* Από την Άννα Μανωλοπούλου
Γεμάτο λυρισμό, ένταση και εικόνες το ποιητικό έργο της Άννας Μανωλοπούλου με τίτλο «Το Φιλί του Ανέμου» που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στο Θέατρο του Μύλου, ως μονόλογος της Ανδρομάχης Μακρίδου σε σκηνοθεσία του Κώστα Λαμπρούλη.
Η ποιήτρια Άννα Μανωλοπούλου γράφει για το έργο:
«Μια μέρα περπατούσα δίπλα στο ποτάμι και άκουσα μια ιτιά να κλαίει γοερά και να εξομολογείται σ' εκείνο... το «πάντα ρει και ουδέν μένει»: Έμαθα και άκουσα πολλά, χρόνια τώρα, σε τούτη εδώ την όχθη ριζωμένη. Είδα και τη σκιά μου στης ροής σου τον πλωτό καθρέφτη να ταξιδεύει, ως περιπλανώμενο τυχαίο, στο «Ανεπίστρεπτο» με εμβέλεια το άπειρο ή και το τίποτα, ποιός ξέρει! Μα όταν με... άγγιξε ο άνεμος με τα θεσπέσια, του Έρωτα, φτερά του, δεν με χωράει ο παράδεισος της μοναξιάς μου, είπα. Γιατί, νεύμα Θεού ο Έρωτας και άγγιγμα ψυχής το χάδι και το φιλί του ανέμου, καύχημα μνήμης και της νοσταλγίας οίστρος στην αφή του Χρόνου.
Μα έφυγε ο Άνεμος. Έτσι, όπως ήρθε, ξαφνικά, σαν μια Στιγμή ωραία και μοναδική, που εμείς γονυπετείς την ικετεύουμε: Μείνε όμορφη και σώπα! Εκείνη όμως φεύγει δίχως να γυρίσει πίσω, όπως και η Ζωή στο διάβα της ημέρας...
Τότε ήταν που εγώ, είναι μια κλαίουσα ιτιά, είπα, καθώς την προσπερνούσα και είδα να στάζει το πικρό της δάκρυ, μες το βαθύ ποτάμι, σπονδή, στου Έρωτα την προαιώνια, ηδύπνοη, θυσία. Και είδα τον γενναιόδωρο λυγμό της να αφουγκράζεται στις δίνες της σιωπής του τα πιο ευπαθή του κόσμου πεπρωμένα, να αποκαθηλώνει από του βλέμματος της το μεταδείπνιο φως όλα τα τιμαλφή της μνήμης:
Αλήθεια έδωσε ο Άνεμος τη νύχτα εκείνη όρκο ιερό στην αγκαλιά μου, άδυτο μαγείας πως δεν θα με ξεχάσει. Και απορώ πως πλάταινε τόσο η καρδιά μου να χωρέσει το Άγιο, εκείνο, δείπνο των αισθήσεων!
Ο Άνεμος έφυγε και έμεινα έρημη ιτιά, σαν της θύελλας τη δόξα στο ουράνιο τόξο, και είπα: Έζησα του Έρωτα τη μέθη που τρέφεται απ' τις σάρκες των ονείρων μας για της ζωής την υπέρβαση, με την αδημονία, του εφήμερου, να χαρεί όλες τις ηλικίες του.
Σκηνικά ονειρικά, σαν την εγρήγορση των πόθων μας, μεταρσιώνονται σε στιβαρή πραγματικότητα, όπου οι χίμαιρες, γυμνές, χορεύουν με του χρόνου την πολύπαθη σοφία, για να υπάρχουμε!
Ποιητικές εικόνες, σαν αποκάλυψη πριν απ' την προφητεία, μας ταξιδεύουν από τη γη στους αιθέρες και απ' τους αιθέρες στη γη, με όχημα το όραμα της τέχνης για τον ίλιγγο της μέθης, όταν χάνουμε ό,τι μας άγγιξε και αγγίξαμε με δέος.
Ήχοι, ουράνια μέθεξη για μύστες και μυημένους στης ζωής το μυστήριο. Ήχοι, μουσικές συγχορδίες... αφήγησης..., όταν... ο χρόνος καμπυλώνεται από καταβολής όλων των καημών της γης που παίρνουν σχήμα και μορφή, μετουσιώνοντας τη ζωή σε ποίηση και την ποίηση σε οίστρο της φθοράς μας.
Όλα μια αισθητική ευωχία...!
Και το ποτάμι - χρόνος - κυλά αόρατα μέσα από την σκηνοθετική, σαν νομοτέλεια, ευαισθησία του Κώστα Λαμπρούλη, μπολιάζοντας το ατέρμονο συνεχές με τις αλκυονίδες των πόθων μας σε μια εικαστική τελετουργία στο βωμό των ονείρων μας.
Στο βωμό των ονείρων.., λοιπόν, μόνη η Ανδρομάχη Μακρίδου ως ιέρεια των δακρύων της επί σκηνής τραγουδάει: πώς να ξεχάσω το θείο, εκείνο, άγγιγμα στου σώματος μου τη σοφία! πώς να ξεχάσω το φιλί του Ανέμου που ξέρει, σαν χορευτής θεός στου χάους το έναστρο άθροισμα, πως η ζωή είναι ωραία μα σύντομη σαν της Αστραπής το βόλι! ΓΓ αυτό μεταμορφώθηκα σε κλαίουσα ιτιά... να απογειώνω τον έρωτα, με βαθυστόχαστες σιωπές και αέρινες κινήσεις, στη γλώσσα των άστρων, να μη χαθεί της ομορφιάς του ο μύθος στης μοναξιάς μου το ανοχύρωτο πρόσωπο».