Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης
Η χθεσινή συνέντευξη του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκου Αναστασιάδη, στην «Καθημερινή», έχει ένα αισιόδοξο μήνυμα. Η εκ μέρους του αναγγελία προόδου στις συνομιλίες με την τουρκοκυπριακή πλευρά που μπορεί να οδηγήσει σε λύση του Κυπριακού είναι μια γροθιά στα στερεότυπα, με τα οποία έχει κυλήσει η εξωτερική πολιτική της χώρας μας.
Ο κ. Αναστασιάδης, που προφανώς ζητεί έμπρακτες υποχωρήσεις από την τουρκική πλευρά, έχει και στο παρελθόν δηλώσει ότι τα αναμενόμενα κοιτάσματα πετρελαίου «πρέπει να διαμοιραστούν δικαίως στο κοινό κράτος που θα δημιουργηθεί στη βάση της ομοσπονδίας». Χθες, προσέθεσε ότι μόνον εφόσον λυθεί το Κυπριακό θα υπάρξει προοπτική κατασκευής αγωγού μεταφοράς αερίου, μέσω Κύπρου, προς την Τουρκία. Αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα κατάματα, ο Κύπριος πρόεδρος καταρρίπτει τα κλισέ ενός αδιάλλακτου πατριωτισμού. Η κυπριακή κοινωνία, επίσης, δείχνει ιδιαίτερα ώριμη για να την αποδεχθεί και να προχωρήσει.
Στην προσπάθεια αυτή, η κυπριακή ηγεσία εργάζεται από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε την εξουσία. Μετά το κυπριακό μνημόνιο, την περιπέτεια με τις κυπριακές τράπεζες και με φόντο τις έρευνες για πετρέλαιο στην περιοχή, η επαναπροσέγγιση των δύο κοινοτήτων άρχισε να θεωρείται νομοτελειακή και να προετοιμάζεται συστηματικά. Και τώρα, ενώ η χώρα αφήνει πίσω της την οικονομική επιτήρηση, για πρώτη φορά στην ιστορία της, υπαγορεύει στην Ελλάδα την πολιτική, αντί να σύρεται πίσω από τα ελληνικά στερεότυπα.
***
Στις αρχές του 1990, με συναδέλφους και συνεργάτες, είχα βρεθεί για δουλειά στη Λευκωσία. Ο Αττίλας ήταν πιο πρόσφατος, αλλά κι η διάθεση να επουλωθούν οι πληγές που είχε προκαλέσει παρούσα. Λίγο καιρό πριν είχαν καταρρεύσει οι χώρες του κομμουνισμού, και η Κύπρος είχε καταφέρει να προσελκύσει στις τράπεζές της κεφάλαια από τις ανατολικές χώρες, είχες λοιπόν την εντύπωση της κοσμογονίας. Η οποία εντυπωνόταν βαθύτερα αν συνέκρινες την κυπριακή δημοκρατία με το τουρκοκυπριακό κράτος, το «ψευδοκράτος», όπως το αποκαλούσαμε εμείς.
Η οικονομική άνθηση, ασφαλώς, είχε και πολλές παράλληλες επιπτώσεις. Θυμάμαι να λειτουργεί, τότε, στο κέντρο της Λευκωσίας, ένα καμπαρέ, με νεαρά κορίτσια από τη Ρουμανία. Το trafficking είναι, προφανώς, μια απεχθής ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά το καμπαρέ γέμιζε – και ανυποψίαστοι, ένα βράδυ, βρέθηκε και η ελληνική αποστολή εκεί, λιγάκι σαστισμένοι παρατηρητές. Προσωπικώς, με εντυπωσίασε μια νεαρή Ρουμάνα, που όπως μάθαμε είχε σπουδάσει κλασικό τραγούδι, και γι’ αυτό είχε γλιτώσει την πορνεία, με καθήκον να τραγουδάει ελληνικά σκυλέ τραγούδια. Το σουξέ της έλεγε, με ελληνοκυπριακή προφορά: «Έλληνες είμαστε, ‘α βρούμεν τρόπον, ‘α ζωντανέψομεν αυτόν τον τόπον». Ήταν σουρεαλιστικό και θλιβερό, ταυτόχρονα.
Η αλήθεια είναι ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είχε ως δόγμα, σχεδόν από τη σύστασή της, το 1959, την εναρμόνιση με την εθνική γραμμή. Κι αυτό αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιζήμιο στη συνέχεια, αφού μια χώρα με δυο ισχυρές εθνικές κοινότητες, που ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Βρετανική Κοινοπολιτεία, αντί να πασχίσει να βρει ισορροπίες μέσα σε μια καινούργια ταυτότητα, παραδόθηκε στον ελληνικό και στον τουρκικό εθνικισμό.
