Από τον Κων/νο Ι. Παπακωνσταντίνου
Ο ανώνυμος λαϊκός ποιητής, μας λέει: «Στον Άδη θα κατέβω και στον Παράδεισο / το χάρο ν` ανταμώσω δυο λόγια να του πω… / Καλά τα λέει ο δόλιος. Να κατέβει και να μιλήσει ντόμπρα στον βαρήκοο δεσπότη της Κάτω σκοτεινιάς.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι αυτό. Είναι το ξαναγύρισμα στον Πάνω Κόσμο. Πώς θ` ανέβει πάλι στο φως; Και με ποια γνώση; Η πλάση του Θεού σαν επτασφράγιστο μυστικό, κρατά τον κάτω κόσμο. Άβατο κι απόρθητο το βασίλειο του Άδη, για όποιον σκέπτεται να το δει και να ξανάρθει πίσω. Ο άνθρωπος εξακολουθεί να γνωρίζει μόνο τα του βίου του. Τη ζωή, τη μια και ανεπανάληπτη. Αυτή την τόσο γνωστή και υπέροχη πραγματικότητα. Αυτή που πολλές φορές αλόγιστα την αγνοούμε ή την κατασπαταλούμε.
Αν και κανένας θνητός δεν κατάφερε ν` αναμετρηθεί με το χάρο, η Μυθολογία μας αναφέρει αρκετές θανατομαχίες και συγκρούσεις θνητών, με τον Βασιλιά του Άδη. Προσπάθησαν σαν εκπρόσωποι των ζωντανών, ν` ανατρέψουν το πεπρωμένο. Έπαιρναν λοιπόν το δρόμο και από πολλά περάσματα, όπως λ.χ. την Αχερουσία Λίμνη, τη Λίμνη της Λερναίας της Αργολίδος, τον Ταίναρο κ.ά. επιχειρούσαν την κάθοδο στον Άδη. Άλλος κατέβηκε στον Άδη, με όπλα και δύναμη τρανή κι άλλος με τέχνη, με πονηριά και δόλο.
Είναι γνωστή η νικηφόρα αναμέτρηση του Ηρακλή με το θάνατο, για να πάρει σαν έπαθλο την Άλκηστη, το υπόδειγμα της συζυγικής πίστης, που δέχθηκε να πεθάνει, για χάρη του άντρα της του Άδμητου. Πάλεψε με τον χάροντα, τον νίκησε κι έσωσε την Άλκηστη. Και πάλι ξανακατέβηκε στον Άδη ο Ηρακλής, για να πιάσει τον Κέρβερο και να λυτρώσει τον συγγενή του, τον Θησέα.
Στον Άδη κατέβηκε και ο Ορφέας, ο φημισμένος μουσικός, γυρεύοντας εναγώνια την Ευρυδίκη. Αυτός για δύναμη είχε τη μουσική του τέχνη. Άγαλμα έμεινε ο Κέρβερος σαν άκουσε τη μουσική του Ορφέα. Σταμάτησαν τα μαρτύρια των αμαρτωλών. Ο Άδης έμεινε άναυδος. Το Βασίλειό του παρέλυσε. Και τότε ο Βασιλιάς του Κάτω Κόσμου έδωσε στον Ορφέα την καλή του. Με μια συμφωνία όμως. Όσο ν` ανέβει στον Πάνω Κόσμο, να μη γυρίσει να κοιτάξει πίσω του. Αλλά σαν τη γυναίκα του Λωτ την έπαθε κι αυτός. Γύρισε να δει αν τον ακολουθεί η Ευρυδίκη και την έχασε πάλι. Γύρισε στον κόσμο του σκότους.
