Μνήμες που δεν χάνονται, που δεν σβήνουν. Μνήμες εκατομμυρίων αθώων θυμάτων του ναζιστικού Ολοκαυτώματος, παραμένουν ζωντανές, ξυπνούν και έρχονται να παραδειγματίσουν και τις νεότερες γενιές. Η Λάρισα τιμά τους Έλληνες Εβραίους Μάρτυρες και τους Ήρωες του Ολοκαυτώματος. Οι απόγονοί τους θυμούνται και μοιράζονται μαζί μας τις μαρτυρίες των γονιών τους. Έτσι όπως τις βίωσαν σαν μικρά παιδιά αλλά και μεγαλώνοντας μέσα σε οικογένειες που σώπαιναν ή που «απάλυναν» τον πόνο συζητώντας το.
Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΟΜΗΡΙΑΣ
Πριν μπει σε λεπτομέρειες ο Σαλτής Μωυσής διευκρινίζει: «Η μητέρα μου έζησε στην υπόλοιπη ζωή της ευτυχισμένα γιατί μπόρεσε να συγχωρήσει. “Ήταν άνθρωποι, υπάκουαν σε εντολές”, έλεγε».
«Δε θυμάμαι να μου εξήγησε ποτέ κανείς», προσθέτει, φέρνοντας στο μυαλό του την αγαπημένη του μητέρα με τον αριθμό 77187 στο χέρι της. «Πήρα άπειρες φορές αυτόν τον αριθμό …στο τηλέφωνο. Σε διάφορες συζητήσεις στο σπίτι άκουγα τη λέξη ομηρία αλλά δεν καταλάβαινα».
Ρωτούσε, αλλά απαντήσεις δεν έπαιρνε. «Μεγάλος πια, φοιτητής άρχισα μόνος μου να διερευνώ το θέμα του Ολοκαυτώματος, αλλά και πάλι οι απορίες μου ήταν πολλές. Πέρασαν τα χρόνια, και αποφάσισα να εκπληρώσω το χρέος μου απέναντι στη μάνα “της ομηρίας”.
Το πότε κατάλαβα πως η μητέρα μου ήταν όμηρος στρατοπέδου είναι αρκετά θολό στο μυαλό μου. Μασημένα λόγια, και ποτέ σε μας τα παιδιά.
Συνήθως τα απογεύματα μαζί με τη θεία Νάκη Μπέγα – δασκάλες και οι δύο στο πλέξιμο – ανάμεσα σε κουβέντες όπως “Στέλλα, ρίξε δύο πόντους” και “Νάκη, δύο καλές μια ανάποδη”, ταξίδευαν απρόσμενα στο “εκεί” .
Φύλαγαν τα λόγια τους, μα κάποιες φορές ξέφευγαν κουβέντες, που γεννούσαν σε μένα περιέργεια και απορίες.
Ρωτούσαμε εγώ και ο αδελφός μου τη μαμά γιατί δεν έχουμε θείους, θείες, ξαδέλφια. Το βλέμμα της χανόταν και η απάντησή της πάντα αόριστη και βιαστική: “Χάθηκαν στα στρατόπεδα. Αφήστε τα τώρα αυτά. Πέρασαν”.
Αυτομάτως η λέξη «στρατόπεδο» πέρασε στην ψυχή του Σαλτή Μωυσή ως κάτι αρκετά κακό. «Είχα μάθει ποδήλατο, θυμάμαι ήμουν Ε΄ ή ΣΤ΄ δημοτικού και ξεκίνησα να πάω ως τη Γεωργική Σχολή. Περνώντας μπροστά από την 1η Στρατιά διάβασα πανικόβλητος τη λέξη “στρατόπεδο”. Γύρισα έντρομος στο σπίτι ψάχνοντας τη μητέρα μου “είδα ένα στρατόπεδο” της είπα “πρέπει να κρυφτείς”.
Γέλασε, με αγκάλιασε και τότε μου διηγήθηκε κάποια πράγματα για τα στρατόπεδα, για να ησυχάσω.
