Λίγες ημέρες πριν πεθάνει, στις 17 Αυγούστου του ίδιου έτους, συνέταξε ο ίδιος χειρόγραφα τη διαθήκη του με την οποία καθιστούσε κληρονόμο του «από ρητού πράγματος»με ποσό 20.000 γαλλικών χρυσών φράγκων τον Κωνσταντίνο Παπασταύρου, φαρμακοποιό, ο οποίος είχε γεννηθεί και αυτός στη Ζίτσα, αλλά κατοικούσε στη Λάρισα[1]. Επίσης άφηνε διάφορα κληροδοτήματα σε συγγενείς του και στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο του Βουκουρεστίου και το υπόλοιπο της περιουσίας του, που ανερχόταν σε ένα τεράστιο χρηματικό όριζε να κατατεθεί στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, με την υπόδειξη όπως από τους τόκους γίνονται στη γενέτειρά του την Ζίτσα διάφορες αγαθοεργίες, οι οποίες θα είχαν την έγκριση του κληρονόμου και των εκτελεστών της διαθήκης του. Εκτελεστές ήταν ο Γεώργιος Σακκάς, εργοστασιάρχης, και τραπεζομεσίτης, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Κόνιτσα της Ηπείρου και κατοικούσε στην Αθήνα και ο Ανδροκλής Φωτεινός.Ο τελευταίος έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα παραιτήθηκε από την ανάθεση της εντολής αυτής.
Ο διαθέτης είχε την «έμπνευση» να μην αναφέρει λεπτομερώς στην χειρόγραφη διαθήκη του το μέγεθος της περιουσίας σε χρεόγραφα και χρηματικούς τίτλους, ούτε και τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία ήταν κατατεθειμένα, φοβούμενος μήπως η ρουμανική νομοθεσία ήταν αντίθετη με τις τελευταίες επιθυμίες που περιέγραφε στη διαθήκη του και κυρίως για να αποφύγει την βαριά φορολογία η οποία επιβαλλόταν κατά την μεταβίβαση κληρονομικών περιουσιών στην χώρα όπου ζούσε. Φρόντισε όμως λίγο πριν πεθάνει να παραδώσει τόσο στον κληρονόμο όσο και στον εκτελεστή της διαθήκης σφραγισμένο φάκελο μέσα στον οποίο περιείχε τις τράπεζες όπου είχαν κατατεθεί οι τίτλοι και τα χρεόγραφα, με τα αντίστοιχα τεράστια χρηματικά ποσά.
Μετά τον θάνατο του Δημητρίου Ζιτσαίου ο Κων. Παπασταύρου με δικαστική απόφαση έγινε κάτοχος εκ κληρονομίας όλης της περιουσίας και με τον εγγυητή Γεώργιο Σακκά είχαν πλέον στην κατοχή τους όλους του ανώνυμους τίτλους μετοχών, ομολόγων και χρεογράφων του θανόντος, οι οποίοι ήταν κατατεθειμένοι σε τράπεζες της Ρουμανίας και των Παρισίων, συνολικής αξίας 618.216 χρυσών γαλλικών φράγκων, ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη.
Παπασταύρου και Σακκάς επωφελούμενοι του γεγονότος ότι δεν είχαν περιγραφεί στην διαθήκη λεπτομερώς ο αριθμός των χρεογράφων και η συνολική τους αξία, δεν ειδοποίησαν τους κατοίκους της Ζίτσας για το ύψος του κληροδοτήματος που άφηνε στο χωριό τους, με σκοπό να καρπωθούν οι ίδιοι μεγάλο μέρος από το κληροδότημα αυτό. Αν και προσκλήθηκαν πολλές φορές από τους κατοίκους της Ζίτσας να αποκαταστήσουν την επιθυμία του διαθέτη, οι δυο τους κωλυσιεργούσαν με διάφορες δικαιολογίες. Κάποια στιγμή φοβήθηκαν ότι θα διωχθούν δικαστικώς από επιτροπή κατοίκων της Ζίτσας[2] και δέχθηκαν να έλθουν σε συμβιβαστικές διαπραγματεύσεις, αλλά απέφευγαν να ομολογήσουν τι ποσόν εισέπραξαν από την περιουσία και περιόρισαν τα κληροδοτήματα για τους κατοίκους της Ζίτσας σε πολύ μικρότερη αξία. Όταν οι κάτοικοι πληροφορήθηκαν το ποσόν, θεώρησαν ότι υπολειπόταν κατά πολύ από την πραγματικότητα, δεν δέχθηκαν αυτόν τον συμβιβασμό και διαμαρτυρήθηκαν έντονα. Στις διαμαρτυρίες αυτές προστέθηκε και η φωνή του Μητροπολίτου Ιωάννίνων[3], αλλά παρ’ όλα αυτά κληρονόμος και εγγυητής δεν συμφωνούσαν να καταθέσουν τους τίτλους που ανήκαν στην κληρονομιά του Δημητρίου Ζιτσαίου.
