Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης προβλήθηκε και μια φωτογραφία η οποία παρουσιάζει την περιοχή της Λάρισας "Σάλια" κατά τη διάρκεια της πλημμύρας.
Με την ευκαιρία αυτή στο σημερινό μας σημείωμα θα αναφερθούμε στην όχι και τόσο γνωστή σήμερα περιοχή της Λάρισας Σάλια, δημοσιεύοντας και δύο σπάνιες φωτογραφίες οι οποίες αποτυπώνουν την περιοχή. Η περιοχή Σάλια βρισκόταν δίπλα στη δεξιά όχθη του Πηνειού ποταμού, στα όρια του Αρναούτ μαχαλά (συνοικία του Αγ. Αθανασίου) και Σαρασλάρ (η συνοικία ανάμεσα στον Αρναούτ μαχαλά και τη γέφυρα). Με τα σημερινά δεδομένα τα Σάλια τοποθετούνται περίπου στην περιοχή μεταξύ του κτιρίου του Τεχνικού Επιμελητηρίου και του χώρου όπου γίνεται η Λαϊκή αγορά της Τετάρτης. Η περιοχή αυτή αναφέρεται και από τον ποιητή Σωτήρη Σκίπη, καθώς το πατρικό του σπίτι βρισκόταν στο σημείο όπου σήμερα έχει διανοιχθεί η οδός η οποία φέρει το όνομα του ποιητή.
Η ονομασία Σάλια ήταν γνωστή από την περίοδο της τουρκοκρατίας και έχει σχέση με την μεταφορά ξυλείας από τις δυτικές περιοχές της Θεσσαλίας μέσω της ροής των υδάτων του Πηνειού ποταμού στην περιοχή της Λάρισας. Με απλό τρόπο και εκμεταλλευόμενοι την κίνηση του νερού, έμπειροι και δεξιοτέχνες υλοτόμοι οδηγούσαν τεράστιες ποσότητες τεμαχισμένων κορμών σε μια απλή αποβάθρα κοντά στη γέφυρα, απ' όπου και διανέμονταν σε όλη την περιοχή. Ο τρόπος του ταξιδιού αυτού της ξυλείας παρουσιάζει ενδιαφέρον και θα τον περιγράψουμε, γιατί γινόταν σε μια χρονική περίοδο όπου οι μεταφορές δεν ήταν εύκολες.
Οι υλοτόμοι από τα παλιά χρόνια χρησιμοποιούσαν τη ροή ορισμένων ποταμών για τη μεταφορά ξυλείας. Για τον Πηνειό, η μεν αρχή της χρησιμοποίησής του για τον σκοπό αυτό χάνεται στο απροσδιόριστο παρελθόν, το τέλος της όμως εντοπίζεται στη δεκαετία του 1930, όταν η Θεσσαλία απέκτησε έστω και υποτυπώδες οδικό δίκτυο για την διακίνηση μεγάλων φορτηγών αυτοκινήτων.
Η ροή του νερού στην κοίτη του Πηνειού, του μεγαλύτερου ποταμού της Θεσσαλίας, χρησιμοποιήθηκε σε ολόκληρη τη διαδρομή του μέχρι και τη Λάρισα. Οι μεγάλοι κορμοί των δένδρων από τα δάση που βρίσκονταν κατά μήκος του, τεμαχίζονταν και μεταφέρονταν με τα ζώα μέχρι τις όχθες του Πηνειού, σε καθορισμένα σημεία. Εκεί δένονταν με τριχιές ή σιδερένια τζινέτια (άγκιστρα) και σχηματιζόταν μια σχεδία, πάνω στην οποία όχι μόνο τοποθετούσαν τα ξύλα αγκιστρωμένα, αλλά και επέβαιναν οι άνδρες που τα συνόδευαν. Με τον ίδιο τρόπο δημιουργούσαν πολλές σχεδίες και όταν αποφασιζόταν η μεταφορά, έπλεαν όλες μαζί σε κάποια απόσταση η μία με την άλλη και δημιουργούνταν μια αληθινή νηοπομπή. Προπορευόταν η σχεδία στην οποία βρισκόταν ένας έμπειρος πλοηγός που καθοδηγούσε όλες τις άλλες. Η μεταφορά γινόταν συνήθως άνοιξη και φθινόπωρο, γιατί η ροή του νερού ήταν τότε κάπως σταθερή και η στάθμη του ανεβασμένη. Βέβαια ο τρόπος αυτός ήταν αρκετά δύσκολος και επικίνδυνος. Κατά την πορεία τους μέσα στο ποτάμι η ορμητικότητα του νερού σε ορισμένα σημεία και οι πολλές και μεγάλες καμπύλες που χαρακτηρίζουν την πορεία του Πηνειού στον θεσσαλικό κάμπο, οδηγούσαν τις σχεδίες σε συγκρούσεις και σε πολλές προσαράξεις στις όχθες. Γι' αυτό οι άνθρωποι που υπήρχαν σε κάθε σχεδία ήταν νέοι και δυνατοί ξυλοκόποι, που κρατούσαν μακριά ξύλινα κοντάρια, τα οποία βύθιζαν στον πυθμένα της κοίτης του ποταμού για να δώσουν επιτάχυνση στη σχεδία ή τα ακουμπούσαν στις όχθες για να αποφεύγουν την πρόσκρουση. Οι σχεδίες που μετέφεραν τους κορμούς των δένδρων σε σωρούς σφιχτά στερεωμένους ονομάζονταν "σάλια", ενώ οι ξυλοκόποι που τα συνόδευαν ήταν γνωστοί σαν "σαλτζήδες"[1].
