Ειδικά στη Λάρισα πραγματοποιείται με μεγάλη επισημότητα από τα μέσα του 19ου αιώνα[1]. Μάλιστα ήταν τέτοια η ανταπόκριση του κοινού για την εορτή και έξω από την πόλη μας, ώστε να είναι μία από τις λίγες εκδηλώσεις της Λάρισας που έχουν αποτυπωθεί φωτογραφικά ακόμα και από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα φωτογραφίες και επιστολικά δελτάρια με την τελετή αυτή, που δείχνουν την μαζική προσέλευση του κόσμου στη γέφυρα και τις όχθες γύρω από το ποτάμι, να παρακολουθεί το γεγονός.
Στην εβδομαδιαία εφημερίδα της Λάρισας "Όλυμπος"[2] δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 15ης Ιανουαρίου 1900 ρεπορτάζ από την τελετή των Θεοφανίων, το οποίο λόγω του ενδιαφέροντός του θα παραθέσουμε ολόκληρο. Η γραφή είναι στην απλή καθαρεύουσα της εποχής, είναι κατανοητή και ασχολείται βασικά με τρία θέματα. Το πρώτο αφορά την περιγραφή των γυναικών της Λάρισας και μεταξύ των άλλων δεν αφήνει ασχολίαστο το γεγονός ότι οι ατθίδες της εποχής εκείνης στην πόλη μας δεν φορούσαν στηθόδεσμο όπως αλλού. Τώρα τι σχέση έχει η εορτή των Θεοφανίων με τον "επάρατον στηθόδεσμον" των γυναικών, προσωπικά δεν έχω καταλάβει. Στο δεύτερο θέμα καταγράφει το τελετουργικό της κατάδυσης του Σταυρού, κάπως διαφορετικό απ' ό,τι γίνεται σήμερα και στο τρίτο θέμα καταλογίζει ευθύνες για τον θάνατο ενός εκ των κολυμβητών στην προσπάθεια να ανασύρει τον Σταυρό. Το κείμενο είναι ανυπόγραφο, αλλά συντάκτης του πρέπει να είναι ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Ιωάννης Τσαπαλίδης. Ας το απολαύσουμε.
"Η λαμπροτέρα ημέρα του ενιαυτού, καθ' ήν τα ύδατα πάντα αγιάζονται δια της καταδύσεως του τιμίου και ζωοποιού σταυρού, λαμπρά και φωτοβόλος και ηλιοκαής ανέτειλεν εν Λαρίσση. Αμφιβάλλω αν τοιαύτην ημέραν είδεν ετέρα πόλις της Ελλάδος, καθώς επίσης αμφιβάλλω αν ετελέσθη καλλιτέρα τελετή αλλαχού της Πατρίδος ημών. Από της πρωίας ο κόσμος προσήρχετο αθρόως εις τον ναόν τον Μητροπολιτικόν, κατόπιν δε κατέκλυζε τας πέριξ όχθας του μεγαλοπρεπούς Πηνειού και τους περί αυτόν λόφους και τα διάφορα υψώματα και την ποιητικωτάτην αμμουδιάν την φιλουμένην επιχαρίτως υπό του Ποταμού.
Και είδον εκεί καλλονάς Θεσσαλικάς πλείστας όσας, το πρώτον ίσως συγκεντρουμένας επί το αυτό και εθαύμασα τας γυναίκας και τας κόρας της Λαρίσσης με το θαυμάσιον τσεμπέρι και το επιβλητικόν εκείνο βάδισμα. Ώσπερ νήσσαι βαδίζουσιν αι περικαλλείς Λαρισαίαι, εν όλη δε τη απλότητι και τη αφελεία σοι εμποιούσι θαυμασίαν εντύπωσιν. Το αφελές και το απλούν είναι και επιβάλλον, ουχί δε το προσποιητικόν και ο πιθηκισμός ο παρατηρούμενος αλλαχού! Και ο πιθηκισμός και το προσποιητικόν είναι ο δήθεν πολιτισμός. Προτιμώ εγώ το οπισθοδρομικόν, κύριοι, προκειμένου περί ζητήματος τοιούτου. Η γυνή πρέπει να είναι αφελής. Τότε είναι ωραιοτέρα. Τότε είναι αξίωμα. Τουλάχιστον εγώ δεν μεταβάλλω γνώμην. Αι πλείσται εν Λαρίσση δεν φέρουν μάλιστα στηθόδεσμον. Ευχής έργον ήθελεν ήσθαι αν πάσαι αι γυναίκες της Ελλάδος δεν έφερον τον επάρατον τούτον στηθόδεσμον. Πόσον θα ήσαν ωραιότεραι και τελειότεραι.
