Είναι όμως και ο μήνας των εξωτερικών εχθρών του σιταριού, όπως είναι τα ξαφνικά μπουρίνια, οι αρουραίοι, οι κάργες, οι ακρίδες, οι πελαργοί, τα σκαθάρια και ο άκαρδος ο λίβας, που σεργιανάει εδώ κι εκεί και ξεραίνει ό,τι βρει στο πέρασμά του. Πρώτα οι παγωνιές του χειμώνα κι ύστερα ο λίβας, ελαφρώνουν το σπυρί και βαραίνουν τη στενοχώρια του παραδοσιακού καλλιεργητή, που σκυμμένος με το δρεπάνι στο χέρι, κόβει με περίσσεια γρηγοράδα, ενώ σηκώνει το κεφάλι, μόνο όταν θελήσει να πιει το δροσερό νερό της στάμνας κι όταν θ` ακούσει τα σύννεφα να συγκρούονται και να ετοιμάζουν τη βροχή ή το χαλάζι…
Ο πατέρας του διδακτικού έπους, ο Ησίοδος, στο έργο του «Έργα και Ημέραι», δίνει στον αδερφό του Πέρση - που προσπαθεί με δόλιο τρόπο να του αρπάξει το μερίδιο της πατρικής περιουσίας - χρήσιμες κι ενδιαφέρουσες συμβουλές: (…) Όταν ο φεροσπίτης (σαλιγκάρι) ανεβαίνει από τη γη στη φλούδα των δέντρων, είναι καιρός να τροχίζεις τα δρεπάνια σου… Κι όταν οι Πλειάδες (Η Πούλια που σέρνει έξι αστέρια) αρχίζουν να ανεβαίνουν στον ουρανό, ξεκίνα το θερισμό… Ο Θεόκριτος, στο Ειδύλλιό του, «Εργατίναι ή θερισταί», βάζει δυο φίλους, ενώ θερίζουν, να μιλούν για τα ερωτικά τους και να υμνούν τη θεά Δήμητρα: (…) Ω καρποφόρα Δήμητρα με τα πολλά τα στάχυα, κάνε μας το χωράφι να γίνει ευκολοδούλευτο κι ο θερισμός πολύς. Σφίγγετε τα δεμάτια σας, καλοί μου θεριστάδες… Απ` την κομμένη τη μεριά βάλτε τα δεμάτια να βλέπουν στο βοριά ή και στο ηλιοβασίλεμα, για να τραβήξει ο καρπός της καλαμιάς το γάλα(…) 42-45.
Στην «Ειρήνη» ο Αριστοφάνης, στέλνει τον αγρότη Τρυγαίο, καβάλα σ` ένα τεράστιο σκαθάρι, στον Όλυμπο, να πείσει τους θεούς, μπας και σταματήσουν τον πόλεμο (Πελοποννησιακό). Δεν τους βρίσκει εκεί κι αφού απελευθερώνει τη φυλακισμένη Ειρήνη, επιστρέφει θριαμβευτής στην Αθήνα, ενώ ο Δρεπανουργός, με τον γυρισμό των πολεμιστών στις εστίες τους και τα χωράφια τους, κάνει «υπερωρίες» και επαινεί τον Τρυγαίο, λέγοντας: (…) Ω Τρυγαίε αγαπημένε, τόσα καλά μας έφερες / με την ειρήνη που έκανες· πρώτα, κανένας / δεν αγόραζε δρεπάνι ούτε μια δεκάρα, / τώρα, πουλάω και με πέντε δραχμές το ένα(…)
Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (1901-1982), σημαντικός συγγραφέας, ποιητής, εκπαιδευτικός, ονομάζει τον χρυσαφένιο καρπό, «κύριο της γης» και λέει: (…) Είναι το μελίχρυσο σπυράκι του σιταριού που ανεβαίνει από τη ρίζα του καταπράσινο, μεστώνει και σαλεύει στον άνεμο, στέκει περίλυπο κάτω απ` την απειλή του οργισμένου ουρανού (…). Ο λυρικός Μ. Καραγάτσης, μιλάει για τις καυτές μέρες - εξ άλλου τις έζησε - του Θεριστή: (…) Η φλόγα της γης και η λαύρα του ανέμου, έσμιξαν και ξάπλωσαν παλμικά κύματα, που σκέπαζαν με τρεμουλιάρικο πέπλο όλα, τα πάντα, λες κι ο κάμπος ήταν λίμνη από νερό ταραγμένο κι αχνιστό (…). «Οι εποχές του κάμπου».
Στο διήγημά του «Τα τυφλοπόντικα», ο Α. Καρκαβίτσας, καταγράφει την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένας γεωργός εξ αιτίας των ποντικιών: «Τι να κάνουμε; Είπαμε να τα βαρέσουμε χλωροθέρι. Αμ` τι τ` όφελος; Άμα θεριστεί άψητο το σιτάρι, γένεται δαυλίτης, σταχτώνει και πάει στ` ανάθεμα».
