Από τον Κώστα Γιαννούλα
Χριστούγεννα έρχονται κάθε χρόνο και ασκούν ιδιαίτερη γοητεία σ' όλο τον κόσμο. Όμως, αυτά, που σημάδευσαν εμένα και σ ' αυτά, που προστρέχω με τη θύμησή μου, κάθε φορά που πλησιάζουν, είναι τα χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων.
Ήταν η εποχή, που στα χωριά μας δεν είχε φθάσει ακόμα το ηλεκτρικό ρεύμα και, κατά συνέπεια, απουσίαζαν απ' τα σπίτια μας κεντρική θέρμανση, τηλεόραση, κινητά, διαδίκτυο και όχι μόνο, ενώ μέσα στο σκοτάδι της νύχτας κυριαρχούσε το φως της λάμπας πετρελαίου, το αναμμένο τζάκι και το φως του φεγγαριού, όταν υπήρχε ξαστεριά. Και επειδή εκείνα τα χρόνια, τέτοια εποχή χιόνιζε πιο συχνά και τα κρύσταλλα κρέμονταν απ' τις άκρες των κεραμιδιών, λες και ήτανε σπαθιά, ο ήχος της καμπάνας, που μέσα στη νύχτα καλούσε τους χριστιανούς να υποδεχθούν το μικρό Χριστούλη στη φάτνη του, σκορπούσε ρίγη συγκινήσεως σε μικρούς και μεγάλους.
Κάθε που έρχονται, λοιπόν, τα χριστούγεννα, ως κινηματογραφική ταινία περνούν μπροστά από τα μάτια της θύμησής μου πλήθος εικόνων. Απ' αυτές, όμως, τρεις κατηγορίες δε λείπουν ποτέ από τις αναμνήσεις μου. Η μία έχει να κάνει με τα κάλαντα, η άλλη με το γιορτινό τραπέζι και η τρίτη με τη γουρουνοχαρά.
Ξεκινώντας απ' τα κάλαντα, επισημαίνω ότι τότε τα τραγουδουσαν μόνο αγόρια πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι και μάλιστα νύχτα, με συνηθισμένη ώρα απ' τις τρεις το πρωί μέχρι λίγο μετά την ανατολή του ήλιου. Γι' αυτό και οι μικροί τραγουδιστάδες ήταν, συνήθως, εφοδιασμένοι με φακό ή φανάρι, για να φωτίζει τα βήματά τους, αλλά και με μια μαγγούρα για λόγους ασφαλείας και για να χτυπούν με αυτή τις πόρτες των σπιτιών, που οι νυκοκοιράδες δεν άνοιγαν. Ήταν εφοδιασμένοι, επίσης, με γκλίτσα, στη ράβδο της οποίας περνούσαν κουλούρες, που μερικές νοικοκυρές έδιναν ως ανταμοιβή για την επίσκεψη αντί για πενταροδεκάρες, που έδιναν κάποιες άλλες. Όλο αυτό το παιδομάνι, είτε κατά μόνας είτε παρέες - παρέες μέσα στο κρύο αλλά και μέσα στη βροχή και στο χιόνι, πολλές φορές, δημιουργούσε με τις φωνές και τα τραγούδια του μια χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα άκρως ενδιαφέρουσα και εντυπωσιακή.
Αλλά και το γιορτινό τραπέζι, παρότι ήταν πολύ πιο λιτό σε σύγκριση με το σημερινό, ήταν πεντανόστιμο και το περιμέναμε πως και πως. Σ' αυτό συντελούσε και η καθιερωμένη νηστεία των σαράντα ημερών, που υιοθετούσε, τότε, η συντριπτική πλειοψηφία των χριστιανών, οπότε τα Χριστούγεννα δεν είχαν μόνο πνευματικό περιεχόμενο αλλά προσφέρονταν και για γευστικές απολαύσεις, που, λόγω στέρησης, ήταν υπέροχες. Και επειδή το ρεβεγιόν, ήταν, τότε, άγνωστη λέξη στα χωριά, η πιο συνηθισμένη εικόνα αμέσως μετά τη χριστουγεννιάτικη θεία λειτουργία, που τελείωνε νωρίς το πρωί, ήταν να κάθεται όλη η οικογένεια γύρω από το σοφρά και ν' απολαμβάνει τα εδέσματα μέσα σε γέλια και χαρές.
Τέλος, έντονα χρώματα, που δεν ξεθώριασαν εξ αιτίας του χρόνου, καίτοι μεσολάβησε μισός και πλέον αιώνας, διατηρεί στις αναμνήσεις μου και η γουρουνοχαρά, την οποία γεύονταν σχεδόν όλες οι οικογένειες του χωριού, μια που κάθε μια εξέτρεφε, τουλάχιστον, ένα γουρούνι, το οποίο και έσφαζαν κατά την περίοδο των εορτών, ενώ, αμέσως μετά τη σφαγή, ακολουθούσε τσιμπούσι οικογενειακό ή διευρυμένο με συγγενείς. Και επειδή, λόγω λιτότητας, σπάνια, επισκέπτονταν οι γονείς μας τον κρεοπώλη, η γουρουνοχαρά έδινε την ευκαιρία όχι μόνο να λαδώσει το έντερό μας στιγμιαία αλλά και να γεύεται η οικογένεια, επί μακρόν, λουκάνικα, κεφτέδες, λίγδα, παστωμένο κρέας, τσιγαρίδες κι άλλες λιχουδιές, προϊόντα του άφθονου κρέατος, που εξασφάλιζε η σφαγή του γουρουνιού.
Έχουν, βέβαια, τη δική τους ομορφιά και τα χριστούγεννα των σύγχρονων καιρών, τα οποία, παρά την οικονομική κρίση, συνεχίζουν να είναι πιο γκλαμουράτα και να πνίγονται στα λαμπιόνια και στα φαγοπότια. Δε μπορούν, ωστόσο, να συναγωνιστούν αυτά των παιδικών μου χρόνων, τα οποία μπορεί να ήταν πιο φτωχικά και πιο κρύα, υπερτερούσαν, όμως, σε πνευματικότητα, σε ανθρωπιά, σε οικογενειακή θαλπωρή και προπάντων σε νοστιμιά, για τους λόγους που ανέφερα.