Γράφει ο Ηλίας Ηλία Κανέλλης
«Καταλάβετε σχολές, σαμποτάρετε τα ακυρωτικά μηχανήματα, μπείτε σε άδεια σπίτια, πάρτε τηλέφωνο για βόμβα, ανάψτε τσιγάρο στο μετρό, γιουχάρετε τον κάθε ένστολο, παίξτε ποδόσφαιρο σε λεωφόρους, ερωτευτείτε, σπάστε βιτρίνες, απειλήστε (sic), απελευθερώστε κατσαρίδες σε δημόσια κτίρια, κάντε φάρσες, πετάξτε μπογιές (...) απαλλοτριώστε σούπερ μάρκετ, ξεφουσκώστε λάστιχα περιπολικών, βάλτε τις φωνές, αφήστε απλήρωτους λογαριασμούς, γρατσουνίστε πολυτελή τζιπ, ρίξτε ζάχαρη στα μηχανήματα δημοσίων έργων, γράψτε με σπρέι, κωλυσιεργήστε στη δουλειά σας, παρακωλύστε την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, φτύνετε στο πάτωμα σε εφορίες, αρνηθείτε να σερβίρετε μπάτσους, διαδώστε φήμες, ταλαιπωρήστε δημοσίους υπαλλήλους, στείλτε google bombs, βουλώστε δημόσιες τουαλέτες, μιλήστε με αγνώστους, αχρηστέψτε ΑΤΜ».
Τα παραπάνω κείμενο, καταγεγραμμένο από τον Α. Κυριακόπουλο και τον Ευθ. Γουργουρή στο βιβλίο τους «Ανησυχία» (εκδ. Καστανιώτη), θα μπορούσε να θεωρηθεί άτυπο μανιφέστο του μηδενιστικού βίαιου κινήματος που ξέσπασε με οργή κατά της πρωτεύουσας, με ορμητήριο τα Εξάρχεια, τη γειτονιά που στο παρελθόν θεωρήθηκε ο τόπος της διανόησης και, εξ αυτού, και της αμφισβήτησης, και που μετατράπηκε σε ένα βίαιο γκέτο, εχθρικό για όσους δεν αισθάνονται τμήμα του.
***
Τα γεγονότα είναι γνωστά. Στις 6 Δεκεμβρίου 2008, ο ειδικός φρουρός εν υπηρεσία Επαμεινώνδας Κορκονέας πυροβολεί και σκοτώνει (με άμεσο δόλο, κατά τη δικαστική ετυμηγορία) τον νεαρό Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Λίγη ώρα μετά, οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας παίρνουν βίαιο χαρακτήρα. Δημιουργείται ένα κίνημα ταραξιών, αγανακτισμένων από το σύστημα (ή υποτίθεται αγανακτισμένων από το σύστημα), που σπάνε μαγαζιά, καίνε αυτοκίνητα, παραλύουν την αγορά, εμποδίζουν την κίνηση, διαλύουν την κοινωνική συνοχή. Ενα κίνημα που κηρύσσει την απείθεια, που προτρέπει στην υπονόμευση των κανονισμών της καθημερινότητας, στο σπάσιμο του κοινωνικού συμβολαίου. Ένα κίνημα που, παρά τα υποτιθέμενα πολιτικά αιτήματά του, στην πραγματικότητα επιδίωκε ένα πράγμα και μόνο: την καταστροφή και τις λεηλασίες.
Για μερικές μέρες, ο ιδιότυπος αυτός πολιτιστικός μηδενισμός, γοητευμένος από τη δυναμική του, διέλυσε το κέντρο της πρωτεύουσας. Κάποιες νέες τρομοκρατικές ομάδες, κάποιοι νέοι «σταρ» της τρομοκρατικής δράσης έκαναν την εμφάνισή τους, προστιθέμενη «αξία» στο χρηματιστήριο του φόβου. Στα αποκαΐδια, ένα είδος «πολιτικής ανομίας» εγκαταστάθηκε στο κέντρο της Αθήνας και προστέθηκε στη συνολική ανομία, στη θεσμική αδιαφορία για τον καθημερινό πολιτισμό. Πολλά μαγαζιά υπέστησαν φοβερές ζημιές – κάποια έκλεισαν, πριν τα προλάβει η κρίση που ακολούθησε. Οι περίοικοι, όσοι μπορούσαν, άρχισαν να εγκαταλείπουν τις γειτονιές του κέντρου, έμειναν πίσω όσοι είχαν ιδιοκτησίες, οι πιο ανίσχυροι.
