Αναπόσπαστο αξεσουάρ του νεοελληνικού πολιτικού «φολκλόρ» εδώ και δεκαετίες είναι η μετεωρική εμφάνιση στο προσκήνιο διαφόρων απίθανων τύπων (συνήθως πολιτικών παραγόντων, στις ξεκαρδιστικότερες δε περιπτώσεις απλώς μωροφιλόδοξων επιχειρηματιών, διανοουμένων κ.λπ.) που ανακοινώνουν τη δημιουργία κομμάτων, προκειμένου «να σώσουν τον τόπο». Σήμερα μάλιστα, που τα μεν προβλήματα έγιναν εξαιρετικά πολύπλοκα, η δε ευπιστία των πολιτών σε παρόμοιες σωτηριολογικές διακηρύξεις βρίσκεται κάτω από το μηδέν, κάθε ανάλογη απόπειρα είναι καταδικασμένη να παραμείνει στο χώρο της μικροπολιτικής παραφιλολογίας. Τούτου λεχθέντος, είναι εξίσου απολύτως βέβαιο πως η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σήμερα -και θα βρεθεί περισσότερο αύριο- αντιμέτωπη με υπαρξιακής φύσεως προκλήσεις:
*Κάτι πρέπει να γίνει προκειμένου να στηριχτεί η ελληνική οικογένεια, η Ελληνίδα εργαζόμενη και τα παιδιά, ώστε οι Ελληνίδες να μπορούν να αποκτούν, αν όχι όσα παιδιά επιθυμούν οι ίδιες (2-3 παιδιά, σύμφωνα με σχετικές έρευνες) τουλάχιστο όσα παιδιά αποκτούν οι Γαλλίδες, οι Σουηδέζες, οι Ιρλανδέζες, οι Ολλανδέζες κ.λπ. Αν τα πράγματα στον τομέα αυτό παραμείνουν ως έχουν σήμερα η χώρα μας, μετά την περίοδο της γήρανσής της, που ήδη διανύει, θα εισέρθει μεσοπρόθεσμα στην περίοδο της δημογραφικής της κατάρρευσης, που θα την οδηγήσει στα τέλη του 21ου αιώνα να διαθέτει 2-3 εκατομμύρια Έλληνες πολίτες (πλησιέστερα μάλιστα στα 2, παρά στα 3).
*Κάτι πρέπει να γίνει προκειμένου να αναταχθεί το ελληνικό περιβάλλον, που σήμερα, σύμφωνα με την «εθνική επιτροπή κατά της ερημοποίησης» απειλείται να ερημοποιηθεί σε ποσοστό... 84%. Κάτι πρέπει να γίνει με την επάρκεια και την ποιότητα των υδατικών μας πόρων, που βρίσκονται στη βάση της ποιότητας, της υγιεινής και της επάρκειας ολόκληρης της τροφικής αλυσίδας. Κάτι πρέπει να γίνει για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (ή τουλάχιστο των επιπτώσεών της) που απειλεί τις περιουσίες, την υγεία και την ασφάλειά μας κι εκείνη των παιδιών μας.
*Κάτι πρέπει να γίνει με την εξισορρόπηση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου χώρου στην πατρίδα μας. Τα τελευταία 50 χρόνια το περιεχόμενο της έννοιας της ευημερίας ταυτίστηκε με εκείνο της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ταυτόχρονα παραμελήθηκε πλήρως η σημασία του δημόσιου χώρου. Φτάσαμε έτσι σε ένα κωμικοτραγικό σημείο να πληρώνουμε φόρους για το κρατικό σχολείο αλλά τα παιδιά μας να μαθαίνουν γράμματα στα φροντιστήρια, να πληρώνουμε για την ασφάλισή μας αλλά να αναζητούμε γιατρειά σε ιδιώτες γιατρούς, να πληρώνουμε για αστυνομία αλλά να αναζητούμε ασφάλεια από σεκιούριτι. Έχουμε μεγάλα αυτοκίνητα αλλά άθλιους δρόμους, ευρύχωρα διαμερίσματά αλλά αποπνικτικές γειτονιές, παιδότοπους αντί για παιδικές χαρές, πολυέξοδες εκδρομές αντί για πάρκα κ.λπ., κ.λπ. Σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης δεν πληρώνει ο πολίτης τόσους «αφανείς» φόρους για υγεία, παιδεία, ασφάλεια, μετακίνηση, αναψυχή και κατοικία.
Κανονικά αυτά θα έπρεπε να απασχολούν τους εκλεγμένους πολιτικούς μας. Αλλά δεν τους απασχολούν, ή τουλάχιστο όχι τόσο όσο το απαιτούν οι συνθήκες. Κινούμενοι έτσι από ένα αίσθημα χρέους προς την πατρίδα, προκειμένου να εισακουστούμε από την πολιτική τάξη, αποφασίσαμε μαζί με τους συναδέρφους Μελέτη Μελετόπουλο και Γιάννη Σακιώτη να προσπαθήσουμε να κινητοποιήσουμε όσο το δυνατό περισσότερους συμπολίτες μας, ώστε να προσφέρουμε στο δημόσιο λόγο μία σειρά λύσεων στα επείγοντα προβλήματα που αντιμετωπίζει η πατρίδα. Στην προσπάθειά αυτή ήδη συμμετέχουν εκατοντάδες πολίτες. Με τη χρήση του διαδικτύου, όλοι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να συμβάλουν με τη γνώση και την εμπειρία τους στη διαμόρφωση αυτού του «κοινωνικού προγράμματος», συμμετέχοντας στη σχετική διεύθυνση στο διαδίκτυο.
Θεωρούμε την κίνησή μας αυτή προσφορά προς την πατρίδα μας πρώτα, προς τις πολιτικές ηγεσίες στη συνέχεια. Τη θεωρούμε ως το αυτονόητο καθήκον μας ως πολιτών: τι νόημα έχει να διαθέτουμε εμείς, οι Έλληνες πολίτες, γνώσεις, ειδίκευση, εμπειρία κ.λπ. αν όχι για να τα θέτουμε στην υπηρεσία της πατρίδας; O γέρος του Μοριά μας όρισε: «Η προκοπή σας και η μάθησίς σας να μη γίνη σκεπάρνι μόνον για το άτομόν σας, αλλά να κοιτάζη το καλόν της Κοινότητας, και μέσα στο καλόν αυτό ευρίσκεται και το δικό σας». Ο δημοσιογραφικός αταβισμός για αναζήτηση νέων επίδοξων «σωτήρων», πόσο μάλλον αν διαθέτουν το «πικάντικο» στοιχείο της εντοπιότητας, είναι κατανοητός –και σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτος. Το θέμα όμως δεν είναι εκεί. Δε ζητάμε από κανένα να «μας ψηφίσει». Ζητάμε από όλους όμως, και μάλιστα από όσους κρατούν τα ηνία της πατρίδας να μας ακούσουν: να ακούσουν την αγωνία, τις αναζητήσεις, τις λύσεις των Ελλήνων πολιτών. Και να αναλάβουν τις ευθύνες τους, όπως αναλαμβάνουμε κι εμείς τις δικές μας.