Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου
Θέλω να πιστεύω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος, που να μην έχει συγκινηθεί, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, από τις εικόνες που βλέπει καθημερινά στα μέσα ενημέρωσης από το δράμα των προσφύγων. Όσο δυνατός και εάν είναι, όσο αδιάφορος μπορεί να χαρακτηρισθεί, αντίθετα ίσως με όσα ισχυρίζεται, ανεξάρτητα από τις ιδέες και τις τοποθετήσεις του, το αγγελικό και αθώο βλέμμα ενός παιδιού στην αγκαλιά της μάνας ή στους ώμους του πατέρα, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να τον αφήσει ασυγκίνητο. Εικόνες τραγικές, εικόνες βγαλμένες από τον κύκλο της ζωής, εικόνες από άλλες εποχές που μας θυμίζουν συνεχώς ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται…
Ενενήντα πέντε χρόνια νωρίτερα, το 1920, στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης και τους γύρω από αυτήν δρόμους, παιζόταν το ίδιο δράμα, ζωντάνευαν οι ίδιες εικόνες. Οικογένειες από τον Καύκασο και τον Πόντο, ξεριζωμένες από τις πατρίδες τους, θύματα της ανελέητης προσφυγιάς είχαν κατακλύσει την πόλη, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά τους. Βέβαια εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν οι τηλεοπτικές ζωντανές συνδέσεις και ανταποκρίσεις, τα social media και τα βίντεο του διαδικτύου. Υπήρχε μόνον η πέννα μερικών ανθρώπων που μετέτρεπαν τις εικόνες σε συναίσθημα, το συναίσθημα σε λέξεις, τις λέξεις σε κείμενα. Όπως αυτό που ακολουθεί και επιγράφεται «Το Αγγελούδι»:
«Ο μεσημεριανός ήλιος πυρακτώνει το βρώμικο καλντιρίμι του Και [= Quai, προκυμαία]. Κάτω από τες σοβατισμένες λαμαρίνες που φράζουν το Τελωνείο, σε μια στενή λουρίδα σκιάς, οι χαμάληδες μαυρισμένοι, αξύριστοι, κουρελιάρηδες, αναπαύονται πάνω στα παραγεμισμένα τσουβάλια τους. Πιο πέρα καθισμένες στην αράδα πέντε-έξη γυναικούλες, κουρελιασμένες κι’ αυτές, βρώμικες κι’ αυτές, τρώνε ψωμί και καρπούζι. Τα ζουμιά έχουν αυλακώσει τα’ άπλυτα μούτρα τους και τα σκουριασμένα απ’ τη λέρα χέρια τους. Οι γυναίκες όμως έχουν όρεξι, που δεν μπορεί να τους την κόψη τίποτε: ούτε οι αναθυμιάσεις της ανοικτής υπονόμου, ούτε οι λοφίσκοι της κόπρου που τας περιβάλλει, ούτε ο ψόφιος ποντικός που τους εγγίζει τα πόδια με την ουρίτσα του…
Αλλά τι είναι αυτό που κρατεί στην αγκαλιά της η ακρινή γυναικούλα; Πιο αγγελούδι έχει κουρνιάση πάνω στη λιγδωμένη ποδιά; Δύο ρόδινα χειλάκια βυζαίνουν έναν πλαδαρό κιτρινιασμένον μαστόν. Δύο γαλανά ματάκια καθρεφτίζουν μέσα τους τον ουρανό… Άπειρες χρυσές μεταξένιες μπουκλίτσες ανεμίζουν στη ζεστή αύρα.
- Πως βρέθηκες χρυσό μου εδώ; Τι θέλεις γαλανό μου αγγελούδι εδώ; Που είναι λοιπόν το κάτασπρο κρεβατάκι σου; τα μεταξωτά σεντόνια σου; η τούλινη κουνουπιέρα σου; Κακόμοιρο μωρό! Δυστυχισμένο μωρό! Τι σου γράφει λοιπόν η μοίρα σου; Τι μπορείς λοιπόν να γείνης; Αν είσαι κορίτσι έτσι που άρχισες σίγουρα θα γείνης κοκότα ή βασίλισσα, καμιά φτωχειά γυναικούλα σαν τη μάνα σου ή καμιά κοσμική κυρία. Αν είσαι αγόρι μπορείς να γείνης διάσημος κακούργος ή μεγάλος άνθρωπος, όπως ίσως υπάλληλος ψωμοζήτης ή υπουργός… Ό,τι και να γείνης, μικρούλι μου, το πράγμα δεν έχει καμιά σημασία. Είτε σε φωνάζουν «ρε συ» είτε «εξοχώτατε», είτε «μεγαλειοτάτη» είτε «μωρή βρώμα», είνε απαράλλαχτα το ίδιο πράγμα. Όλοι είμαστε δούλοι…
Καλά αρχίζεις, φτωχό μου αγγελούδι τη ζωή σου: Απ’ τες κοπριές του δρόμου. Βέβαια δεν φοβάσαι να πέσης χαμηλότερα και θα μάθης αργότερα πως δεν υπάρχει χειρότερο δυστύχημα απ’ το να πέφτη κανείς από ψηλά…».
ΠΗΓΗ: «Εφημερίς των Βαλκανίων» (Θεσσαλονίκη), φ. 694 (28 Ιουλίου 1920).