Τι έμεινε; Ένας νεκρός και μια ημερομηνία ορόσημο, σύμβολα στην κουλτούρα της καταστροφής που υποκινεί ο πολιτιστικός μηδενισμός που περιγράφηκε παραπάνω. Η ανοχή των εκτρόπων από την Αριστερά, στο όνομα της ριζοσπαστικοποίησης των πολιτών χάρη στην οποία θα έρθει η αλλαγή της κοινωνίας. Η ανοχή των εκτρόπων από το κράτος (αρμόδιος υπουργός, τότε, στην κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, ο Προκόπης Παυλόπουλος). Και η τεχνογνωσία της βίας, αργότερα, μετά τη χρεοκοπία, όταν το ετερόκλητο κίνημα των «Αγανακτισμένων» έδωσε τη δυνατότητα σε ριζοσπαστικοποιημένα κομματικά σύνολα πλέον να βγουν από το πολιτικό περιθώριο. Ένα τέτοιο κομματικό σύνολο, είναι η σημερινή κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ (και με κυβερνητικούς εταίρους τους λαϊκιστές εθνικόφρονες Ανεξάρτητους Έλληνες).
***
Τι συνέβη, όμως, και παρότι στην κυβέρνηση βρίσκεται ένα αριστερό κόμμα, ο πολιτιστικός μηδενισμός του Δεκεμβρίου του 2008 συνεχίζει να υφίσταται και να δίνει το στίγμα του, είτε στις επετείους θανάτου του Γρηγορόπουλου, όπως συνέβη χθες στα Εξάρχεια αλλά και σε διάφορες πόλεις στην επαρχία, είτε σε περιόδους κοινωνικών εκρήξεων (έστω και αν, τελευταία, σε μεγάλο βαθμό ελέγχονται);
Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση είναι απλή. Η αριστερή (στον βασικό κορμό της) κυβέρνηση, ως κυβέρνηση περιορισμένης ευθύνης, δεν έχει διάθεση να ασχοληθεί με τη λειτουργία του κράτους, αν η λειτουργία αυτή δεν έχει άμεση σχέση με το κόμμα.
Η αριστερή κυβέρνηση, δηλαδή, αντιλαμβάνεται την εξουσία ως αφορμή κατάληψης του κράτους, επ’ ωφελεία των δικών της πελατειακών δικτύων. Εκτός αυτής της λειτουργικής σχέσης με τους «δικούς της», η κυβέρνηση σαν να έχει παραιτηθεί από την υποχρέωση λειτουργίας και του κράτους. Ό,τι δουλεύει είτε υπακούει στο νόμο της αδράνειας, είτε έχει την προσωπική σφραγίδα των προσώπων που έχουν την ευθύνη γι’ αυτό. Τα υπόλοιπα που κάνει η κυβέρνηση προκύπτουν από τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας, από το τρίτο μνημόνιο, την υποχρέωση υλοποίησης του οποίου έχει αναδεχθεί ο Αλέξης Τσίπρας, οι ιδεολογικοί φίλοι και οι συνεργάτες του. Βάζουν φόρους, προσπαθούν να βγάλουν τα νούμερα σε μια ασχεδίαστη προσέγγιση του ασφαλιστικού, επινοούν διάφορα νομοσχέδια τα οποία θεωρούν ότι θα πείσουν τους εταίρους για τις κυβερνητικές προθέσεις, προκειμένου να εκταμιεύουν χρήματα ώστε να συνεχίσουν να ασκούν την εξουσία.
Απ’ αυτή την άποψη, όμως, η πολιτική της κυβέρνησης, έστω κι αν έχει κίνητρο τη διατήρηση της εξουσίας εκ μέρους της, στην ουσία δεν έχει κανέναν άλλο στόχο πλην εκείνου που αναδείχθηκε ως κυρίαρχος στόχος των κινημάτων του δρόμου, του «μπάχαλου» και της λατρείας της καταστροφής: τον πολιτιστικό μηδενισμό.
Η κυβέρνηση, όπως και οι μηδενιστές ταραξίες των πόλεων, θυμίζει έναν δύτη που, ευρισκόμενος σε μεγάλα βάθη, χωρίς οξυγόνο, αισθάνεται ξαφνικά τεράστια ευφορία, που στη γλώσσα των δυτών αποκαλείται: η μέθη του βυθού. Λίγο μετά, ο δύτης θα λιποθυμήσει, θα πέσει σε κώμα, θα πεθάνει. Η κυβέρνηση είναι στη φάση της μέθης του βυθού.