*Του Οδυσσέα Β. Τσιντζιράκου
φιλόλογο
Το ότι οι Έλληνες στη γλωσσική μας επικοινωνία χρησιμοποιούμε του κόσμου τους βαρβαρισμούς και τους σολοικισμούς δεν επιδέχεται καμιάν αμφισβήτηση. Κι αν προσθέσουμε και τα αμέτρητα πλέον αρκτικόλεξα, τις ξύλινες φράσεις «κλισέ», το κόψιμο των φωνηεντικών καταλήξεων στα ονόματα και τα ρήματα, τη διαφοροποίηση στην προφορά ορισμένων φωνηέντων, κάποιες στερεοτυπικά και άκομψα επαναλαμβανόμενες στον λόγο λέξεις ή εκφράσεις όπως: να ..’ούμε, βεβαίως, παράδειγμα να ‘ούμε, έτσι, ασφαλώς, στην προκειμένη περίπτωση κ.α., ‘ντάξει, λοιόν, καθώς και την πλήρη αναντιστοιχία ανάμεσα στο σημαίνον και τα σημαινόμενα ορισμένων εννοιών, τότε μπορούμε αβίαστα να μιλούμε πλέον για τη Νεοελληνική μας Βαβέλ.
Και σα να μη μας έφταναν όλα τα παραπάνω, τώρα τελευταία όλο και πιο πολύ παρατηρείται μια έξαρση στην αντωνυμική χρήση του λόγου, κατά την προφορική μας κυρίως επικοινωνία, έξαρση που εξαπλώνεται τόσο ραγδαία, λες και πρόκειται για μεταδοτικότατη επιδημική μάστιγα. Κι απορώ πώς και γιατί η πιο πλούσια γλώσσα ανά την οικουμένη συρρικνώθηκε τόσο πολύ, ευνουχήθηκε σχεδόν εξολοκλήρου, με επακόλουθο να φτάσουμε σήμερα να επικοινωνούμε πλέον με τις αόριστες και τις δεικτικές αντωνυμίες, καθώς και με ορισμένα δεικτικού χαρακτήρα επιρρήματα: αυτό, ετούτο, εκείνο, το άλλο, αυτός ο άλλος, αυτός εδώ, εκείνος εκεί, ο τέτοιος, η τέτοια, το τέτοιο, κάπου, εδώ, εκεί, αυτού… Προεξάρχουσα βεβαίως θέση έχει η χρήση του «τέτοιο»… Ήταν δηλαδή στραβό το κλήμα, το έφαγε κι ο γάιδαρος, κι απομείναμε με τα περασμένα μεγαλεία των ενδόξων ημών προγόνων!
Και φτάνει έτσι κανείς ν’ αναρωτιέται αν οι ανυπέρβλητοι Έλληνες γλωσσοπλάστες ανά τους αιώνες δεν μας άφησαν κανένα κληροδότημα στις αμμουδιές του Ομήρου ή αν εμείς οι νεοέλληνες δεν κάναμε τελικά την αποδοχή της κληρονομιάς. Μάλλον το δεύτερο ισχύει. Και ιδού πάνω κάτω η γλωσσική κατάντια στην εκφορά του λόγου Ελληνίδων και Ελλήνων ανεξάρτητα από ηλικία, κοινωνικό στρώμα, εκπαιδευτικό επίπεδο:
Πάρε αυτό εκεί και πήγαινέ το εκεί…
Ήρθε αυτός, εκείνος, μωρέ, ο άλλος πώς τον λεν, να δεις, ο … τέτοιος. Ναι αυτός, ο _ άιντε…
Πήγαινε σ’ αυτόν τον άλλο εκεί και πες του να σου δώσει τα τέτοια. Πάρ’ τα και βάλ’ τα αυτού…
Το πήρα για τέτοιο, να ‘ούμε. Εκείνος ο άλλος, να ‘ούμε, το κρατούσε αυτού να ‘ούμε.
Περάσαμε από δω χτες, για να … τέτοιο!
