Από τον Γιάννη Μήτσιο
φυσικό - νομικό
Εάν σ’ έναν τόπο για τόσους και τόσους ανθρώπους κυρίαρχη ιδεολογία είναι η ιδεολογία του σκυλάδικου, του ροκάδικου, της σύριγγας, του γηπεδοχουλιγκανισμού και της ραδιοτηλεαποβλάκωσης. Και για άλλους τόσους ο χυδαίος λαϊκισμός που εκφράζεται με το γνωστό σχήμα: Ολοι κλέβουν, εγώ γιατί να μην κλέψω, όλοι κάνουν κομπίνες, εγώ γιατί να μην κάνω, όλοι σκοτώνουν εγώ γιατί να μην σκοτώσω; Όταν μάλιστα υπάρχουν κι εκείνοι που όλα αυτά τα βλέπουν με ένα πνεύμα ύποπτης ανοχής κάνοντας την πονηρή σκέψη «άσε τον φελάχο να εκτονώνεται αρκεί να μη σκέφτεται».
Εάν σε μια χώρα τόσες και τόσες φορές ο τύπος, έστω και αν λέγεται κίτρινος, για να αυξήσει την πελατεία του και κάποια πολιτικά κόμματα για να μαντρώσουν στα κομματικά τους μαντριά τους κομματικοποιημένους οπαδούς τους, καλλιεργούν μια άκρατη επιθετικότητα και εξαπατούν τα πιο ταπεινά ανθρώπινα ένστικτα αδιαφορώντας για την απαράδεκτη και την απάνθρωπη υποβάθμιση των ανθρώπινων σχέσεων και τη δραματική πτώση της ποιότητας ζωής που προκαλούν.
Εάν από το βήμα κάποιας Βουλής καταγγέλλεται ότι αρκετοί αστυνομικοί διακινούν ναρκωτικά και επώνυμα δεν καταγγέλλεται ούτε ένας. Όπως και αν από άλλα βήματα, κάποια άλλα επίσημα χείλη καταγγέλλουν ότι ορισμένοι καθηγητές γυμνασίων και λυκείων χρηματίζονται κάνουν ιδιαίτερα φροντιστηριακά μαθήματα και αγοραπωλησία βαθμολογίας, παρ’ όλη την ποινικοποίηση των ιδιαίτερων φροντιστηρίων τη στιγμή που έγινε αποποινικοποίηση της μοιχείας και των αμβλώσεων, χωρίς να συλλαμβάνεται και να τιμωρείται ούτε ένας. Έστω και αν υπάρχουν και εκείνοι που όλα αυτά τα λένε εντυπωσιασμούς, φενακισμούς και αποπροσανατολισμούς της κοινής γνώμης.
Εάν μία κοινωνία μολυσμένη από πνευματικό και ηθικό έητζ ενοχής και ανοχής με πεσμένο τόσο χαμηλά το ηθικό της και το εύρος των θεσμών της, ώστε να έχει τόσο κατεστραμμένα τα αντισώματά της ώστε να μπορεί να φτάσει στη δικαίωση των άξιων και στην αναγνώριση των αξιών. Αλλά να επιτρέπει να αναπτύσσονται σ’ ένα σωρό σημεία του σώματός της πυώδεις πληγές που κακοφορμίζουν ολόκληρη την υπόστασή της όπως είναι οι κλέφτες, οι καταχραστές, οι κομπιναδόροι, οι σπείρες διαρρηκτών, οι συμμορίες ληστών και οι εταιρίες δολοφόνων. Εάν σε μια χώρα οι νέοι «στεγνοί» από αγάπη και δάκρυα, από κοινωνικά και ανθρώπινα ενδιαφέροντα είναι φυσικό να γίνονται ευάλωτοι στα κηρύγματα, τα τάματα και τα θάματα, που τους στέλνουν στο περιθώριο της ζωής. Και αν... ο γονιός ξέροντας όλα αυτά και βλέποντας πως τίποτα δεν ξανοίγεται σαν ελπιδοφόρο επαγγελματικό τους αύριο, όσες προσπάθειες μόρφωσης και αν καταβάλλουν οι ίδιοι, όσες υλικές θυσίες και αν υποστεί η οικογένεια για να εξασφαλιστεί η μόρφωση αυτή, ιδρώνει μόνο που κάνει αυτές ή άλλες παρόμοιες σκέψεις.