Οι σχεδίες που είχαν στοιβαγμένους τους κορμούς των δένδρων οδηγούνταν τελικά μετά από το μεγάλο ταξίδι, σε μια αποβάθρα η οποία ήταν πρόχειρα κατασκευασμένη στη δεξιά όχθη του Πηνειού, λίγο πριν τη μεγάλη πέτρινη γέφυρα της Λάρισας. Η μεγαλύτερη ποσότητα ξύλου έφθανε στην πόλη μας γιατί εδώ υπήρχε η εντονότερη ζήτηση, τόσο τοπικά όσο και στη γύρω περιοχή[2]. Ουσιαστικά η αποβάθρα ήταν ένα μικρό λιμανάκι, μακριά από την κεντρική ροή του νερού, για να μπορούν να λιμνάζουν οι κορμοί των δένδρων και να μην παρασύρονται. Εκεί οι σαλτζήδες έσερναν τους κορμούς με άγκιστρα έξω από το νερό και τους αποθήκευαν σε μια παραπήνεια έκταση, όπου γινόταν η αρχική προεργασία της ξυλείας σε διάφορες μορφές, ανάλογα με τις παραγγελίες. Έπειτα με διπλόκαρρα μεταφέρονταν είτε στο Ξυλοπάζαρο[3] της Λάρισας είτε και σε μακρινότερες αποστάσεις. Από την παρουσία της αποβάθρας στην οποία κατέληγε το ταξίδι των υλοτόμων με τις σχεδίες (τα σάλια) και από το γεγονός ότι οι περισσότεροι υλοτόμοι (σαλτζήδες ) κατοικούσαν σ' αυτό τον χώρο, η περιοχή ήταν γνωστή ως Σάλια[4] μέχρι τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι και σήμερα στη Λάρισα οικογένειες με το όνομα Σαλτζής οι οποίες κατοικούσαν στην περιοχή του Αρναούτ μαχαλά (συνοικία του Αγ. Αθανασίου)[5].
Τη δεκαετία του 1930 άρχισαν να διαμορφώνονται αμαξιτοί δρόμοι στο εσωτερικό του θεσσαλικού χώρου και ο γραφικός αυτός τρόπος μεταφοράς της ξυλείας σταμάτησε οριστικά.
-------------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Ρούσκας Γιάννης, Ο αργυροδίνης Πηνειός, Αθήνα, σελ. 67-69
[2]. "… ού μόνον καύσιμος ύλη, αλλά και προς οικοδομήν οικιών και προς ναυπηγίαν σημαντικόν ποσόν ξυλικής αποκόπεται κατ' έτος εν τε τη ανατολική πλευρά του Πίνδου, καταφερόμενον δια του Πηνειού εις Λάρισαν…". Γεωργιάδης Νικόλαος, Θεσσαλία, εν Αθήναις (1880) σελ. 10.
[3]. Το Ξυλοπάζαρο ήταν μια κεντρική περιοχή της Λάρισας η οποία μπορεί να οριοθετεί κατά προσέγγιση μεταξύ των σημερινών οδών Παπαναστασίου- Βενιζέλου- Απόλλωνος- Κύπρου. Σ' αυτό υπήρχαν τα καταστήματα στα οποία γινόταν η επεξεργασία και η εμπορία του ξύλου. Έμεινε ιστορική η μεγάλη πυρκαγιά του 1882 στο Ξυλοπάζαρο, η οποία μαζί με τις μεγάλες καταστροφές που επισώρευσε την επόμενη χρονιά (Οκτώβριος 1883) η καταστρεπτική πλημμύρα, επιτάχυναν την εφαρμογή του νέου πρώτου σχεδίου της Λάρισας μετά την απελευθέρωση.
[4]. Ο Θεόδωρος Παλιούγκας , Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ Β΄, Κατερίνη (2007) στη σελ. 640 αναφέρει ότι η περιοχή Σάλια βρισκόταν στη συμβολή των σημερινών οδών Θέτιδος-Καραθάνου-Αθηνάς.
[5]. Αρσενίου Λάζαρος, Η μεταφορά ξυλείας με τα νερά του Πηνειού, περ. Τρικαλινά, τόμ. 14ος, Πρακτικά του 3ου Συμποσίου Τρικαλινών Σπουδών (Τρίκαλα 5-7 Νοεμβρίου 1993), σελ. 190.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com