Ξενοδοχεία δεν υπήρχαν την περίοδο εκείνη στην πόλη, τα χάνια δεν ήταν χώρος κατάλληλος για κατάλυμα, οι χριστιανοί κάτοικοί της δεν διέθεταν κατοικίες ιδιαίτερα ευρύχωρες για να φιλοξενήσουν επιφανείς ξένους, και ο εκάστοτε πασάς της Λάρισας, από τον οποίο ήταν υποχρεωτικό να περάσουν για να ανανεώσουν το "μπουγιουρντί"[1], τους κατηύθυνε στο Επισκοπείο. Το Επισκοπείο ήταν το κτίριο όπου στεγάζονταν τα γραφεία της Μητροπόλεως Λαρίσης, συγχρόνως όμως ήταν και κατοικία του εκάστοτε μητροπολίτη. Βρισκόταν σ' αυτή τη θέση, κοντά στον μητροπολιτικό ναό, για να είναι μακριά από τα μάτια του μουσουλμανικού όχλου, ο οποίος ερεθιζόταν με την παρουσία χριστιανικού ράσου.
Στη σημερινή φωτογραφία απεικονίζεται το Επισκοπείο όπως ήταν καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ήταν ένα πολύ απλό επίμηκες κτίριο που αποτελούνταν από δύο συνεχόμενα τμήματα, το ανατολικό και το δυτικό. Βρισκόταν σε εντυπωσιακή θέση, στη βορειοδυτική γωνία του λόφου της Ακροπόλεως. Η οικοδομή του αναπτυσσόταν κατά μήκος όλης της βόρειας πλευράς του ναού του Αγ. Αχιλλίου. Το δυτικό τμήμα ήταν διώροφο. Χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό στοιχείο του κάτω ορόφου ήταν η κυρία είσοδος μαζί με έξι μεγάλα τοξωτά παράθυρα βόρεια και τέσσερα δυτικά, τα οποία αντιστοιχούσαν στην αίθουσα υποδοχής του Επισκοπείου[2]. Ήταν ένας υπέροχος εξώστης που αγνάντευε την πορεία του Πηνειού στην πόλη και στο βάθος τη θεσσαλική πεδιάδα με τα γύρω βουνά, τον Όλυμπο και την Όσσα. Ο άνω όροφος περιβαλλόταν από μικρά παράθυρα, τα οποία βρίσκονταν σε αντιστοιχία με τα ανοίγματα του ισογείου. Το συνεχόμενο ανατολικό τμήμα του Επισκοπείου ήταν ισόγειο και έφερε μια σειρά από παράθυρα, χωρίς κανένα άλλο διακοσμητικό στοιχείο.
Πότε ακριβώς οικοδομήθηκε το κτίριο του Επισκοπείου δεν είναι γνωστό. Ο ναός του Αγ. Αχιλλίου είναι βεβαιωμένο ότι κτίσθηκε το 1794 κάτω από πιεστικές συνθήκες εκ μέρους των Τούρκων[3]. Το γεγονός του χρονικού περιορισμού της κατασκευής του ναού υποδηλώνει ότι το Επισκοπείο δεν πρέπει να κτίσθηκε συγχρόνως με το ναό, αλλά σε μεταγενέστερο χρόνο. Ο Άγγλος περιηγητής Henry Holland, ο οποίος επισκέφθηκε τη Λάρισα το 1812 αναφέρει για το κτίριο του Επισκοπείου ότι τον εντυπωσίασε κυρίως η θέση του[4], ενώ ο J. L. Ussing το 1846 γράφει ότι: "…η μητροπολιτική κατοικία δεν διαφέρει σε τίποτε από τα άλλα τουρκικά σπίτια. Με δέχθηκαν σε ένα ορθογώνιο δωμάτιο, οι τρεις πλευρές του οποίου, κατά την συνήθεια, καταλαμβάνονταν από ένα ντιβάνι, ενώ στην τέταρτη πλευρά βρισκόταν η πόρτα. Στην πλευρά που ήταν απέναντι από την είσοδο ανοιγόταν μια συνεχής σειρά παραθύρων, χάρη στα οποία είχα διαρκώς μια υπέροχη θέα"[5].