Μεγάλος πια μπόρεσα να καταλάβω το πάθος της, να μην πετάμε ούτε μια μπουκιά ψωμί – δε θυμάμαι να υπήρχε μέρα που έλειψε το ψωμί από το σπίτι μας. Όταν πια η μητέρα μου χτυπημένη από ανίατη ασθένεια , πάλευε να κρατηθεί στη ζωή, ανάμεσα σε δύο κόσμους , κράτησε το χέρι του πατέρα μου και ρώτησε με αγωνία “Λάζαρε, μας έπιασαν. Τι θα μας κάνουν; Τα παιδιά;”. Και ο πατέρας μου την ησύχασε πως είμαστε όλοι δίπλα της. Κι έτσι έφυγε ήσυχη.
Τέλος μια τυχαία έκφραση στα χείλη της συναδέλφου Θάλειας Κολοκοτρώνη –που άκουγα συνεχώς από τη νονά μου – στάθηκε αφορμή να γνωρίσω την οικογένεια του πατέρα της Αχιλλέα Κολοκοτρώνη , που ρισκάροντας τη ζωή τους στα μαύρα χρόνια της Κατοχής έσωσαν τη οικογένεια του πατέρα μου, στην Ανατολή Αγιάς».
ΖΩΗ ΧΑΜΕΝΗ ΣΤΟΥΣ ΦΟΥΡΝΟΥΣ
Με μάτια υγρά η κ. Λίζα Φις ξεδιπλώνει αναμνήσεις που πονάνε. «Στελλίνα Ματαθία. Αριθμός βραχίονα Α8388. Γερισων Ματαθίας. Αριθμός βραχίονα Α15488. Οι γονείς μου. Είμαι ένα παιδί που γεννήθηκε από ομήρους, μέσα από πόνο, μα και ελπίδα για μια καινούργια ζωή. Η μητέρα μου άφησε στα στρατόπεδα τους γονείς της, πέντε αδέλφια και τον άνδρα της. Ευτυχώς δεν είχε ακόμα παιδιά. Αν είχε παιδιά θα ήταν και αυτή τροφή στους φούρνους. Ο πατέρας έχασε γονείς, αδέλφια και την όμορφη γυναίκα του Λίζα. Μου έδωσε το όνομά της, τιμή για εμένα. Έχασε τα τρία του παιδιά. Την Έστερ 8 χρονών, τη Ρόζα 6 χρονών και την Άννα 2 χρονών. Θυμάμαι τις φωτογραφίες τους πάνω από το κρεβάτι των γονιών μου δίπλα στις δικές μας. Μια ζωή χαμένη στους φούρνους».
Η οικογένεια της κ. Λίζας Φις απάλυνε τον πόνο συζητώντας με συγγενείς και φίλους όλα όσα είχαν βιώσει, έτσι προσπάθησαν να νικήσουν τον θάνατο των στρατοπέδων. «Θυμάμαι στο σπίτι μας τον Λάζαρο, την Τίλντε, τον Σαμουήλ, τη Χαρά και τόσους άλλους ομήρους που είναι πικρές αναμνήσεις καθώς τους άκουγα να διηγούνται όλα όσα είχαν ζήσει. Τους άκουγα να λένε πως μια μέρα μάζεψαν όλους τους Κερκυραίους άνδρες κρατούμενους έξω από τα ντους. Είχε τελειώσει το γκάζι. Περίμεναν τους Γερμανούς να το φέρουν. Αγκαλιάζονταν και χαιρετούσαν ο ένας τον άλλο γιατί γνώριζαν ότι έρχονταν το τέλος τους. Μια νέα διαταγή γύρισε τους Κερκυραίους στο στρατόπεδο και τη θέση τους πήραν οι νεοαφιχθέντες από την Ουγγαρία. Αυτή ήταν η σωτηρία τους και ο θάνατος των Ούγγρων».
Ο θάνατός σου η ζωή μου, για την επιβίωση. Δεν γινόταν διαφορετικά. Αυτά τα παιδιά των ομήρων δεν μεγάλωσαν με παραμύθια. «Μεγάλωσα με ιστορίες που άκουγα από τα στρατόπεδα. Όχι, με νανουρίσματα αλλά με τραγούδια των στρατοπέδων». Συγκινείται και καταλήγει η Λίζα Φις «οι γονείς μου προσπάθησαν σκληρά να ξεπεράσουν τις δυσκολίες να προσαρμοστούν στη νέα τους ζωή, όμως δεν ξέφυγαν ποτέ από το παρελθόν».
Ζωή Παρμάκη