Ακολούθησε καταγγελία της επιτροπής των κατοίκων της Ζίτσας, βάσει της οποίας διατάχθηκε και ενεργήθηκε τακτική ανάκριση.Κατά την ανάκριση διαπιστώθηκε ότι οι κατηγορούμενοι μετά την νόμιμη δημοσίευση της διαθήκης στο Πρωτοδικείο Ilfov της Ρουμανίας, με δικαστική απόφαση προέβησαν στην εκκαθάριση και είσπραξη της περιουσίας του Δημ. Ζιτσαίου αρχικά στο Βουκουρέστι, και τον Αύγουστο του 1899 στο Παρίσι, όπου διέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατά την παρουσία τους στο Παρίσι τα εισπραχθέντα εκ της κληρονομίας ποσά κατέθεσαν στην ίδια τράπεζα, αλλά επ’ ονόματί τους. Επιπλέον κατά την ανάκριση οι κατηγορούμενοι ισχυρίσθηκαν ότι δαπάνησαν τεράστια και αδικαιολόγητα χρηματικά ποσά κατά την πολύμηνη και μη απαραίτητη παραμονή τους στην γαλλική πρωτεύουσα και υποβλήθηκαν σε υπέρογκες δικαστικές και δικηγορικές δαπάνες και άλλα έξοδα κατά την εκκαθάριση της κληρονομικής περιουσίας. Συγχρόνως διαπιστώθηκε ότι μετά την είσπραξη των χρημάτων της κληρονομίας, και οι δύο κατηγορούμενοι «ηγόρασαν κινητά και ακίνητα κτήματα δι’ ίδιον αυτών λογαριασμόν και συμφέρον εν Λαρίσση, Αθήνας και Πειραιεί».
Με τις πράξεις τους αυτές έγιναν ένοχοι υπεξαιρέσεως με αποτέλεσμα στις 15 Ιουλίου 1904 να διαταχθεί η προφυλάκιση των Παπασταύρου και Σακκά. Μετά την προφυλάκισή τους οι δύο κατηγορούμενοι άρχισαν να καταθέτουν σε δόσεις στην Εθνική Τράπεζα ένα μεγάλο μέρος του οφειλόμενου ποσού. Το «Βούλευμα του Συμβουλίου των εν Αθήναις Πλημμελειοδικών» τους παρέπεμψε στις 17 Μαρτίου του 1906 «εις το ακροατήριον του Δικαστηρίου» και προσωρινά έπαυσε την περαιτέρω ποινική δίωξή τους για υπεξαίρεση[4]. Τελικά μετά την επιστροφή μεγάλου ποσού από τα καταχρασθέντα χρήματα, οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
Για την Λάρισα η ποινική δίωξη του φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Παπασταύρου με το αδίκημα της υπεξαιρέσεως χρημάτων και η προφυλάκισή του δεν ήταν γνωστά στην ιστορική έρευνα. Οι εφημερίδες της εποχής σιωπούν και δεν αναφέρουν τίποτε το σχετικό. Ακόμη και η «Μικρά», του Θρασύβουλου Μακρή, τα γραφεία της οποίας βρισκόταν στην οδό Φαρσάλων (Ρούσβελτ σήμερα) ακριβώς δίπλα από το Φαρμακείο του Παπασταύρου, δεν αναφέρουν το παραμικρό για το γεγονός, αλλά και για την πολύμηνη απουσία του φαρμακοποιού ως προφυλακιστέου. Φαίνεται ότι η στενή γνωριμία του διευθυντού της εφημερίδας Θρασύβουλου Μακρή λόγω γειτονίας με την οικογένεια Παπασταύρου και η εκτίμηση που έτρεφε προς το πρόσωπο της συζύγου του φαρμακοποιού, Αμαλίας Παπασταύρου, η οποία μάλιστα αρθρογραφούσε συχνά από τις στήλες της «Μικράς», αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα στον διασυρμό του φίλου του και κατά συνέπεια και της οικογενείας του.
