Τον ταλαιπωρημένο στρατό κάποιος έπρεπε να τον ενώσει και να τον οδηγήσει στα πάτρια εδάφη, περισώζοντας ό,τι μπορούσε μετά την τριετή περιπέτεια στα μικρασιατικά χώματα. Οι απώλειες στρατιωτών έφτασαν τις 100.000 περίπου σε μια περιπέτεια που οι σύμμαχοί μας με τους εδώ συνεργάτες τους την επέβαλαν για να εξασφαλίσουν τα δικά τους οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα. Έτσι ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο «μαύρος καβαλάρης» όπως τον αποκαλούσε ο λαός την περίοδο των βαλκανικών πολέμων, ήρθε στο προσκήνιο ως ηγέτης του κινήματος του 1922.
Ο Πλαστήρας γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας το 1882 και πέθανε στην Αθήνα στις 25 Αυγούστου 1953. Έλαβε μέρος σε πολλούς αγώνες κατά των Τούρκων, όπως στο Μακεδονικό το 1905 και στους Βαλκανικούς 1912-1913. Με το βαθμό του λοχαγού έλαβε μέρος στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης το 1916 στη Θεσσαλονίκη με την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, Παύλου Κουντουριώτη και Δαγκλή. Μετά την θριαμβευτική νίκη στη μάχη του Σκρα εναντίον των Βουλγάρων πήρε το βαθμό «επ‘ ανδραγαθία» του ταγματάρχη. Όταν έγινε η εκστρατεία στην Ουκρανία ήταν στην ηλικία των 38 και πήρε το βαθμό του συνταγματάρχη. Με αυτό τον βαθμό πήρε μέρος στην μικρασιατική εκστρατεία έχοντας την διοίκηση του 5/42 ευζωνικού συντάγματος.
Μετά τις νικηφόρες μάχες του ελληνική στρατού πέραν του Σαγγάριου το 1921 όπου ο ηρωικός αλλά καταταλαιπωρημένος στρατός νίκησε τους Τούρκους του Κεμάλ, ακολούθησε το σφάλμα ανυπακοής του Β΄ σώματος στρατού υπό του πρίγκιπα Αντρέα και η απόφαση για οπισθοχώρηση του Αναστάσιου Παπούλα που ήταν διοικητής της Στρατιάς της Μικράς Ασίας. Ο ανεφοδιασμός ήταν δύσκολος ως αδύνατος, η σωματική εξασθένιση των στρατιωτών μεγάλη, οι ενισχύσεις του στρατού του Κεμάλ ήταν ραγδαίες. Όλα τα παραπάνω ανάγκασαν σε εντολή οπισθοχώρησης της στρατιάς δυτικά του Σαγγάριου κάνοντας αμυντική γραμμή 800 περίπου χιλιομέτρων από την Προποντίδα , το Εσκί Σεχίρ, Αφιόν Καραχισάρ και εκβολή του Μαιάνδρου ποταμού στο Αιγαίο Πέλαγος.
