή του το σημείο αναφοράς στην πόλη για τους ξένους και έχει αποτυπωθεί σε μερικά χαρακτικά περιηγητών που επισκέφθηκαν την περίοδο εκείνη τη Λάρισα.
Δέκα χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 1897 στα δωμάτιά του φιλοξενήθηκαν οι πολεμικοί ανταποκριτές όλων των μεγάλων τότε εφημερίδων της Ευρώπης και της Αμερικής, καθώς και Έλληνες αξιωματικοί, ενώ στις αίθουσες του ισόγειου όπου σύχναζαν οι ένοικοι του ξενοδοχείου και οι αστοί της πόλης, κατέφθαναν αμέσως τα άσχημα συνήθως νέα από το μέτωπο του πολέμου.
Το ξενοδοχείο παρέμεινε σαν δημοτική επιχείρηση μέχρι την πρώτη δημαρχία του Μιχαήλ Σάπκα (1914-1917). Επειδή η διαχείρισή του ήταν οικονομικά επιζήμια για τον δήμο, ο Σάπκας αποφάσισε την εκποίησή του κατόπιν δημοπρασίας. Τελευταίοι πλειοδότησαν οι αδελφοί Πολύζου[4] από το Συκούριο, στους οποίους περιήλθε η ιδιοκτησία. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου στον επάνω όροφο συνέχισε να λειτουργεί το ξενοδοχείο, ενώ στο ισόγειο υπήρχε για πολλά χρόνια το καφενείο του Μαλάκη, ένα ευρύχωρο λαϊκό καφενείο όπου συγκεντρώνονταν οι αμαξάδες που στάθμευαν τα λαντώ στην βόρεια πλευρά της πλατείας. Δίπλα του στεγάστηκαν κατά διαστήματα και πολλά άλλα καταστήματα.
Το ξενοδοχείο από τη μοίρα του είχε ένα προσδόκιμο επιβίωσης πενήντα τεσσάρων ετών. Ο σεισμός της 1ης Μαρτίου 1941 και οι βομβαρδισμοί το πλήγωσαν σοβαρά. Ο επάνω όροφος κατεδαφίστηκε και μεταπολεμικά διατηρήθηκε μόνον το ισόγειο, στο οποίο λειτούργησαν διάφορα καταστήματα, όπως τα ζαχαροπλαστεία «Ζίννα», «Αστόρια», και άλλα. Όμως η μάστιγα της αντιπαροχής τοποθέτησε στη θέση του κατά τη δεκαετία του 1970 στριμωγμένες, δύο εξαώροφες και άχρωμες οικοδομές χωρίς κανένα αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, οι οποίες σήμερα στεγάζουν καταστήματα και διάφορα γραφεία.
[1]. Σήμερα η επιχρύσωση των γραμμάτων έχει εξαφανισθεί και η ανάγνωσή της επιγραφής είναι δύσκολη, καθώς η γραφή στο μάρμαρο είναι εσώγλυφη.
[2]. Θεσσαλικά Χρονικά, Έκτακτος έκδοσις επί τω εορτασμώ της πεντηκονταετηρίδος από της απελευθερώσεως της Θεσσαλίας, Αθήναι (1935) σ. 23.
[3]. Το ξενοδοχείο αυτό, όπως αναφέρει ο δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας στις «Αναμνήσεις» του «…οικοδομήθη, κατεδαφισθέντων των τουρκικών καφενείων και ψυχαγωγικών κέντρων της τουρκοκρατίας, δημοτικών κτισμάτων και αυτών, πεπαλαιωμένων, επί δημάρχου αειμνήστου Διον. Γαλάτη, με εντελώς νεώτερον αρχιτεκτονικόν ρυθμόν».
[4]. Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας), Τι υπήρχε άλλοτε γύρω από την Πλατεία, εφ. Λάρισα, φύλλο της 17ης Ιουλίου 1972.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com