Κάθε πρωί, που πάω στη δουλειά μου, παίρνω το λεωφορείο της γραμμής. Με βολεύει κι άλλη στάση, αλλά εγώ προτιμώ τη στάση Νο 3. Την προτιμώ, γιατί στη στάση αυτή το λεωφορείο έχει ήδη γεμίσει. Μη θαρρείτε, πως έχω κάποιο βίτσιο. Απλώς μ' αρέσει να έχει το λεωφορείο πολλούς επιβάτες. Ώσπου να φθάσει στο τέρμα, χαζεύω, ψυχολογώ και σπουδάζω συνάμα, πρόσωπα και συμπεριφορές. Πρόσωπα, που συνωστίζονται απάνθρωπα, σ' έναν ασφυκτικό διάδρομο, υπομονετικά και αδιαμαρτύρητα. Φαινόμενο, που εντόπισα στην Ελλάδα και στην Κούβα. Όσοι χρησιμοποίησαν λεωφορεία στο Λονδίνο και στη Ν. Υόρκη, είδαν, πως μόλις συμπληρωθούν τα καθίσματα, ο οδηγός κλείνει τις πόρτες και δεν δέχεται άλλους. Όρθιος κανείς! Σου φέρονται με ευγένεια και κατανόηση. Είναι αυτό σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας; Είναι θέμα ασφαλείας; Είναι συνέπεια και τάξη; Ίσως όλα αυτά. Αλλά δεν έχουν χάρη.
Χάρη έχουν τα δικά μας λεωφορεία. Ακόμα κι αν καταργηθεί το αδιαχώρητο, ο οδηγός προστάζει σαδιστικά: «Προχωρήστε στον διάδρομο παρακαλώ». Αυτό μ' αρέσει. Η σαρδελοποίηση. Πιάνω μια θέση, όρθιος, 2 - 1 περίοπτη, ώστε να κατοπτεύω τα πάντα. Από τη θέση μου, διακρίνω τις ταξικές διαφορές των επιβατών. Η τάξη των ορθίων και η τάξη των καθημένων. Οι καθήμενοι! Οι προύχοντες. Ευτυχείς βολεμένοι σε μια θέση, με μια αίσθηση αλαζονικής επιτυχίας. Απαξιωτικά βλέμματα προς τους ορθίους. Έτοιμοι να τους κατακεραυνώσουν, αν κάποιος τολμήσει λόγω κραδασμών να τους αγγίξει! «Πω, πω! Προσέχετε κύριε! Τσ, τσ, τσ. Τι κατάσταση είναι αυτή!..».
Οι όρθιοι! Ατυχείς και παρίες. Με το ένα χέρι κρατούν την τσάντα τους και με το άλλο τη χειρολαβή. Να κερδίσουν μια αξιοπρεπή ισορροπία. Στριμωγμένοι, εκνευρισμένοι, ρίχνουν ζηλόφθονες ματιές, στους καθημένους.
Γενικά το επιβατικό κοινό είναι αξιοθρήνητο. Πρόσωπα μουτρωμένα, απαισιόδοξα, αφηρημένα. Κατηφή, άτονα και νυσταγμένα. Δείγματα ανολοκλήρωτου ύπνου. Όλοι τους βουτηγμένοι σε μια υποτονικότητα. Σε έναν υπολανθάνοντα λήθαργο. Και όμως, όλοι τους πηγαίνουν για κάποια δουλειά. Αυτό είναι το «ακμαίο» εργατικό δυναμικό της χώρας; Πώς θα αποδώσουν έργο; Με τι κέφι και κουράγιο; Σώματα κουρασμένα και νόες αποχαυνωμένοι.
Ο οδηγός σήμερα έχει κι αυτός τα χάλια του. Άυπνος είναι κι αυτός; Κουρασμένος; Ή αηδιασμένος, από το πήγαινε έλα σε μια μονότονα επαναλαμβανόμενη διαδρομή; Δεν ξέρω. Τον βλέπω, πως όλο και πίνει λίγο από τον καφέ του στο πλαστικό κύπελλο. Κι αυτός νεύρα έχει. Μια φρενάρει, μια μαρσάρει. Το πλήρωμα κλυδωνίζεται, πότε εμπρός και πότε πίσω. Κάποιος φωνάζει: «Βρε χασάπη! Θα μας λιώσεις πανάθεμά σε!» Ο οδηγός τ' ακούει, αλλά σιωπά εκνευρισμένος.
Δίπλα μου στέκεται μια κυρία. Καλοβαλμένη, θροφαντή, προκλητική. «Αυτή είναι», λέει ο αιώνιος εφαψίας. Μουστάκι στριφτό, αλλά Σαλβαδόρ Νταλί, πουκάμισο ριγέ πανταλόνι τζογέ. Μάστορας στη δουλειά του. Το σχέδιο, μελετημένο και να ... η πρώτη επαφή! Η κυρία όμως μόλις υπέστη την επίθεση, γύρισε με άγριες διαθέσεις: «Ά! να χαθείς, γελοίε! Σάτυρε! Ανεδαίστατε...» και του έδωσε μια αγκωνιά στο στομάχι του.
