Ό,τι απέμεινε απ' αυτό, το αντικρίζουμε σήμερα στο ψηλότερο σημείο ενός πανάρχαιου τεχνητού λόφου, στον οποίο κατά τους αρχαίους χρόνους βρίσκονταν η Ακρόπολη της Λάρισας, σημαντικά μνημεία και ναοί καθώς και το αρχαίο Θέατρο στις νότιες παρυφές του. Το 1990 σε άρθρο των αρχαιολόγων Machiel Kiel και Λάζαρου Δεριζιώτη[1] δημοσιεύθηκε σχεδιαστική αποκατάσταση του κτιρίου, έπειτα από σχολαστική έρευνα του αρχιτέκτονα Gert Schneider. Από ελεύθερη απόδοση του σχεδίου αυτού προέρχεται η δημοσιευόμενη εικόνα.
Το Μπεζεστένι ήταν μια σκεπαστή αγορά, η οποία είχε κτισθεί από του Οθωμανούς κατά την πρώιμη περίοδο της τουρκοκρατίας. Η ακριβής χρονολογία κατασκευής του δεν μας είναι γνωστή. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν σήμερα ότι κτίστηκε στα τέλη του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα (μεταξύ των ετών 1484-1506). Έχει εξωτερικές διαστάσεις 30 χ 20 μέτρα και είναι κτισμένο με οικοδομικό υλικό παλαιοτέρων κτιρίων, με μεγάλους ορθογώνιους λίθους και τμήματα κιόνων, όπως εξ άλλου συμβαίνει με όλα τα μεγάλα οθωμανικά κτίρια της εποχής[2].
Η ονομασία Μπεζεστένι έχει τη ρίζα της στην περσική λέξη bez, που σημαίνει ύφασμα και ουσιαστικά ο όρος ερμηνεύεται ως αγορά υφασμάτων. Με τον καιρό όμως επειδή μέσα στο χώρο αυτό φυλάσσονταν και πωλούνταν εκτός από υφάσματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα (χρυσός, ασήμι, κοσμήματα, πολύτιμες πέτρες) και αποθηκεύονταν σημαντικά έγγραφα, νομίσματα, βαρύτιμες περιουσίες κλπ., μετατράπηκε σε μια αυστηρά φυλασσόμενη αγορά, με την παρουσία οπλισμένου νυκτοφύλακα[3]. Έφερε θολωτή στέγη με έξη πλινθόκτιστους θόλους, σκεπασμένους εξωτερικά με μολύβι αντί κεραμιδιών, όπως ακριβώς παρατηρούμε σήμερα στους τρούλους των καθολικών των μοναστηριών του Αγίου Όρους. Εξωτερικά, όπως διακρίνεται και στο σχέδιο, υπήρχαν περιμετρικά σε όλες τις πλευρές του συνολικά 19 σκεπασμένα καταστήματα, η σειρά των οποίων διακόπτονταν μόνον από τις πύλες εισόδου με τις σιδερόφρακτες πόρτες.