Αλλά και ο πολύτροπος Οδυσσέας έφτασε στα Τάρταρα. Κι άκουσε εκεί την προφητική φωνή του ΜάντηΤειρεσία. Του είπε για το ταραχώδες μέλλον του. Για τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες, που τον περιμένουν, όσο να γυρίσει πολύπαθος στο νησί των Φαιάκων. Άκουσε τη μάνα του, τον Αγαμέμνονα και τον Αχιλλέα, να του λένε, πως είναι καλύτερα να ζει κανείς στον Πάνω Κόσμο κι ας είναι ο πιο παρακατιανός των ανθρώπων κι ας είναι δούλος κι άσημος, παρά να είναι ακόμα και βασιλιάς των νεκρών. «Βουλοίμην και επάρουρος εών θητεύων άλλων / ανδρί παρ` ακλήρω και μη βίοτος πολύς είη. Η πάσα νεκρύεσι καταφθιμένοις ανάσσειν».
Όλα αυτά βέβαια ανάγονται στη σφαίρα του μύθου. Ή και στις δοξασίες πανάρχαιων θρησκειών. Οπωσδήποτε όμως οφείλονται στην έντονη περιέργεια του ανθρώπου και στη σφοδρή επιθυμία του, να γνωρίσει τι τον περιμένει, αφήνοντας τον μάταιο τούτο κόσμο.
Ο Χριστιανισμός, Θεόπνευστη θρησκεία, μας αποκαλύπτει δύο τέτοιες νεκραναστάσεις, απαλλαγμένες όμως από το μυθικό μανδύα. Ο Λάζαρος πεθαίνει και ο Ιησούς τον ανακαλεί: «Λάζαρε δεύρο έξω». Και στην κόρη του Ιάειρου που πέθανε λέγει: «Ταλιθά κούμι» δηλ. >»Κοράσιον σοι λέγω έγειρε». Αλλά ούτε ο Λάζαρος, ούτε η κοπέλα προσκομίζουν γνώση από τον Κάτω Κόσμο. Αυτά είναι θαύματα, βουλές του θεού, που απέχουν του μύθου. Ο ανώνυμος όμως λαϊκός ποιητής, ο μυθοπλάστης και εκφραστής μιας ακαταλάγιαστης επιθυμίας του ανθρώπου, δεν τρέφει ψευδαισθήσεις, όταν αναφέρεται στον ανέφικτο της γνώσης του «επέκεινα».
«Να `τανε να γνωρίζανε
τον Κόσμο οι πεθαμένοι
δε θα `κλαιγε η μάνα το παιδί
και το παιδί τη μάνα
δε θα `κλαιγαν τ` αντρόγυνα
τα πολυαγαπημένα.
Μα όταν στερέψει η θάλασσα
και γίνει περιβόλι
κι όταν θα κάμει η ελιά κρασί
και το σταφύλι λάδι
τότε θα περιμένουμε
να `ρθουν από τον Άδη.
Πέρα όμως από τους μύθους και τα θαύματα επιχειρήθηκε η κάθοδος στον Άδη με όχημα το όνειρο. Κάποιος Βυζαντινός συγγραφέας, επιχειρεί σε ποιητικό του λόγο, ν` αποστείλει τον άνθρωπο στον Κάτω Κόσμο, μέσα από το όνειρο. «Έθεκεν στο κλινάρι του και ύπνον απεκοιμήθη». Κι όταν έφτασε στον Άδη, αμαρτωλοί και αναμάρτητοι τον ρωτούσαν φορτικά να μάθουν νέα από τον Πάνω Κόσμο. Κι ακόμα, πια μνήμη κρατούν οι ζωντανοί για τους αποθαμένους. Κι εκείνος τους αραδιάζει την αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι:
«Οι νέες όπου χηρέψανε
άλλων χείλη φιλούσιν
άλλους περιλανβάνουσι
κι εσάς καταλαλούσιν».
Και συνεχίζει ο ποιητής σκωπτικά.
Κι οι μάνες ψεύτρες βρίσκονται
κι οι αδερφές αρνιούνται
Εγώ είδα μάνα στο χορό
την αδερφή στο γάμο
τη χήρα και την ορφανή
στης Εκκλησιάς την πόρτα.
Ας έλθουμε όμως στην πραγματικότητα. Εμείς είμαστε Χριστιανοί. Και για τους πιστούς Χριστιανούς, την επίγεια ζωή, δεν ακολουθούν τα Τάρταρα και το κράτος του σκότους. Έρχεται η ουράνιος Βασιλεία. Εμείς προσδοκάμε «Ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος…»