Επί δύο μήνες εφημερίδες και περιοδικά σε όλον τον κόσμο κατακλύζονταν από ειδήσεις, φωτογραφίες και σχέδια από το μέτωπο του πολέμου και των περιοχών που κατελάμβανε ο ταχύτατα προωθούμενος τουρκικός στρατός λόγω της ελληνικής υποχωρήσεως. Η Λάρισα αποτελούσε από ελληνικής πλευράς το στρατηγικό κέντρο των επιχειρήσεων και ως εκ τούτου είχε συγκεντρώσει πληθώρα δημοσιογράφων, οι οποίοι ήταν απεσταλμένοι των εγκυρότερων έντυπων μέσων ενημέρωσης παγκοσμίως. Μετά την επελθούσα ανακωχή ακολούθησε ένας εκδοτικός οργασμός, με την κυκλοφορία βιβλίων τα οποία περιείχαν αναμνήσεις του πολέμου από ανθρώπους που βρέθηκαν στα πεδία των μαχών (δημοσιογράφοι, στρατιωτικοί, απλοί πολίτες), με αποτέλεσμα να υπάρχει σήμερα μια τεράστια σε όγκο βιβλιογραφία σε διάφορες γλώσσες, εν πολλοίς ανεξερεύνητη[1]. Οι ανταποκρίσεις, αλλά και τα βιβλία κοσμούσαν φωτογραφίες και χαρακτικά, πολλά από τα οποία απεικόνιζαν τη Λάρισα.
Η σημερινή εικόνα είναι ένα χαρακτικό που εντοπίσθηκε από τον ακάματο συλλέκτη της Λάρισας Θανάση Μπετχαβέ στο γερμανικό περιοδικό “Uber Landund Meer” του 1897, No3, στο άρθρο “Vom Turkish-griechischen Grenzgebiet”. Το χαρακτικό αυτό είναι βασισμένο σε φωτογραφία[2], με τον υπότιτλο: « Osmanische GruppenvordemPalaisin Larissa lagernd»(Ομάδες Οθωμανών προ των Ανακτόρων της Λάρισας)και απεικονίζει ομάδες Τούρκων στρατιωτών να περιφέρονται άσκοπα ή να συζητούν στην κεντρική πλατεία της Λάρισας, αμέσως μετά την κατάληψή της. Στο μέσον διακρίνεται ένας μουσουλμάνος κάτοικος της Λάρισας, προφανώς από αυτούς οι οποίοι είχαν παραμείνει στην πόλη μετά την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό βασίλειο. Φαίνεται να ποζάρει ικανοποιημένος από την παρουσία των ομοεθνών του Τούρκων στρατιωτών.
Όμως το βλέμμα του αναγνώστη επικεντρώνεται στο επιβλητικό κτίριο που εντοπίζεται στη δεξιά πλευρά του χαρακτικού και το γερμανικό περιοδικό το χαρακτηρίζει λανθασμένα ως Ανάκτορα της Λάρισας. Δεν απεικονίζεται ολόκληρο. Όπως διαπιστώνεται, πρόκειται για ένα διώροφο κτίριο μεγάλων διαστάσεων, με νεοκλασική αρχιτεκτονική δομή. Και οι δύο όροφοι είναι διάτρητοι από μεγάλα παράθυρα χωρίς παραθυρόφυλλα, τα οποία περιτριγυρίζονται από χαμηλές παραστάδες. Κάτω από τη στέγη και μεταξύ των δύο ορόφων διακρίνονται πολυεπίπεδα γείσα. Την άκρη της στέγης διατρέχουν ακροκέραμα σε όλο το μήκος της. Όλα αυτά αποτελούν μερικά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν και ομορφαίνουν το κτίριο. Για όσους έχουν εξοικειωθεί με την απεικόνιση της παλιάς Λάρισας, αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για το Διοικητήριο που είχε κτισθεί το 1876 από τους Τούρκους για να στεγάσει τις διοικητικές υπηρεσίες της Γενί Σεχήρ, όπως είχε μετονομασθεί η Λάρισα επί τουρκοκρατίας, ονομασία όμως η οποία δεν επικράτησε παρά μόνον στις οθωμανικές διοικητικές υπηρεσίες. Το 1881, μετά την απελευθέρωση, φιλοξενήθηκαν στους χώρους του για δύο περίπου χρόνια στρατιωτικές μονάδες και όταν σταδιακά αναπτύχθηκαν οι δικαστικές υπηρεσίες της Θεσσαλίας, στεγάσθηκαν, μαζί και το Ταμείο, στο συγκεκριμένο κτίσμα. Επομένως το έτος 1897 που ιχνογραφήθηκε το χαρακτικό, στο κτίριο αυτό στεγάζονταν τα Δικαστήρια Η επιβλητική αυτή οικοδομή κατελάμβανε τη βορειοδυτική γωνία της πλατείας, ακριβώς απέναντι από το σημερινό κτίριο της Εθνικής Τράπεζας και η νεοκλασική πρόσοψή της είχε ανατολικό προσανατολισμό. Από την παρουσία των Δικαστηρίων σε αυτόν τον χώρο προήλθε και η ονομασία της αχανούς πλατείας αρχικά ως Πλατεία Δικαστηρίων και αργότερα ως Πλατεία Θέμιδος.