Εις την εορτήν λοιπόν την θαυμασίαν της Λαρίσσης προσήρχετο κόσμος άπειρος μειδιών και χαρίεις, μέχρις ού η ώρα η ορισθείσα δια την κατάδυσιν είχεν σημάνει. Η πομπή εξεκίνησεν εκ του ναού μαγαλοπρεπώς, ακολουθούντων πάντων των εν τέλει και του Αρχιεπισκόπου Αμβροσίου του Πλαταμώνος[3] χοροστατούντος. Διελθούσα δε την ωραίαν γέφυραν, έφθασεν εις την εξέδραν την παρά το Αλκαζάρ[4]. Ο Αρχιερεύς ακολουθούμενος υπό των ιερέων και διακόνων, ανήλθεν επ' αυτής και ανέγνω τας ποιητικοτάτας εκείνας ευχάς του αγιασμού μετά θαυμαστής όντως ευγλωττίας και χάριτος, σπάνιον εις τους αναγινώσκοντας ευχάς κληρικούς, τους εξ έξεως τρώγοντας τας λέξεις και τας συλλαβάς. Ο Αρχιερεύς Αμβρόσιος καθαρώτατα και ηχηρώς αναγιγνώσκων τας ευχάς ταύτας, τους πάντας κατέθελξε και συνεκίνησε. Οθωμανός εκ των εγκρίτων πλησίον εκεί πού ευρισκόμενος, εξέφερε τον θαυμασμόν του επί τούτω. Μόλις ήρξατο ο Αρχιερεύς ψάλλων το "Εν Ιορδάνη", ο λαός απεκαλύφθη και ώρμησεν εκεί ίνα λάβη ύδωρ ηγιασμένον από των χειρών του Αρχιερέως και πίη εξ αυτού, ραντίση δε και τον σπόρον ίνα παραγάγη η γη αφθόνους τους δημητριακούς. Γενέσθω ίλεως ο ύψιστος επί της πεινώσης Θεσσαλίας. Εκ του αγιασμού λαμβάνουσι μετά σεβασμού και οι Οθωμανοί βέηδες και ραντίζουσι τα τσιφλίκια των. Τέλος ο Αρχιεπίσκοπος κατήλθε της εξέδρας και μετά της αυτής ής και πρότερον πομπής εξεκίνησε και αύθις προπορευομένων των εξαπτερύγων, των ιερέων και των διακόνων και ακολουθούντος πλήθους λαού και έφθασεν εις το κέντρον της γεφύρας , όπου ήσαν παρατεταγμέναι δεκάδες τινες ευτόλμων κολυμβητών, αναμενόντων από πρωίας γυμνών την ώραν της καταδύσεως. Το έθιμον τούτο του κολυμβήματος του επικινδύνου, ως απεδείχθη εκ του κατόπιν δυστυχήματος, δεν μου αρέσκει. Υψώ φωνήν δια την κατάργησιν. Ο Αρχιερεύς ευλογήσας το πλήθος έρριψε τον σταυρόν εις τον ποταμόν, του στρατού παρουσιάσαντος όπλα και του λαού μετ' ευλαβείας αποκαλυφθέντος. Οι κολυμβηταί ήσαν πάντες εν τω ποταμώ προς ανεύρεσιν του σταυρού, όν και ανεύρον και έφερον και αύθις επάνω προς άγραν …δεκαρών. Δυστυχώς κολυμβητής τις παρασυρθείς υπό του ρεύματος επνίγη ενώπιον τόσου πλήθους, συγκινηθέντος εκ του σπαρακτικού θεάματος. Εντύπωσιν οικτράν ενεποίησεν η αναλγησία των κολυμβητών των μη ριφθέντων εις τον ποταμόν, προς διάσωσιν του αδικοπνιγέντος παιδίου. Αν επρόκειτο να ριφθή και έτερος σταυρός τάχα θα έμεινον απλοί ούτοι θεαταί; τις οίδε! Τέλος η πανήγυρις των Θεοφανίων θα ήτο λαμπροτάτη, ως ήτο, και μάλλον χαρμόσυνος αν δεν συνέβαινε το τους πάντας καταθλίψαν δυστύχημα. Εν προσεχεί μέλλοντι ας παύση το κολύμβημα τούτο το οποίον εκτός του ότι είναι επικίνδυνον είναι και ουχί ευχάριστον δια τους θεατάς, μη έχοντας τόσην διάθεσιν να βλέπωσι γυμνά και τρέμοντα εκ του ψύχους σώματα".