Εάν σε μια χώρα λουσμένη στον ήλιο και στο φως, σ’ έναν τόπου που έχει για κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα την ορατότητα, τη διαύγεια και τη διαφάνεια, τόσες και τόσες πλευρές της δημόσιας ζωής του μένουν αδιαφανείς, σκοτεινές και αθέατες. Αν για παράδειγμα βλέπει ο καθένας την προκλητική σπατάλη χρήματος ενός «αδιαφανούς» γείτονα θα πρέπει να είναι μαζοχιστής αν δεν αναλογίζεται ποιος και γιατί εξασφάλισε τόσες ανέσεις στην αισχροκερδή παραοικονομία και στις δουλειές του ποδαριού, ενώ στράγγιξε με τη φορολογία, το εισόδημα από τη δηλωμένη και την έντιμη εργασία.
Εάν σε κάποια χώρα παρατηρεί κανένας πόσο λίγο, πια, σέβονται το λειτούργημά τους ακόμα και εκείνοι που έδωσαν όρκους ιερούς και επίσημους πως θα είναι πάντα στην υπηρεσία των ανθρώπων και του δικαίου δεν μπορεί παρά να νιώθει φόβο για τη μοναξιά του, για την απομόνωσή του, για το κοινωνικό κενό που μέσα του αιωρείται.
Δεν μπορεί παρά να τρομάζει όταν διαβάζει στις εφημερίδες ότι κάποιος δικαστής «λαδώνεται», κάποιος γιατρός παίρνει εκβιαστικά «φακελάκια», κάποιος εφοριακός δωροδοκείται, κάποιος καθηγητής χρηματίζεται και καταχράται δημόσιο χρήμα, κάποιος... Ο κατάλογος είναι εκτενής.
Εάν σ’ ένα οργανωμένο σύνολο ανθρώπων, σε κάποια πολιτεία, ο πολίτης χάσει κάθε εμπιστοσύνη, στους λόγους, στις διαβεβαιώσεις και στις πράξεις της συνδικαλιστικής του, της πολιτικής του και όποιας άλλης ηγεσίας του, δεν μπορεί παρά να περιχαρακώνεται κι αυτός στο ατομικό του συμφέρον, να μην σκέφτεται πως σε κανέναν διπλανό του δεν οφείλει πια τίποτα και καμιά υποχρέωση δεν τον δεσμεύει απέναντι στο σύνολο. Και δεν είναι παράξενο πως σε κάποιες κρίσεις και σε κρίσιμες καταστάσεις ξεχνά την ιδεολογία του και τον πατριωτισμό του και χάνεται στους διαδρόμους των σούπερ - μάρκετ προσπαθώντας να αγοράσει όσα περισσότερα τρόφιμα μπορεί.
Εάν λοιπόν σε μια χώρα, σε μια κοινωνία και σε κάποια εποχή συμβαίνουν όλα αυτά και άλλα πολλά που όλα μαζί συνθέτουν ένα κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο όλοι, ιδεολόγοι και ασφαλιστές, αντιρρησίες και εξαπατημένοι, κερδισμένοι και χαμένοι, επώνυμοι και ανώνυμοι είναι υποχρεωμένοι να ζουν και να μην μπορούν να δραπετεύσουν από τις αλήθειες που τους κυνηγάνε καταπόδας δικαιούται να αναρωτηθεί καθένας:
Άραγε, ύστερα από τόσα χρόνια μιας αποφράδας ημέρας για τη δημοκρατία, σε ορισμένες τουλάχιστον στιγμές, για ορισμένα απ’ όλα αυτά, δεν ντρέπεται κανένας; Και αν υπάρχουν πολλοί που ντρέπονται, πιστεύουν πότε η ντροπή αυτή θα φτάσει έως το βάθος, μέχρι το μεδούλι αυτού του λαού;
Ο Γιάννης Μήτσιος είναι Φυσικός - Νομικός