***
H Κυπριακή Δημοκρατία προέκυψε τον Φεβρουάριο του 1959 από τις Συμφωνίες της Ζυρίχης. Το Σύνταγμά της πρόβλεπε την επιτυχία ενός πειράματος συμβίωσης δύο κοινοτήτων με βαθύτατα εδραιωμένα στερεότυπα έχθρας. Ελληνοκύπριος πρόεδρος, Τουρκοκύπριος αντιπρόεδρος. Συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων κατά 30% στις δομές του κράτους και στη δημόσια διοίκηση. Ξεχωριστές εκλογές για τα μέλη της Βουλής. Ένα κράτος, δηλαδή, με δύο κοινότητες που έπρεπε να συνεργάζονται αρμονικά. Αλλά οι πάντες έκαναν το παν για να μην συμβεί αυτό. Τα εθνικιστικά παρακράτη, σε σύνδεση με τα εθνικά κέντρα, ήταν πανταχού παρόντα. Και η Κύπρος, μια δυναμική μικρή χώρα, ήταν όμηρος μιας άγονης δήθεν πατριωτικής αδιαλλαξίας.
Μάλιστα, το 1964, η αδιαλλαξία αυτή οδήγησε τον Μακάριο να επιχειρήσει προσέγγιση με τη Σοβιετική Ένωση – στην ουσία δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη επιρροή στην περιοχή του αμερικανικού παράγοντα. Στο μεταξύ, η Κύπρος είχε γίνει σωστή πυριτιδαποθήκη, με αυξημένα ελληνικά και τουρκικά στρατεύματα να έχουν μεταφερθεί μυστικά για να λύσουν διά των όπλων τις διαφορές. Τα πολεμικά επεισόδια διαδέχονταν το ένα το άλλο, Τουρκοκύπριοι διώχθηκαν από την Πάφο και από αλλού και η έχθρα μεγάλωνε. Για να καταλήξει στο υποκινούμενο από τη χούντα του Ιωαννίδη πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, το 1974, που αποτέλεσε την αφορμή την οποία καιρό περίμενε η Τουρκία για να εισβάλει και να καταλάβει περίπου το ένα τρίτο του νησιού.
Αλλά ούτε αυτό ήταν αρκετό να υποσταλούν οι εθνικισμοί. Τα μετέπειτα χρόνια, η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία συνύφαναν την πορεία τους με μια κοινή γραμμή, που κυρίως βάθαινε τη διαίρεση και ενίσχυε τη διχοτόμηση. Η πολιτική του ενιαίου αμυντικού δόγματος, από τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, βάθυναν το αδιέξοδο – και κάθε χρόνος που περνούσε, το «ψευδοκράτος» αποκτούσε υπόσταση: Ανανεωνόταν με εποίκους, άρχισε να χτίζεται ως τουριστικός προορισμός, απέκτησε ιδιωτικά πανεπιστήμια...
Χρειάστηκε η διακυβέρνηση Σημίτη, με πολύ έξυπνη διπλωματία, να εντάξει στην Ευρωπαϊκή Ένωση την Κυπριακή Δημοκρατία – μια σημαντική πολιτική πράξη, που μετέτρεψε το θέμα της Κύπρου σε ευρωπαϊκό. Χρειάστηκε η ουσιαστική διάψευση της αρνητικής στο σχέδιο Άναν πολιτικής Τάσσου Παπαδόπουλου (με τη σιωπηλή ανοχή της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή και με την υποστήριξη του... προλεταριακού διεθνισμού του αριστερού ΑΚΕΛ). Τέλος, χρειάστηκε η χρεοκοπία και οι επιπτώσεις της, το μνημόνιο και η υπέρβασή του για να κατανοηθεί στην Κύπρο ότι οι λύσεις δεν είναι στη στασιμότητα, αλλά στις τολμηρές πρωτοβουλίες. Δεν είναι στις ιδεοληψίες αλλά στην πραγματικότητα, και στις ευκαιρίες που δημιουργεί. Δεν θα βρούμεν τρόπον επειδή είμαστε Έλληνες αλλά επειδή είμαστε εργατικοί και ρεαλιστές. Και τολμηροί.
Η Κύπρος ευτύχησε να έχει ηγέτη έναν οραματιστή πρόεδρο, όπως ο Νίκος Αναστασιάδης. Κάτι που, τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς, εμείς στερούμαστε.