Στα χρόνια που ακολούθησαν και για τρεις περίπου αιώνες το Μπεζεστένι αποτέλεσε το κέντρο της οικονομικής δραστηριότητας της αγοράς της Λάρισας. Πολλοί περιηγητές, όπως οι Τούρκοι Χατζή Κάλφα (1648) και Εβλιγιά Τσελεμπί (1668), ο Γάλλος Robert de Dreux (1669), ο Σουηδός Ιωνάς Bjiornstahl (1779) και άλλοι που το επισκέφθηκαν, το αναφέρουν σαν σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης του εμπορίου της πόλης. Όμως τρεις αιώνες αργότερα, το 1799, μια πυρκαγιά από υπαιτιότητα του φύλακα του κτιρίου[4], είχε σαν αποτέλεσμα να καταστραφεί το εσωτερικό του, να καταπέσει η σκεπή με τους έξη μολυβένιους τρούλους της και ως εκ τούτου να σταματήσει η λειτουργία του. Αργότερα έγιναν κάποιες επισκευές, μετατράπηκε από τους Οθωμανούς σε αποθήκη πυρομαχικών και τελικά επιχωματώθηκε πολύ ψηλά, μέχρι το ύψος των τοίχων. Σε αυτή την κατάσταση βρέθηκε κατά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881. Είχε γίνει τόσο απελπιστική η εμφάνισή του από την εγκατάλειψη ώστε επικρατούσαν μεταξύ πολλών Λαρισαίων σκέψεις και προτάσεις να κατεδαφισθεί[5]. Κατά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και την εποποιία του 1912, επάνω στο μπαζωμένο ερείπιο οι ελληνικές στρατιωτικές υπηρεσίες τοποθετούσαν τηλεσκόπια με τα οποία παρακολουθούσαν από μακριά τις πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Μελούνας, όπου βρίσκονταν τότε τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα στον περιβάλλοντα υπαίθριο χώρο του αποθηκεύτηκαν οι διάσπαρτες μέχρι τότε αρχαιότητες, τις οποίες σταδιακά συγκέντρωναν πολλοί ευαίσθητοι πολίτες και εκπαιδευτικοί της Λάρισας, ενώ η αρχαιολογική υπηρεσία με πρωτοβουλία του Εφόρου Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας Αρβανιτοπούλου έκτισε έξω από τη νότια πλευρά του υπόστεγο για να στεγάσει τις επιγραφές και τα πιο πολύτιμα αρχαιολογικά ευρήματα.
Καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα ο μεγάλος τετράγωνος όγκος της παλιάς τουρκικής αγοράς έστεκε στην άκρη του λόφου σαν διακοσμητικό στοιχείο των κέντρων διασκέδασης που υπήρχαν μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, χωρίς καμία φροντίδα ή συντήρηση. Την δεκαετία του 1980 η αρχαιολογική υπηρεσία αφαίρεσε προσεκτικά την επιχωμάτωση, συντήρησε το κτίσμα με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια, και πριν μερικά χρόνια έγινε συντονισμένη μελέτη αποκατάστασης του κτιρίου. Μένει πλέον η υλοποίηση της μελέτης. Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, οι προϋποθέσεις για την έναρξη των εργασιών αποκατάστασής του προβλέπεται ότι θα αρχίσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα και απλώς ακόμη συζητείται ποία θα είναι η χρήση του όταν θα ολοκληρωθεί.
[1]. Machiel Kiel και Δεριζιώτης Λάζαρος, The old Bedesten of Larissa (Yenisehir) in restoration, 7th International Congress of Turkish Art, Βαρσοβία (1990) σελ. 139-145.
[2]. Σδρόλια Σταυρούλα, Το μπεζεστένι και η περιοχή του λόφου του Φρουρίου στο Βυζάντιο και την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στο συλλογικό έργο: Το Μπεζεστένι και οι αγορές της Λάρισας από τα αρχαία έως τα νεότερα χρόνια, Λάρισα (2001) σελ. 11-19.
[3]. Μουσιώνη Λίνα, Μια μέρα στο Μπεζεστένι, Λάρισα (2001) σ. 9.
[4]. Για το περιστατικό αυτό ο Ιωάννης Οικονόμου Λογιώτατος ο Λαρισαίος αναφέρει: «..αλλ’ εις μίαν πυρκαϊάν εις τα 1799 εκάηκεν από την ανοησίαν του φυλακάτορος και τώρα μόνον τα τείχη σώζονται και μερικοί κουμπέδες (τρούλοι)». Βλέπε: Ιωάννης Οικονόμου-Λογιώτατος, Ιστορική τοπογραφία της τωρινής Θεσσαλίας (1817), εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια Κώστας Σπανός, Λάρισα, 2005.
[5]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1821), τόμ Β΄, Κατερίνη (2007) σ. 651.
* Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com