---------------------------------------------------------------
[1]. Μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856) επετράπη από την Οθωμανική Διοίκηση της Λάρισας, ύστερα από αίτημα του Έλληνα πρόξενου, να γίνεται η τελετή της κατάδυσης του Σταυρού από την μεγάλη γέφυρα στα νερά του Πηνειού, Μέχρι τότε γινόταν μέσα στην εκκλησία.
[2]. Ο Θρασύβουλος Μακρής περιγράφει ως εξής την έκδοση της εφημερίδας "Όλυμπος": "Το 1891 εγκατεστάθη εκ Βόλου εις την πόλιν μας ο ιδιοκτήτης πλουσίου Τυπογραφείου Βασίλειος Ρουσόπουλος, όστις τη συνεργασία του καθηγητού τού ανασυσταθέντος το έτος τούτο Διδασκαλείου Θεσσαλίας Κωνσταντίνου Τσούλκα κατ' αρχάς, αργότερον δε του δεινού αρθρογράφου γηραιού Ιωάννου Τσαπαλίδου και του φοιτητού τότε της Ιατρικής Κωνστ. Δ. Βλάχου (δημάρχου από το 1917-1919), ήρχισεν εκδίδων αξιόλογον από πάσης απόψεως εβδομαδιαίαν εφημερίδαν υπό τον τίτλον "Όλυμπος", εκτυπουμένην εις πρωτόγονον "Γουτεμβέργειον" πιεστήριον. Αξιζει να σημειώσωμεν ότι το πιεστήριον τούτο ανήκον άλλοτε εις το Εθνικόν Τυπογραφείον, είχε σταλεί ως δώρον κατά τας αρχάς του 1825 υπό των εν Παρισίοις σπουδαστών Ελλήνων και τινων Γάλλων Φιλελλήνων εις την εν Μεσολογγίω εγκατασταθείσαν υπό τον Αλέξανδρον Μαυροκορδάτον "Προσωρινήν Ελληνικήν Διοίκησιν", εις αυτό δε εξετυπούτο η επίσημος αυτής εφημερίς "Ελληνικά Χρονικά", των οποίων δύο-τρία φύλλα κατέχομεν. Το ιστορικόν τούτο πιεστήριον περιελθόν εις χείρας μας κατόπιν δημοπρασίας, είχομεν την καλήν διάθεσιν να δωρήσωμεν εις το Εθνολογικόν μας Μουσείον, πλην οι νεώτεροι Όστρο-Ούνοι-Γότθοι-Ιταλογερμανοί κατακτηταί της δυσμοίρου Πατρίδος μας, μάς το εσφετερίσθησαν, ενώπιον μας δε τον Ιούνιον του 1941 διαλύσαντες και τεμαχίσαντες αυτό, το εφόρτωσαν μετά των άλλων μεταλλικών και παρομοίων ειδών του τυπογραφείου μας, το απέστειλαν δια Θεσσαλονίκης εις Γερμανίαν προς κατασκευήν βομβών και άλλων πολεμοφοδίων".
[3]. Τον Ιανουάριο του 1900 ο Πλαταμώνος Αμβρόσιος είχε επιλεγεί ήδη ως μητροπολίτης Λαρίσης, αλλά το βασιλικό διάταγμα είχε καθυστερήσει να δημοσιευθεί στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως και η ενθρόνισή του στη Λάρισα έγινε ένα μήνα αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1900.
[4]. Η εξέδρα στηνόταν στο ύψος όπου σήμερα βρίσκεται η αναθηματική στήλη των πεσόντων αξιωματικών του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Ένα μέρος της εξέδρας προεξείχε και μέσα στην κοίτη του ποταμού.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com