Μια ομάδα έξι νεαρών με κουστούμι και γραβάτα, μια ηλιόλουστη γιορτινή ημέρα, κατά τη διάρκεια της βόλτας αποφάσισε να φωτογραφηθεί στα σκαλιά του Λόφου. Η στάση τους θυμίζει χορευτική φιγούρα, οι αποστάσεις μεταξύ τους είναι συμμετρικές και βρίσκονται στο ψηλότερο σημείο της κλίμακας. Πίσω τους διακρίνεται μέρος από το νότιο καμπαναριό του προπολεμικού ναού, γεγονός το οποίο χρονολογεί τη λήψη της φωτογραφίας στα πριν από το 1940 χρόνια. Τη φωτογραφία αυτή μού την έστειλε πριν δύο περίπου χρόνια φίλος αναγνώστης, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Δυστυχώς δεν είχα την πρόνοια τότε να κρατήσω την ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα και έτσι δεν μπορώ να γνωρίζω ποιοί απεικονίζονται στη φωτογραφία. Εάν διαβάσει το σημερινό σημείωμα, θα τον παρακαλούσα να επικοινωνήσει μαζί μου.
Με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα να αναφέρω ορισμένα ιστορικά στοιχεία για τα σκαλοπάτια αυτά. Οι πληροφορίες προέρχονται από το συμφωνητικό αρ.16008 του συμβολαιογράφου της Λάρισας Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, που εντόπισε ο καθηγητής Κώστας Θεοδωρόπουλος, ερευνητής και συλλέκτης, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Γ.Α.Κ. Λάρισας), ο οποίος και μου προμήθευσε φωτοτυπία του.
Στις 13 Ιανουαρίου 1894 ο συμβολαιογράφος Ιωαννίδης πήγε στο δημαρχιακό κατάστημα, το οποίο στεγαζόταν στην κατοικία του πρώτου δημάρχου της Λάρισας Χασάν Ετέμ (1881-1882)[1]. Παρουσία δύο μαρτύρων, ο Αχιλλεύς Αστεριάδης, δήμαρχος Λαρίσης[2], ως αντιπρόσωπος του ομώνυμου Δήμου και ως πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού του Αγίου Αχιλλίου, συμφώνησε με τον Αντώνιο Ν. Ρίζου[3], ο οποίος ήταν εργολάβος δημοσίων και δημοτικών έργων «την κατασκευήν κλίμακος και λοιπών έργων προς εξωραϊσμόν του ενταύθα Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Αχιλλίου» αντί ποσού 10.200 δραχμών.
Στο συμφωνητικό αναγράφονται οι υποχρεώσεις του εργολάβου, μερικές από τις οποίες ορίζουν ότι η έναρξη των εργασιών θα έπρεπε να γίνει μέσα σε ένα μήνα από την υπογραφή του συμφωνητικού και μέσα σε ένα χρόνο το έργο θα πρέπει να έχει περατωθεί, αλλιώς θα υπήρχε ποινική ρήτρα. Τα υλικά τα οποία θα προέρχονταν από την εκχωμάτωση της κλίμακας[4] και των γύρω δρόμων, θα μεταφορτώνονταν σε άλλα σημεία του ναού για να ενισχυθεί το έδαφος και να ισοπεδωθεί ο προαύλιος χώρος. Οι απαιτούμενες πέτρες και τα μάρμαρα για τα σκαλοπάτια[5] θα προέρχονταν από το λατομείο του Τυρνάβου και της Χασάμπαλης.
Ενώ μετά το 1900 ο ναός άρχισε σταδιακά να κατεδαφίζεται για να ανεγερθεί η λαμπρή προπολεμική εκκλησία αναγεννησιακού ρυθμού, η κλίμακα διατηρήθηκε μέχρι το 1972, όταν άρχισαν επί δημαρχίας Θάνου Μεσσήνη οι εργασίες εξωραϊσμού της δυτικής πλευράς του λόφου, αυτή η οποία υπάρχει και σήμερα. Επειδή η καταστροφή της κλίμακας του Αγ. Αχιλλίου έγινε σχετικά πρόσφατα, πιστεύεται ότι θα υπάρχουν ακόμη πολλοί παλιοί Λαρισαίοι οι οποίοι την ανεβοκατέβηκαν[6].
