«Μιλιούνια» οι λουόμενοι κατακλύζουν την απέραντη ακρογιαλιά του, τη δεύτερη όπως λέγεται σε μήκος και πλάτος μεγαλύτερη στην Ελλάδα, απολαμβάνοντας τα βαθιά, καθαρά, καταγάλανα νερά της, σε ένα τοπίο που συμπληρώνεται μαγευτικά με το πλούσιο πράσινο του Κισσάβου και του Μαυροβουνίου, με τη σιλουέτα στο βάθος του ορίζοντα της Χαλκιδικής και του Αγίου Όρους, με τα καϊκια που πηγαινοέρχονται στο πέλαγος κυνηγώντας την καλή ψαριά και με το απίστευτης ομορφιάς χάραμα με τον ήλιο να ξεπηδά πότε μέσα από το Αιγαίο και πότε πίσω από τον Άθω.
Ο Αγιόκαμπος ζει μάλλον τη χρυσή του εποχή από πλευράς προσέλευσης κόσμου, έστω κι αν πρόκειται για κόσμο που στην πλειοψηφία του έρχεται και φεύγει, με την έννοια ότι δεν μένει να παραθερίσει λόγω της οικονομικής στενότητας που δεν επιτρέπει πολλά πολλά. Οικονομική στενότητα, όμως, στην οποία από κάποιους, όχι λίγους, αποδίδεται κι αυτή η στροφή προς τα «δικά μας» παράλια. Οικονομική στενότητα που μάλλον είχε ως αποτέλεσμα τελικά ορισμένοι να ανακαλύψουν τις ομορφιές του Αγιοκάμπου και να αντιληφθούν πως δεν χρειάζεται να ξενιτευτείς και πολύ για να περάσεις ένα όμορφο καλοκαίρι.
Τα χρόνια άλλαξαν. Τα χρόνια αλλάζουν, κι ο Αγιόκαμπος δεν είναι όπως ήταν πριν 50 χρόνια, όταν ο υποτυπώδης δρόμος γι’ αυτόν διακόπτονταν από τον Ντιρέ, το ρέμα του γεφυριού του Αλαμάνου! Ούτε σαν πριν 40 χρόνια, όταν δέσποζαν στην παραλία οι καλύβες, φτιαγμένες, ενίοτε και διώροφες, από φτέρες και καλάμια! Ούτε σαν πριν 30 χρόνια, όταν όλος ο παραλιακός άξονας ήταν ένας κακός και επικίνδυνος χωματόδρομος. Ο Αγιόκαμπος, πια, παρέχει μεγάλες ανέσεις. Οι οργανωμένες παραλίες του, η νυχτερινή του διασκέδαση και η εστίαση έχουν περάσει σε επιχειρηματίες – κυρίως ντόπιους – που επενδύουν συνεχώς, οραματιζόμενοι τον Αγιόκαμπο σαν προορισμό κι όχι σαν λύση ανάγκης...