Από τη Μαρίνα Αρσενοπούλου-Δοντά
Η Διαμεσολάβηση αποτελεί εξωδικαστική μέθοδο επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, ευρέως διαδεδομένη στις προηγμένες χώρες του εξωτερικού, ενταγμένη πλέον και στην ελληνική Νομοθεσία, με ιδιαίτερα επωφελή αποτελέσματα και για τις επιχειρήσεις.
Πρόκειται για μία ευέλικτη διαδικασία που διεξάγεται με όρους απορρήτου, κατά την οποία ένας ουδέτερος τρίτος, ο διαμεσολαβητής, υποβοηθά ενεργά τα εμπλεκόμενα μέρη, τα οποία προσέρχονται οικειοθελώς στη διαδικασία αυτή, προκειμένου, μέσω διαλόγου και διαπραγμάτευσης, να εξευρεθεί μία κοινώς αποδεκτή λύση για την μεταξύ τους διαφορά.
Σε διαμεσολάβηση μπορούν να υπαχθούν διαφορές ιδιωτικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέρη έχουν την εξουσία, με βάση το νόμο, να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς. Ενδείκνυται ιδιαίτερα για τις εμπορικές διαφορές, όπου τα μέρη επιδιώκουν την ταχεία επίλυση της διαφοράς τους, την διατήρηση των μεταξύ τους σχέσεων – προσωπικών και επιχειρηματικών - και την αποφυγή της δημοσιότητας που συνεπάγεται η αντιδικία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα υποθέσεων κατάλληλων για διαμεσολάβηση αποτελούν οι διαφορές της επιχείρησης με πελάτες, προμηθευτές, εργαζόμενους, πιστωτές ή ανταγωνιστές της καθώς και οι διαφορές μεταξύ των μελών οικογενειακών επιχειρήσεων.
Η προσφυγή στη διαμεσολάβηση μπορεί να γίνει άμεσα από τη στιγμή που ανακύπτει η διαφορά, εφόσον τα μέρη επιθυμούν να αποφύγουν την δικαστική αντιδικία. Μπορεί όμως να γίνει και μετά την τυχόν άσκηση της σχετικής αγωγής, οπότε η δίκη θα καταργηθεί, εφόσον τα μέρη καταλήξουν τελικά σε συμφωνία.
Ο διαμεσολαβητής υπόκειται από το Νόμο σε αυστηρό Κώδικα Δεοντολογίας, υποχρεούται να είναι ουδέτερος και αμερόληπτος απέναντι στις εμπλεκόμενες πλευρές και να τηρεί το απόρρητο της διαδικασίας. Στα πλαίσια του ρόλου του δεν ενεργεί ως δικαστής και δεν εκδίδει απόφαση. Με στόχο την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης, συναντά τα μέρη, είτε σε κατ΄ ιδίαν ή και σε κοινές συναντήσεις, και συζητά μαζί τους όλες τις προεκτάσεις της υπόθεσης, δηλαδή όχι μόνο νομικά αλλά και επιχειρηματικά ζητήματα. Αποστολή του είναι, αντιμετωπίζοντας ισότιμα τις εμπλεκόμενες πλευρές, να διευκολύνει την επικοινωνία και το διάλογο και να υποβοηθήσει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ τους. Ο διαμεσολαβητής εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας και αμείβεται από τα μέρη κατόπιν σχετικής συμφωνίας. Απαιτείται να συγκεντρώνει όλα τα τυπικά προσόντα που ορίζονται στο Νόμο, να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένος από αρμόδιο Φορέα Κατάρτισης Διαμεσολαβητών και διαπιστευμένος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης τα εμπλεκόμενα μέρη παρίστανται μαζί με το δικηγόρο τους και συμμετέχουν ενεργά. Έτσι, διατηρούν μέχρι τέλους τον έλεγχο της τελικής εξέλιξης της υπόθεσής τους, καθώς εναπόκειται απολύτως στη δική τους διακριτική ευχέρεια αν θα προχωρήσουν σε τελική συμφωνία και με ποιους όρους.
Εφόσον κατά το πέρας της διαμεσολάβησης επιτευχθεί συμφωνία, καταρτίζεται γραπτώς, υπογράφεται και καθίσταται δεσμευτική για τα μέρη. Δύναται μάλιστα να ισχύσει ως τίτλος εκτελεστός, υπό τις προϋποθέσεις του Νόμου.
Μερικά πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης για την επιχείρηση είναι:
* Άμεση πρόσβαση και γρήγορη επίλυση της διαφοράς
* Περιορισμός του κόστους και αποφυγή δικαστικών εξόδων
* Διαφύλαξη απορρήτου
* Ελεγχόμενο αποτέλεσμα και κατανοητή συμφωνία
* Δυνατότητα διατήρησης προσωπικών και επιχειρηματικών σχέσεων.
* Δυνατότητα συνολικής επίλυσης της διαφοράς ή και διευθέτησης μόνο επιμέρους ζητημάτων της υπόθεσης (επιχειρηματικών και όχι μόνο νομικών)
* Δυνατότητα εξεύρεσης δημιουργικών και συνεργατικών λύσεων που ικανοποιούν και τις δύο πλευρές (win/win αποτέλεσμα)
* Εκτελεστότητα της συμφωνίας που θα προκύψει, υπό τις νόμιμες προϋποθέσεις.
* Δυνατότητα επίλυσης διαφορών μεταξύ ελληνικών επιχειρήσεων και αλλοδαπών ιδιωτών ή ιδιωτικών οργανισμών με έδρα εκτός Ελλάδος (διασυνοριακές διαφορές).
Με τα πλεονεκτήματα που την διακρίνουν, η διαμεσολάβηση αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό εργαλείο στη διάθεση του σύγχρονου επιχειρηματία με αξιόλογα οφέλη, τόσο για την επιχείρηση όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Η αξιοποίησή της συνιστά, οπωσδήποτε, μεγάλη πρόκληση για κάθε επιχειρηματία ο οποίος μπορεί να βλέπει στο μέλλον, να δρα ψύχραιμα και ρεαλιστικά και να στηρίζει κάθε τι πρωτοποριακό και δημιουργικό.
* Η κα Μαρίνα Αρσενοπούλου-Δοντά είναι Δικηγόρος, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια στην Ελλάδα και στο Ηνωμένο Βασίλειο, Πιστοποιημένη Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών (CEDR Trainer) και Εκπαιδεύτρια στο Ινστιτούτο Κατάρτισης Διαμεσολαβητών Λάρισας.