Ήταν μεγάλη η αλαζονεία, κανείς δεν αμφιβάλλει
μα η αδερφή της η ντροπή ήταν πιο μεγάλη.
Εκείνη δεν παντρεύτηκε ποτέ
η αδερφή της όμως έχει οικογένεια,
τώρα εάν τα παιδιά της είναι ρακοσυλλέκτες
κι ο άντρας της εμπορευόμενος τα ράκη της περισυλλογής
διοχετεύει ακόμα το αίμα στα μάγουλά της
εκείνη , η αλαζονεία, τι έχει πετύχει;
Ζει δίπλα στην ντροπή
κι όσο πιο αλαζονεία φαντάζει
τόσο η ντροπή γίνεται πιο μεγάλη
καθώς η λειτουργικότητά της είναι αέναη.
«Αδερφή, για κοίταξε τι φέραν τα παιδιά,
έναν σκουπιδοτενεκέ εντελώς καινούριο
ένα ρολόι του είκοσι κατεστραμμένο
ένα καθήκι των παιδιών της Κλυταιμνήστρας»
με φαρδιά λόγια εξηγεί
καθώς ταιριάζει
τα εμπορεύματα της περισυλλογής.
«Για όλους μας είναι το ψωμί»
προσθέτει κι η αλαζονεία
θέλει να πεθάνει, ω δεν πεινάει
σήμερα δεν πεινάει
μα το βράδυ ξυπνάει σαν υπνωτισμένη
κι απ΄το πενιχρό πανέρι
για να επιβιώσει
κλέβει της αδερφής της
της ντροπής
ψωμί.
Δεν έχει οικογένεια η αλαζονεία
η ντροπή έχει οικογένεια
παιδιά και άντρα
κι αυτή ζει σαν παράσιτο κοντά τους
για να κάνει αφόρητα τα βάσανά τους
και πικρή φαρμάκι
τη γλυκιά ζωή.
Μα η ντροπή δε δίνει σημασία
η ενεργητικότητά της είναι μεγάλη
έχει δυο παιδιά, έχει έναν άντρα
και μια αδερφή, μοναδική,
μέσα στην κουζίνα γυροφέρνει
στην κουζίνα, στο πλυσταριό, στην αποθήκη
κι όλο μιλάει με φαρδιά λόγια στην αλαζονεία
σαν θεία δίκη.
Στέλιος Ντόμαλης