Και άλλοι περιηγητές έδωσαν παρόμοιες περιγραφές του Επισκοπείου. Το κτίσμα δεν τους εντυπωσίαζε, όμως όλοι τους δεν παρέλειπαν να περιγράψουν στα οδοιπορικά τους τη θέα που αντίκριζαν από τη θέση του αυτή με σπουδαία λογοτεχνική διάθεση[6].
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890 άρχισαν εργασίες ανανέωσης του μητροπολιτικού ναού. Το 1893 κατεδαφίσθηκε όλο το κτίσμα του Επισκοπείου. Περί το 1900 κατασκευάσθηκε η δυτική πλευρά με την προσθήκη και δύο ψηλών κωδωνοστασίων[7]. Εν συνεχεία κατεδαφίσθηκε ολόκληρη η βασιλική και τον Σεπτέμβριο του 1907 έγιναν τα εγκαίνια του νέου προπολεμικού ναού του Αγίου Αχιλλίου, η ζωή του οποίου όμως υπήρξε σύντομη, καθώς ο σεισμός του 1941. τον κατέστρεψε ολοσχερώς
---------------
[1]. Μπουγιουρντί σημαίνει διαταγή και ήταν ένα έγγραφο υπογεγραμμένο από Οθωμανό αξιωματούχο, με το οποίο εφοδιάζονταν οι ταξιδιώτες και το επιδείκνυαν σε κάθε ζήτηση, για να μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα όταν διέσχιζαν τουρκοκρατούμενες περιοχές. Ήταν κάτι σαν το σημερινό διαβατήριο.
[2]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Β’, Κατερίνη (2007) σ. 530
[3]. Κτίστηκε μέσα σε 36 ημέρες και έμεινε γνωστή σαν Βασιλική του Καλλιάρχη από τον κτήτορα του ναού μητροπολίτη Διονύσιο τον Καλλιάρχη (1791-1806), γόνο αρχοντικής οικογένειας της Κωνσταντινουπόλεως και πολύ μορφωμένο ιεράρχη.
[4]. «Μπήκαμε στην πόλη και κατευθυνθήκαμε στην μητροπολιτική κατοικία, αν μπορεί να ονομασθεί έτσι ένα παλιό και ακανόνιστο κτίσμα, σε κάποιο ύψωμα πάνω από τον Πηνειό, χωρίς άλλη λαμπρότητα εκτός από εκείνη της θέσης του και με τη μοναδική πρόσβασή του εξαιρετικά δύσκολη και επικίνδυνη. Ωστόσο βρήκαμε το εσωτερικό του κτιρίου πολύ πιο άνετο από όσο προδιέθετε το εξωτερικό του». Henry Holland, Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia &c, during the years 1812 and 1813, London (1815) σ. 254.
[5]. Ussing J. L., Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1846, μετάφραση Τόμης Αλεξόπουλος, Θεσσαλικό Ημερολόγιο., τόμ. 42 (2002) σελ. 25.
[6]. «…η φύση το ομόρφυνε με την πλέον μεγαλειώδη θέα. Πελώρια πλατάνια μισοέκρυβαν τα ασπριδερά κύματα του Πηνειού, ο οποίος κυλούσε ήρεμα μερικά βήματα μακριά από το Επισκοπείο… Απέναντι διακρίναμε τον μεγαλειώδη θόλο του Ολύμπου, στεφανωμένο από λευκά σύννεφα, και τα βλέμματά μας στάθηκαν προς τα δεξιά μας, στην αρμονική οροσειρά του Κισσάβου, στεφανωμένη με μια πλατειά πυραμίδα. Να τι βλέπαμε από τα παράθυρα της αίθουσας υποδοχής του Επισκοπείου». Raoul de Malherbe, Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1843, μετάφραση Χριστίνα Polese, επιμέλεια Gino Polese, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμ. 49 (2006) σ. 22.
[7]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Οι νεοκλασικές επεμβάσεις στο ναό του Αγίου Αχιλλίου της Λάρισας, στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αι. Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης, Λάρισα 11 Οκτωβρίου 2003, «Ο Νεοκλασικισμός στη Θεσσαλία, μέσα 19ου – 1920», Λάρισα (2005) σ. 166-179.
* Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com