Το γεγονός αυτό της κληρονομίας μεγάλου ποσού από τον Δημ. Ζιτσαίο ο οποίος τον όρισε «κληρονόμο από ρητού πράγματος» και της υπεξαίρεσης και άλλων χρημάτων προορισμένων για αγαθοεργίες προς του κατοίκους της πατρίδας του Ζίτσας της Ηπείρου, δικαιολογούν την μεγάλη περιουσία με την οποία βρέθηκε κάποια στιγμή ο Κωνσταντίνος Παπασταύρου. Είχε στην κατοχή του ένα τεράστιο σε έκταση κτήμα στην περιοχή Αλκαζάρ, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Στάδιο και η διπλανή συνοικία, η οποία μέχρι πρόσφατα ονομαζόταν συνοικία Παπασταύρου. Κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου αποτελούσε αγρόκτημα στο οποίο γινόταν καλλιέργεια οπωροκηπευτικών. Έχουν μείνει ιστορικά τα αγγουράκια που καλλιεργούσαν οι εργάτες του, τα οποία αγόραζαν οι περιπατητές στο Αλκαζάρ και τα κατανάλωναν είτε στο διπλανό εξοχικό κέντρο «Η Κιβωτός», είτε καθισμένοι στα χορτάρια, με την προσθήκη αλατιού που είχαν φροντίσει να έχουν πάρει μαζί τους. Επίσης έκτισε ένα μεγάλο και άνετο αρχοντικό νεοκλασικού ρυθμού στη γωνία των σημερινών οδών Ρούσβελτ και Παπασταύρου, εκεί που βρισκόταν το φαρμακείο που στεγάσθηκε όταν πρωτοήλθε στη Λάρισα μετά το 1881[5] και είχε αγοράσει και άλλα ακίνητα τόσο στη Λάρισα, όσο και στην Αθήνα.
-------------------------------------------------
[1]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Κωνσταντίνος και Αμαλία Παπασταύρου, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 12ης Μαρτίου 2014.
[2]. Η επιτροπή αποτελείτο από τους Μιχ. Κούμα, Δ. Δαγκλή, Δ. Λιάσκο και Χρ. Λιάκο, όλοι τους μέλη της Κοινότητας Ζίτσας της Ηπέίρου.
[3]. Μητροπολίτης Ιωαννίνων ήταν την περίοδο εκείνη ο Σωφρόνιος Χρηστίδης (1869 -1889 και 1902-1906) ένας μορφωμένος και δραστήριος ιεράρχης.
[4]. Λεπτομέρειες του βουλεύματος μπορεί κανείς να διαβάσει στο βιβλίο 36 σελίδων με τον τίτλο: Κληροδότημα Δ. Ζιτσαίου. Το Βούλευμα του Συμβουλίου των εν Αθήναις Πλημμελειοδικών. Παραπομπή εις δίκην των εκτελεστών της διαθήκης Δημ. Ζιτσαίου, Κωνστ. Παπασταύρου και Γεωργ. Δ. Σακκά, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Π. Α. Πετράκου, 1906. Στο σημείο αυτό θέλω να ευχαριστήσω τον φίλο Αλέξανδρο Γρηγορίου, ιστορικό ερευνητή, ο οποίος μου προσέφερε αντίγραφο του σπάνιου αυτού βιβλίου.
[5]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Το αρχοντικό Παπασταύρου, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 15ης Ιουλίου 2015.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com