Ένα χρόνο μετά – τον Αύγουστο του 1922 – η τεράστια δύναμη του ελληνικού στρατού νικήθηκε από το στρατό του Κεμάλ λόγω των μεγάλων λαθών των στρατιωτικών και πολιτικών υπευθύνων στην Αθήνα. Έγινε αντικατάσταση του αρχιστρατήγου Παπούλα και τοποθέτηση του Χατζηανέστη. Ο Χατζηανέστης έκανε το μεγαλύτερο σφάλμα με το να στείλει στις 15 Ιουλίου 1922 στην ανατολική Θράκη στρατό δυνάμεως 21.000 στρατιωτών, 2 μεραρχίες με σκοπό την ενίσχυση της εκεί δύναμης για πιθανή κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Όμως ούτε η εκκίνηση δόθηκε ποτέ, ούτε οι δύο μεραρχίες επέστρεψαν στη Μικρά Ασία. Ο Κεμάλ εκμεταλλεύτηκε το κενό που άφησαν οι δύο μεραρχίες και έκανε την επίθεση στις 13 Αυγούστου 1922 με μια τεράστια δύναμη 2 στρατιών με αποτέλεσμα τον θάνατο χιλιάδων Ελλήνων στρατιωτών, την διάσταση των δυνάμεων του Α’ και Β’ σώματος στρατού δυτικά του Αφιόν Καραχισάρ. Ο διοικητής Νικόλαος Τρικούπης, βρέθηκε σε κυκλωτική κίνηση του στρατού του Κεμάλ και αναγκάστηκε να παραδοθεί στις 15 Αυγούστου 1922. Ο υποστράτηγος Αθανάσιος Φράγκος που ήταν διοικητής της 1ης μεραρχίας βοηθούμενος από την 4η μεραρχία του στρατηγού Δημαρά κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν δύναμη 12 τουρκικών μεραρχιών. Χωρίς καμία επικοινωνία με την διοίκηση του Χατζηανέστη που απουσίαζε στην Αθήνα, οπισθοχώρησαν προς το Ουσάκ ,τη Φιλαδέλφεια και έφτασαν στο Τσεσμέ της Ερυθραίας από όπου με πλοία αναχώρησαν για τη Χίο.
Την ίδια διαδρομή είχε κι ο Νικόλαος Πλαστήρας. Όταν έφτασε στο Τσεσμέ αντιμετώπισε τουρκική στρατιωτική δύναμη ιππικού την οποία εξουδετέρωσε με επιτυχία και με την γενναιότητα και την τόλμη απέδειξε και πάλι ότι ήταν άξιος του τίτλου του «μαύρου καβαλάρη» που είχε από τους βαλκανικούς πολέμους. Ο Πλαστήρας έφτασε στο Τσεσμέ την 1 Σεπτεμβρίου 1922 και η παρουσία του ενίσχυσε τις μόνιμες μονάδες προστασίας της χερσονήσου Ερυθραίας της 1ης μεραρχίας που διοικητής ήταν τότε ο υποστράτηγος Αντρέας Πλατής.
Η αποστολή της 1ης μεραρχίας στη χερσόνησο της Ερυθραίας ήταν η αντιμετώπιση τουρκικών επιχειρήσεων στο χώρο της Ερυθραίας και η όσο δυνατόν άνετη επιβίβαση στρατιωτών και πολιτών στα ελληνικά πλοία προς τα πλησιέστερα νησιά Λέσβο και Χίο. Το ευζωνικό απόσπασμα του Πλαστήρα επιβιβάστηκε στο πλοίο «Τήνος» με προορισμό τη Σάμο μετά από εντολή του νέου διοικητού στρατιάς αρχιστράτηγου Γεώργιου Πολυμενάκου. Το αρχηγείο του Πολυμενάκου δεν ήταν πλέον στο έδαφος της Σμύρνης αλλά στο πλοίο «Κύκνος» από όπου έβγαιναν οι διαταγές και στο «Παρνασσός» όπου ήταν το στρατηγείο του νότιου συγκροτήματος. Ο Πολυμενάκος είχε ακούσει για κάποιο κίνημα του Πλαστήρα και για αυτό τον έστειλε στο Σάμο. Όμως ο Πλαστήρας με την απειλή πιστολιού ανάγκασε τον πλοίαρχο του «Τήνος» να τον πάει στη Χίο όπου ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη και τον περίμενε ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς με άλλους αξιωματικούς.