[1]. Η κατοικία του Χασάν Ετέμ βρισκόταν, όπως αναφέρεται στο συμφωνητικό, στην περιοχή της Λάρισας Ramazan Atik. Ο Θεόδωρος Παλιούγκας (Η Λάρισα κατά την τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Β΄, Κατερίνη, 2007, σελ.741) αναφέρει ότι η εν λόγω περιοχή βρισκόταν νότια της κεντρικής πλατείας. Όμως από τη δωρεά του οικοπέδου 4.000 τ. μ. από τον Χασάν Ετέμ προς ανοικοδόμηση ναού για τις ανάγκες των χριστιανών του Καραγάτς μαχαλά (συνοικία Αγ. Κωνσταντίνου), γνωρίζουμε ότι η κατοικία του βρισκόταν σ' αυτή την περιοχή.
[2]. Η πρώτη του θητεία ως δημάρχου ήταν την τετραετία (1891-1895), διαδεχθείς τον Διονύσιο Γαλάτη (1887-1891). Η καταγραμμένη από τον Βάσο Καλογιάννη δεύτερη τετραετία στον δημαρχιακό θώκο του Διονυσίου Γαλάτη, δεν ευσταθεί. Η αναφορά στο συμφωνητικό του Αχιλλέα Αστεριάδη ως προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Αγίου Αχιλλείου απορρέει από την ιδιότητά του ως δημάρχου, καθ' όσον πρόκειται περί του μητροπολιτικού ναού, αλλά και ως ενορίτη, αφού η κατοικία του βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Κούμα και Ασκληπιού.
[3]. Ο Αντώνιος Ρίζου (όπως υπέγραφε) ήταν πατέρας του γυναικολόγου ιατρού Αθανασίου (Νάσου) Ρίζου και της Ευφροσύνης (Φρόσως), συζύγου του Πάνου Σάπκα, μικρότερου αδελφού του δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα. Όπως αναφέρει η εγγονή του Λίλα Ρίζου, ο ίδιος κατασκεύασε επίσης το 1911 το αρχοντικό του υφασματέμπορου Αντωνιάδη στην οδό Παπακυριαζή, το οποίο το 1930 περίπου το αγόρασε ο Ιωάννης Αλεξάνδρου, καθώς και το αρχοντικό του Μιχ. Σάπκα το 1913 στη γωνία των σημερινών οδών Κύπρου-Παναγούλη.
[4]. Η κλίμακα αυτή συνέδεε την δυτική πλευρά του προαύλιου χώρου του καθεδρικού ναού με τον δρόμο που δημιουργήθηκε κατά μήκος της δεξιάς όχθης του Πηνειού και μ’ αυτόν τον τρόπο γινόταν ευκολότερη η προσπέλαση της γέφυρας του Πηνειού, ειδικά κατά την ημέρα της εορτής των Θεοφανείων και της κατάδυσης του Σταυρού στα νερά του ποταμού. Πριν από την κατασκευή αυτής της κλίμακας, η πορεία της θρησκευτικής πομπής των Θεοφανείων ακολουθούσε έναν στενό, δύσβατο και ανηφορικό λιθόστρωτο δρόμο, ο οποίος περνούσε δίπλα από το χάνι των αδελφών Σαχίνη, όπου από το 1905 στεγάζονταν οι ποινικές φυλακές και κατέληγε στην είσοδο της γέφυρας.
[5]. Το ύψος της κλίμακας ήταν μεγάλο και ο αριθμός των βαθμίδων υπολογίζεται, από τις διάφορες φωτογραφίες που υπάρχουν, περίπου σε πενήντα. Κάθε δέκα βαθμίδες υπήρχε πλατύσκαλο, ενώ το εύρος της, ήταν αρκετά μεγάλο, ικανό για να διέρχεται η πομπή χωρίς να αλλοιώνεται ο σχηματισμός της.
[7]. Ιστορικές έχουν μείνει οι διαβάσεις της κλίμακας αυτής, στην κάθοδο, με το αυτοκίνητο από τον τολμηρό οδηγό Μιχάλη Ζέϊκο το 1938 και στην άνοδο, με το άλογο από τον Γιάννη Δαλθανάση το 1949.
* Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com