Στο χαρακτικό απεικονίζεται η νοτιοδυτική γωνία του μεγάρου. Η δυτική πλευρά του δεν είναι ευθεία και στο κέντρο της εμφανίζει μια υποχώρηση. Αριστερότερα στο βάθος διακρίνεται το επάνω τμήμα του κτιρίου που κατά το 1881 υπήρχε το ζαχαροπλαστείο του Ευθυμίου Σαρανταένα[3] από τη Λαμία και αργότερα στέγασε τα φαρμακεία του ισραηλίτη Ματαλών και στη συνέχεια του Νικολάου Ζησιάδη. Στο αριστερό άκρο του χαρακτικού διακρίνεται μέρος από τον τεκέ του Κουρά Εφέντη[4].Ο χώρος της πλατείας με τον φανοστάτη και με τους Τούρκους στρατιώτες, εκτείνεται παράλληλα προς την σημερινή οδό Παπαναστασίου. Μετά την κατάληψη της Λάρισας από τους Τούρκους και την στρατιωτική παρέλαση που πραγματοποιήθηκε στους δρόμους της Λάρισας, οι σχηματισμοί διαλύθηκαν και οι στρατιώτες βρήκαν την ευκαιρία να βαδίσουν στην πλατεία ανενόχλητοι, εφ’ όσον ο μεγαλύτερος όγκος των Ελλήνων κατοίκων την είχε εγκαταλείψει.
[1]. Βλέπε: Χαράλαμπος Δ. Βόγιας, Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Κινηματογραφικές, Υγειονομικές και άλλες Πρωτοτυπίες. Ευρεία Γενική Βιβλιογραφία, (Αθήνα), έκδ. Carpe Librum, 2016, σελ. 231, όπου ο συγγραφέας παραθέτει σχολαστική βιβλιογραφία του πολέμου, η οποία εκτείνεται σε 60 περίπου σελίδες.
[2]. Η τέχνη της εκτυπώσεως φωτογραφιών την εποχή εκείνη ήταν ατελής, γι’ αυτό και πολλά εκδοτικά μέσα προτιμούσαν την μεταγραφή της φωτογραφίας σε χάραξη για καλύτερη απόδοση.
[3]. Ο Θρασύβουλος Μακρής τον περιγράφει ως «διαπρεπή γενειοφόρο» και μάλιστα αναφέρει ένα χαριτωμένο στιγμιότυπο που είχε με τον Τούρκο διοικητή της Λάρισας Χιντέτ πασά στις 31 Αυγούστου 1881. Καθώς ο Σαρανταένας, λόγω της επικείμενης εισόδου των ελληνικών στρατευμάτων, αναρτούσε μια τεράστια ελληνική σημαία στο κατάστημά του, εκείνη τη στιγμή περνούσε από το πεζοδρόμιο ο Χιντέτ πασάς και η σημαία τον περιτύλιξε ολόκληρο. Ο τελευταίος ενοχλήθηκε και είπε στον καταστηματάρχη: «Περίμενε μπρε τζάνουμ να φύγουμε και μετά κρεμάς όσες παντιέρες θέλεις». Βλέπε: Μακρής Θρασύβουλος, Λαρισινές σελίδες. Σειρά δημοσιευμάτων στην εφημερίδα «Θεσσαλικά Νέα» κατά το 1947.
[4]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ο Τεκές του Κουρά Εφέντη, εφ. «Ελευθερία», φύλλο της 3ης Μαΐου 2015
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com