Ο θρασύς του επεισοδίου, αμύνεται. «Κυρία μου με παρεξηγείτε... ένεκα το στριμωξίδι» δικαιολογήθηκε. Έγινε σούσουρο. Οι κεκοιμηκότες νόες, σε κάτι τέτοια, αφυπνίζονται. Οι γνώμες των επιβατών διχάστηκαν. «Τον ανώμαλο, τον θρασύ! Σα δεν ντρέπεται ...», είπαν μερικοί. Άλλοι πάλι του έδωσαν ελαφρυντικά, με τον ισχυρισμό, πώς η χυμώδης και προκλητική κυρία, θα μπορούσε να κολάσει ακόμα και άγιο! Στην πρώτη στάση κιόλας, το ατυχές καμάκι, πήδησε έξω κι έγινε καπνός.
Μια λακκούβα του δρόμου συντάραξε το όχημα. Κάποιος φώναξε: «Ά, να χαθούν τα τέρατα! Ούτε έναν δρόμο δεν μπορούν να κάνουν σωστά! Αλλά περισσεύουν από τους φαταούλες. Ένα μήνα κάνε με υπουργό και θα έβλεπες. Πελέκι μωρέ, πελέκι. Ρήμαξαν την Ελλάδα! Την καταλήστευσαν ...»
«Καλοί μου κύριοι. Ζητώ τη βοήθειά σας. Πάσχω από βαριά καρδιοπάθεια. Υποφέρω από ηπατίτιδα και ψωρίαση. Λυπηθείτε τα 4 παιδιά μου... Δώστε μια βοήθεια»... Ακούστηκε μια κακόμοιρη φωνή. «Άντε στο καλό παιδί μου», ψιθύρισε κάποιος. Πρωί, πρωί μας άνοιξες την καρδιά. Και με τέτοια καρδιοπάθεια χριστιανέ μου, πώς σκάρωσες 4 παιδιά;». Κι όλοι μαζεύονταν μην αρπάξουν καμιά ψώρα ή ηπατίτιδα.
Χτυπητή εξαίρεση και μια νότα χαράς και αισιοδοξίας στον μουντό χώρο του οχήματος, δύο νεαρά παιδιά. Μαθητές Λυκείου. Η κοπέλα ροδομάγουλη, γελαστή, κουρεμένη αλά γκαρσόν. Ο νεαρός με μαλλιά μακριά, ως την πλάτη, αλά Κολοκοτρώνη. Πιασμένοι και οι δυο από την ίδια χειρολαβή. Καταντίκρυ ο ένας στον άλλον. Γέλια καρκαριστά κάθε φορά, που ο τσατίλας οδηγός με τις απότομες κινήσεις, ένωνε τα κορμιά τους.
«Τα μαλλιά σου μάκραιναν» του λέει η κοπέλα.
«Μωρέ δεν τα κόβω, να σκάσει η φιλολόγα (η φιλόλογος). Τα έβαλε με τα μαλλιά μου...». Και πάλι γέλια. Ο νέος είπε για τον παππού του. «Άστα, ο γιατρός λέει, πως ο γέρος έχει άγνοια... άνοια... κάπως έτσι. Όταν βλέπει τη μάνα μου και τη γιαγιά μου, τις φωνάζει «ΛΟΛΙΤΑ», ενώ καμιά τους δεν έχει το όνομα αυτό. Ίσως, λέει η γιαγιά μου, είναι κανένα παλιό αμόρε, από τότε που φοιτούσε στο Παρίσι!..». Και δώστου πάλι γέλια ακράτητα, καρκαριστά, ανέμελα, νεανικά.
Ένας μεσήλικας, που άκουγε τον ανέμελο διάλογο των παιδιών, κούνησε με απογοήτευση το κεφάλι του και ψιθύρισε: Έ, ρε τι μας περιμένει... Κάνε παιδιά σου λέει... «Ηγούσοι μάλιστα, πρέπει αισχύνην, δικαιοσύνην, σωφροσύνην. Τούτοις γάρ άπασι δοκεί κοσμείσθαι το των νεωτέρων ήθος» (δηλ. ο χαρακτήρας των νέων, πρέπει να στολίζεται με σεμνότητα, δικαιοσύνη και σωφροσύνη).
Στην επόμενη στάση, η νότα της χαράς κατέβηκε με χαχανιστά πηδήματα. Χάθηκαν κιόλας μέσα στο πρωινό. Μέσα στο λεωφορείο, πλανήθηκε για λίγο ο απόηχος της νιότης και πάλι βυθίστηκαν όλοι στη μουγκαμάρα και την ακεφιά.
Ο οδηγός πάτησε γερά το φρένο. Τέρμααα... ανέκραξε. Λες και ήθελε να αποτινάξει κάτι ενοχλητικό από πάνω του.
Οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα. Κι ο καθένας μας πήρε το δρόμο του δικού του Γολγοθά...