*Από τον Αθανάσιο Β. Ραούλη
Ο Θουκυδίδης (460/454-398/396 π.Χ.) είναι ο πιο σπουδαίος ιστοριογράφος της κλασικής αρχαιότητας, ο οποίος έγραψε την ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.) με τον τίτλο «Θουκυδίδου Ιστορίαι». Ο ίδιος έζησε ως το τέλος του πολέμου αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το συγγραφικό του έργο. Είναι ο πρώτος ιστορικός που στέκεται στα γεγονότα με απαράμιλλη παρατηρητικότητα και πλήρη αμεροληψία χρησιμοποιώντας την κριτική έρευνα, τη διασταύρωση και την αξιολόγηση των πληροφοριών με συναίσθηση πως αυτά που θα έγραφε θα επηρέαζαν τις νέες γενιές. Πίστευε πως όλα τα γεγονότα έχουν αιτιολογία και σκοπό και πως οι πόλεμοι γίνονται είτε από υπέρμετρη φιλοδοξία των ανθρώπων, είτε για οικονομικά συμφέροντα.
Με αφορμή των γεγονότων της Κέρκυρας (ενταγμένη στην Αθηναϊκή Συμμαχία) και τις βαρβαρότητες που διέπραξαν οι εκεί αντιμαχόμενες φατρίες (βιβλίο Γ΄, κεφ. 69-81), ο Θουκυδίδης στα κεφάλαια 82-83 διεισδύει στην ανθρώπινη ψυχή και αναλύει στάσεις και συμπεριφορές σε περίοδο κρίσης. Τα κεφάλαια αυτά σύγχρονοι μελετητές τα ονόμασαν «παθολογία του πολέμου».
Επισημαίνω περιληπτικά μερικά γραφόμενά του: Ο εμφύλιος σπαραγμός έφτασε σε τέτοιες ακρότητες και συμφορές που συντάραξαν τον ελληνικό κόσμο. Μεταδόθηκε δε από πολιτεία σε πολιτεία αφού οι δημοκρατικοί καλούσαν τους Αθηναίους να τους βοηθήσουν και οι ολιγαρχικοί τους Λακεδαιμόνιους. Όσο διαρκούσε ο πόλεμος ανάμεσα στην Αθήνα και στη Σπάρτη κάθε μια από τις αντίπαλες παρατάξεις των άλλων πόλεων αναζητούσε ευκαιρία να προκαλέσει εξωτερική παρέμβαση για να καταστρέψει τους αντιπάλους της και να πετύχει πολιτική μεταβολή.
Οι πολιτείες προσπαθούσαν να ξεπεράσουν η μια την άλλη σε δόλια επινοητικότητα, σε ύπουλα μέσα, σε αντεκδικήσεις. Στη διαμάχη των αντίπαλων παρατάξεων η τυφλή εκδίκηση θεωρούνταν ανδρική αρετή, η σωφροσύνη θεωρούνταν ως πρόσχημα της ανανδρίας, η προνοητική διστακτικότητα θεωρούνταν ως δειλία κρυμμένη πίσω από εύλογες προφάσεις, ενώ η προσεκτική εξέταση όλων των πλευρών ενός ζητήματος θεωρούνταν ως πρόφαση για υπεκφυγή.
Η εμπιστοσύνη μεταξύ των κομματικών μελών χτιζόταν όχι τόσο με τους όρκους στους θεούς όσο με τη συνενοχή τους σε έκνομες πράξεις. Ένιωθαν μεγάλη χαρά να βλάπτουν τους αντιπάλους τους εξαπατώντας τους παρά χτυπώντας τους ανοιχτά. Όποιος με τέχνασμα προλάβαινε να κάνει κακό στον άλλον θεωρούνταν έξυπνος και άξιος επαίνου. Τις εύλογες προτάσεις των αντιπάλων τις δέχονταν με υστεροβουλία και όχι με ειλικρίνεια. Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούσαν να είναι αχρείοι και να ονομάζονται επιτήδειοι παρά να είναι τίμιοι και να θεωρούνται κουτοί.
Αιτία όλων αυτών ήταν η δίψα για εξουσία που γεννά η πλεονεξία και η φιλαρχία καθώς και το πνεύμα της φατρίας που το εκτρέφουν τα δυο αυτά πάθη. Οι αρχηγοί των πολιτικών παρατάξεων πρόβαλλαν ωραία συνθήματα: οι δημοκρατικοί την ισότητα των πολιτών, οι ολιγαρχικοί τη σώφρονα αριστοκρατία. Έτσι προσποιούνταν ότι υπηρετούσαν το κοινό καλό ενώ στην πραγματικότητα ικανοποιούσαν προσωπικά συμφέροντα. Κι ενώ καμιά από τις δυο παρατάξεις δεν είχε κανένα φραγμό, η κοινή γνώμη επαινούσε περισσότερο εκείνους που συγκάλυπταν φοβερές πράξεις κάτω από ωραία λόγια. Όσοι δε πολίτες δεν ανήκαν σε καμιά από τις δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις έπεφταν θύματα σε αυτές είτε γιατί αρνούνταν να συγκρουστούν, είτε επειδή η ιδέα πως θα μπορούσαν να επιζήσουν προκαλούσε εναντίον τους φθόνο.
Ένεκα αυτής της εμφύλιας κατάστασης όλες οι μορφές της μοχθηρίας εμφανίστηκαν στον ελληνικό κόσμο, ενώ η αγαθότητα έγινε αντικείμενο χλευασμού. Στις περισσότερες φορές επικρατούσαν οι μετριότητες έναντι των ευφυών, γιατί οι πρώτοι έχοντας επίγνωση των μικρών δυνάμεών τους επιστράτευαν το ανήθικο κομμάτι της ψυχής τους ενώ οι ευφυείς επαναπαυόμενοι στην υπεροχή τους πιάνονταν απροφύλαχτοι και έχαναν τη ζωή τους.
Ο Θουκυδίδης συχνά έλεγε: «Υπάρχουν τριών ειδών άνθρωποι αυτοί που κερδίζουν, αυτοί που χάνουν και αυτοί που καθορίζουν ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν», «ο άνθρωπος από τη φύση του συμπεριφέρεται με ξιπασιά απέναντι σε αυτούς που τον κολακεύουν και με σεβασμό προς εκείνους που δεν υποκλίνονται», «οι Έλληνες είμαστε θεατές των λόγων και ακροατές των έργων», «προδότης δεν είναι μόνον αυτός που φανερώνει τα μυστικά της πατρίδας του στους εχθρούς αλλά είναι και εκείνος που ενώ κατέχει δημόσιο αξίωμα δεν προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων που εξουσιάζει».
Τα ανωτέρω ας προβληματίζουν κι ας παιδαγωγούν πολιτικά -ιδιαίτερα σήμερα- τους πολιτικούς μας και τις πολιτικές ηγεσίες μας.
*Ο Αθανάσιος Ραούλης είναι εκπαιδευτικός, οικονομολόγος, τ. περιφερειακός δ/ντής Α’/βάθμιας και Β’/βάθμιας Εκπαίδευσης Θεσσαλίας.