Έγινε σύσκεψη στη βίλα του εφοπλιστή Λιβανού στις 4 Σεπτεμβρίου 1922 και συζητήθηκαν όλες οι λεπτομέρειες με σκοπό την αποστολή του κινήματος για την αναδιοργάνωση του στρατού, την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου και την ανατροπή του βασιλικού θεσμού. Το κίνημα των αξιωματικών είχε οργανωθεί από τον Φεβρουάριο του 1922 και όλοι είχαν συμφωνήσει και διόρισαν αρχηγό του κινήματος τον Πλαστήρα. Στην επαναστατική επιτροπή συμμετείχαν επίσης οι συνταγματάρχες Μαμούρης και Πρωτοσύγκελος που ήταν στη Λέσβο καθώς και ο Γεώργιος Κονδύλης από την Κωνσταντινούπολη και οι απόστρατοι στην Αθήνα Θεόδωρος Πάγκαλος και Αλέξανδρος Οθωναίος (ο μετέπειτα πρόεδρος του στρατοδικείου που καταδίκασε τους έξι). Για να συμπληρωθεί το κίνημα χρειαζόταν και η συμμετοχή αξιωματικών του πολεμικού ναυτικού. Την αποτελεσματική αυτή αποστολή ανέλαβε ο δημοσιογράφος και σύμβουλος του Πλαστήρα Κώστας Αθάνατος που με την βοήθεια του Μπακιρτζή κατόρθωσαν να βάλουν στο κίνημα τον αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά και τον πλοίαρχο και αρχηγό του στόλου Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο.
Έτσι σχηματίστηκε η επαναστατική επιτροπή στις 9 Σεπτεμβρίου 1922 με αρχηγό τον Γονατά που ήταν και ακομμάτιστος, τον Πλαστήρα και τον Φωκά. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η επαναστατική επιτροπή ήταν το θέμα της Ανατολικής Θράκης όπου οι σύμμαχοι και ο Κεμάλ ήθελαν να την αποσπάσουν από την Ελλάδα και να την παραχωρήσουν στους Τούρκους. Εν τω μεταξύ ο στρατηγός Φράγκος διαφώνησε στο να πάει ο στρατός στην Αθήνα και τον συνέλαβαν γιατί πρότεινε ο στρατός που ήταν στα πλοία να οδηγηθεί σε λιμάνι της Ανατολικής Θράκης. Τα πλοία όμως με την επίταξη και άλλων εμπορικών πλοίων στις 13 Σεπτεμβρίου αναχωρούν για την Αθήνα.
Στο Λαύριο πηγαίνουν τα πολεμικά πλοία και ο υπόλοιπος στρατός αποβιβάζεται σε Σούνιο , Ωρωπό, Ραφήνα και Πόρτο Ράφτη. Την ίδια μέρα πολεμικά αεροπλάνα πετούν προκηρύξεις της επαναστατικής επιτροπής στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας που υπογράφει ο Γονατάς και πληροφορούν τους πολίτες ότι αλλάζει το πολιτειακό καθεστώς και το μέλλον της χώρας αναλαμβάνει η επαναστατική επιτροπή. Στις 14 Σεπτεμβρίου παραιτείται ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αφήνοντας στη θέση του τον πρωτότοκο γιο του Γεώργιο Β’. Την ίδια μέρα η επαναστατική επιτροπή στέλνει στο Βενιζέλο τηλεγράφημα για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο εξωτερικό και στις 17 Σεπτεμβρίου η επιτροπή επισκέπτεται τον νέο βασιλιά στο παλάτι. Στις φυλακές Αβέρωφ μεταφέρονται στις 29 Σεπτεμβρίου οι οκτώ υπεύθυνοι της μικρασιατικής καταστροφής ώστε να δικαστούν.
Ο Πλαστήρας ως ηγέτης του κινήματος του 1922 ανέλαβε την υπογραφή της εκτέλεσης των Εξ (5 πολιτικών και του αρχιστράτηγου) ως αποτέλεσμα του δικαστηρίου, ασχολήθηκε με τη στέγαση και περίθαλψη 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων από την Μικρά Ασία και μετά τις εκλογές του 1924 παραιτήθηκε από το στρατό και έζησε στη Γαλλία μέχρι την επάνοδό του το 1945.
Βιβλιογραφία :
•ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΚΑΡΓΑΚΟΣ «Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ – ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΟΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ» , εκδ. «real media A.E.», Αθήνα, 2013
•ΑΓΓΕΛΟΜΑΤΗ ΧΡ. ΕΜ. «ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ», εκδ. «Εστία», Αθήνα, 1971
*Ο Στέφανος Παπαγεωργίου είναι τεχνολόγος μηχανικός – ιστορικός μελετητής