Πήγαμε, να πούμε κει πέρα, παράδειγμα, να πούμε κει πέρα, κι έγινε τέτοιο, να πούμε κει πέρα…
Θα τα κρατήσουμε αυτά, για να τα έχουμε… τέτοιο…
Ήρθαν και κείνοι εκεί οι άλλοι και παρακολουθούσαν την εκδήλωση τέτοιο…
Πάμε μαζί σ’ εκείνο το τέτοιο να τετοιώσουμε…
Ο άλλος στεκόταν και κοίταζε… τέτοιο.
Αυτό το τέτοιο είναι τέτοιο;
Τέτοιο, τέτοιο, τέτοιο… Παντού!
Τα Σόδομα δηλαδή και τα Γόμαρρα της Ελληνικής γλώσσας. O tempora, o mores, o nova lingua Graeca! Και όλα τα παραπάνω παραδείγματα, δυστυχώς, μόνο αποκυήματα φαντασίας δεν είναι. Το συχνό τους άκουσμα, μου προκαλεί πλέον από θυμηδία και παράκρουση. Και καλά να τ’ ακούει κανείς από ανθρώπους περιορισμένων γραμματικών γνώσεων. Εκεί πια λες το έασον χαίρειν. Αλλά το να βγαίνουν απ’ το στόμα ανθρώπων που διανύουν ήδη την ώριμη ηλικία, που είναι κάτοχοι γνώσεων και τίτλων και που επιδιώκουν ενδεχομένως να προβάλλονται ως φορείς κύρους, επιστήμης και εξουσίας, αυτό πια δεν συγχωρείται επ’ ουδενί.
Κι αυτό το έρμο το «τέτοιο» έχει πλέον ξεφύγει κατά πολύ απ’ την καθαυτό αντωνυμική του ιδιότητα και χρησιμοποιείται τόσο πρόχειρα σαν να είναι το κατεξοχήν «τζόκερ» του προφορικού λόγου, ως ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα στην εκφορά δευτερευουσών προτάσεων, ακόμα και ως επίρρημα! Επιπρόσθετα μπορεί να επέχει θέση κατηγορουμένου, αντικειμένου ή και οποιασδήποτε μορφής προσδιορισμού! Γίνεται δηλαδή ανά πάσα στιγμή «τέτοιο»! φτάνει μόνο να το προφέρουμε κι από κει και ύστερα έχουμε ήδη συνεννοηθεί άμεσα και άρδην. Το τι είδους συνεννόηση έχουμε κάμει, είναι άλλο ζήτημα. Σημασία έχει, που, με σημαίνον το «τέτοιο», μπορούμε αβίαστα και εκφράζουμε στον συνομιλητή μας αυτό που έχουμε στη σκέψη μας. Για ψάξιμο λέξεων είμαστε τώρα; Ε, όχι δα!
Επιπλέον, αν στο «τέτοιο» προσθέσουμε και τρία ρήματα, που, εδώ τουλάχιστο, στη γύρω περιοχή της Αγιάς χρησιμοποιούμε κατά κόρον: «αυτώνω», «απαυτώνω», και «τετοιώνω», τότε η επικοινωνία μας αποχτά και ποιότητα και ευκρίνεια στη λεκτική απόδοση των σκέψεων, των επιθυμιών και των συναισθημάτων μας! Μπορεί βέβαια όλα αυτά να φαντάζουν ως υπερβολή, μα θέλουμε δεν θέλουμε, δυστυχώς, σε τόσο φτωχή και άκομψη εκφορά λόγου έχουμε περιοριστεί, και δεν θα ήταν άτοπο, αν λέγαμε ότι έτσι, όπως πάμε, βαίνουμε με πρόοδο, γεωμετρική μάλιστα, προς αφανισμό της γλώσσας μας. Κι αναρωτιέμαι πού βαδίζουμε ως έθνος με γλώσσα χωλή και ιστορία μεταλλαγμένη. Κι αυτό μου γίνεται πιο βαρύ, όταν οι ίδιοι οι Έλληνες το αγνοούμε, ενώ το γνωρίζουν άριστα οι «ντυμένοι φίλοι» εχθροί μας, καταπώς λέει ο Ποιητής.
Δεν θέλω να πιστεύω ότι ως έθνος έχουμε ήδη ξοφλήσει, επειδή δώσαμε τα φώτα μας και δεν κρατήσαμε τίποτα για μας. Αλλά. Άλλο η επιθυμία, άλλο η πραγματικότητα. Οψόμεθα.