Στο σπουδαίο ποίημά του «Ο Φωτεινός», ο Α. Βαλαωρίτης (1824-1879), βάζει τον αψύ Φωτεινό - για να γνωρίσει την ήρεμη οικογενειακή ζωή - να ζητήσει από τον μέλλοντα πεθερό του, την κόρη του: «Και τούδωσε το χέρι τουκαι την ευχή του ο γέρος / Από τότε ημέρεψε, είχεν αρχίσει ο Θέρος / κι εζήλεψε χερόβολα κι αθεμωνιές κι αλώνι». Ο ποιητής Ρήγας Γκόλφης (1886-1957), ενθουσιώδης, ρεαλιστής κι επαναστάτης, γράφει στο ποίημά του, «Οι σκλάβοι της γης»: Ω αφρόντιστα παιδιά της γης και της δουλειάς σκλάβοι / πιστοί, σκυμμένοι, ηλιόψητοι και πλάνοι αλετριστάδες / Να! Τα χωράφια απόξενα και ταδικέλια ξένα / ξένα και τα σταρόσπυρα και τα ξερά δοσίδια.
Η δημοτική Μούσα δεν είναι δυνατόν να λείπει από την κοσμογονία αυτή του Θέρους: «Στις καλαμιές, απόγυρτες απ` τα βαριά τα στάχυα / νεράιδες ασπρομάντιλες διαβαίνουν οι θερίστριες / Τ` ανάλαφρα ασπρομάντιλα σφιγμένα με τα δόντια».
Η λαϊκή σοφία «κέντησε» την ανθρώπινη ανάγκη με υλικά τον μόχθο, το νερό, το σιτάρι, το αλεύρι, το ψωμί και τη φαντασία, τα δούλεψε κι έφτιαξε τα αποφθέγματα αυτής της περίστασης: Θέρος-Τρύγος-πόλεμος, στασιό δεν περιμένει. Τον Μάη πίνε το νερό, τον θεριστή το ξίδι, τον Αλωνάρη το κρασί να γίνεις παληκάρι. Από το θέρο ως τις ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές.
Ο γράφων, αρχές της δεκαετίας του 1950, θυμάται, στο χωριό της καταγωγής του (Ν. Λεύκη), λίγα χιλιόμετρα έξω απ` την πόλη της Λάρισας, τη διαδικασία του θερισμού με τα δρεπάνια και του αλωνισμού με την πατόζα κι έζησε την ατμόσφαιρα. Ήταν ένας ξεσηκωμός. Πριν καλά-καλά ξημερώσει, ξεκινούσε η οικογένεια με όλα τα μέλη της για το χωράφι. Εξοπλισμός; Δρεπάνια, στάμνες με κρύο νερό απ` το πηγάδι, φτσέλες με το ταρατόρι (νερό-ξίδι-σκόρδο),κλειδοπίνακα για το τυρί, ψωμί και θέληση από ανάγκη…
Ο απέραντος θεσσαλικός κάμπος, ο σιτοβολώνας της Ελλάδας, κατά την περίοδο 1943-1944, γίνεται ο στόχος των κατακτητών που σχεδιάζουν την αρπαγή της σοδειάς του σιταριού της χρονιάς, κατ` ευθείαν απ` το χωράφι ή από τις αλωνιστικές μηχανές και αποθήκες, αφού οι απανωτές ήττες στην Ευρώπη, φέρνουν και μείωση στις προμήθειες σε ψωμί. Οι Έλληνες καλλιεργητές με την καθοδήγηση ανθρώπων της Αντίστασης, το Φθινόπωρο του 1943, αυξάνουν τα καλλιεργήσιμα στρέμματα κατά 35% με το σύνθημα: «Ούτε μια σπιθαμή άσπαρτης γης». Τον Ιούνιο του 1944, μαθαίνουν το νέο, πως πρέπει να γίνει γρήγορα ο θερισμός, κι ο αλωνισμός με τη βοήθεια και επίβλεψη των αντρών των αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΠΟΝ-ΕΛΑΣ). Από τη μάχη της σποράς με το «Ούτε μια σπιθαμή άσπαρτης γης», φτάσαμε με απόλυτη επιτυχία, στη μάχη της σοδειάς, με το σύνθημα: «Ούτε σπυρί σιτάρι στους κατακτητές και τους προδότες».
Βοηθήματα
Ησίοδος. Θεογονία-Έργα και Ημέραι Ι. Ζαχαρόπουλος 1941 μτφρ. Ι. Πολέμης
Θεόκριτος Ειδύλλια Ι.Ν.Ζαχαρόπουλου 1959
Αριστοφάνους Ειρήνη εκδ. Κάκτος 1994
Α. Βαλαωρίτης Ο Φωτεινός Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος 1975
Π.Καλοδίκης Νεοελλ. λογοτεχνία τ. 3οςGUTENBERG
Λάρισα. Μια πόλη στη λογοτεχνία επιλ.κειμένου Θωμάς Ψύρρας Μεταίχμιο 2005
Λ.Α. Αρσενίου. Η Θεσσαλία στην Αντίσταση τ. 2οςρ.α.press Λάρισα 1975
* Του Τάσου Πουλτσάκη