Με αφορμή τη συνάντηση όλων των Γεωτεχνικών κλάδων υπό την ομπρέλα και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του ΓΕΩΤΕΕ και του ίδιου του προέδρου του, την Παρασκευή στη Λάρισα, θα ήθελα να κάνω μία ενδελεχέστερη ψηλάφηση και σε βάθος προσέγγιση του όλου ζητήματος που τέθηκε στη συνάντηση αυτή και που απασχολεί τους γεωτεχνικούς.
Τι θέλουν οι Γεωτεχνικοί; Γιατί ανακατώνουν τους γεωργούς και τη γεωργία; Τι επιδιώκουν; Γιατί ομιλούν περί απαξίωσης;
Πρώτα από όλα ποιοι είναι οι Γεωτεχνικοί; Είναι οι Γεωπόνοι, Κτηνίατροι, Δασολόγοι, Γεωλόγοι και Ιχθυολόγοι, δηλαδή, οι επιστήμονες που στηρίζουν και θεραπεύουν τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τα δάση, τη γεωλογία, τα νερά και την αλιεία, όλο τον αγροτικό τομέα. Είναι επιστήμονες με σπουδές 5ετούς διάρκειας- έτη σπουδών που έχουν μόνο οι Γεωτεχνικές, οι Πολυτεχνικές και οι Ιατρικές Σχολές- που στην ουσία έχουν ολοκληρώσει κύκλο σπουδών που αντιστοιχεί σε ένα Πανεπιστημιακό πτυχίο και ένα master.
Σε μία ευνομούμενη Πολιτεία, σε ένα κράτος με ταυτότητα και με πολιτικό σχεδιασμό, το αυτονόητο θα ήταν να υπήρχε συνεργασία με τους επιστήμονες Γεωτεχνικούς που αποτελούν τον κορμό των φορέων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, οι οποίοι θα σηκώσουν το βάρος τού σχεδιασμού, του προγραμματισμού και της στήριξης του αγροτικού τομέα, κάτι που λείπει από την ατζέντα του Υπουργού. Αυτή είναι απαξίωση, όχι βέβαια του επιστημονικού κύρους των Γεωτεχνικών, διότι την αμφισβήτηση των επιστημόνων μόνο τα Πανεπιστήμια που έδωσαν τα πτυχία μπορούν να την κάνουν και όχι ο κάθε τρίτος. Η απαξίωση στρέφεται έμμεσα σε αυτή καθεαυτή τη γεωργία και τους γεωργούς, αρχής γενομένης από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και κορυφώνεται με τον πλέον εύγλωττο τρόπο στις μέρες μας, με συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις. Και να πώς:
Το κράτος, λίγα χρόνια μετά την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, θεωρεί πλέον τη γεωργία ως μία λογιστική διαχείριση και τακτοποίηση των επιδοτήσεων που εισρέουν από τα Κοινοτικά ταμεία και αγνοεί παντελώς ή αφήνει στην τύχη της την αναπτυξιακή προοπτική. Έτσι, το Υπουργείο Γεωργίας –που κατ’ ευφημισμό ονομάσθηκε Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων- απογύμνωσε, απαξίωσε και διέλυσε τις παραγωγικές υπηρεσίες που σχεδίαζαν, προγραμμάτιζαν και στήριζαν την ανάπτυξη της γεωργίας (υπηρεσίες Αγροτικής Έρευνας, Κεντρικές παραγωγικές υπηρεσίες, Διευθύνσεις γεωργίας των Νομαρχιών, Κέντρα γεωργικής εκπαίδευσης) και δημιούργησε λογιστικές-διαχειριστικές υπηρεσίες (Αρχές Διαχείρισης, ΟΠΕΚΕΠΕ, ΔΗΜΗΤΡΑ, ΑΓΡΟΓΗ κ.λπ). Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία και ψευδαίσθηση ότι η αγροτική πολιτική στράφηκε ολοσχερώς προς τη λογιστική διαχείριση, θέσπισε συγκεκριμένα και δελεαστικά οικονομικά κίνητρα για όσους ενταχθούν στις νέες λογιστικές υπηρεσίες.
Πέρασε ήδη η άποψη ότι, η γεωργία είναι ο φτωχός συγγενής, αποτελεί το βαρίδιο της οικονομίας της χώρας μας και ως εκ τούτου εγκαταλείφτηκε στη μοίρα της. Όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν εγκατέλειψε τη γεωργία της. Αντίθετα, την έχουν σε πολύ υψηλό επίπεδο, τη στηρίζουν και την προωθούν. Γι’ αυτό ακριβώς και τα προϊόντα πολλών χωρών έχουν κατακτήσει τις αγορές. Αλλά και οι 350.000 περίπου πραγματικοί αγρότες μας, εργάζονται και μοχθούν με μεράκι στην παραγωγή προϊόντων και προσβλέπουν σε ένα καλύτερο αύριο. Αυτοί οι πραγματικοί αγρότες ούτε εγκατέλειψαν τη γεωργία ούτε ως αναξιοπαθούντες λειτουργούν, αλλά προσπαθούν με δυναμικό τρόπο να σταθούν και να κατακτήσουν το μέλλον. Τους λείπουν η στήριξη από το κράτος, οι κατευθύνσεις και οι οργανωτικές δομές.
Μία άλλη παράμετρος, πολύ σημαντική για τη γεωργία, είναι οι υποχρεώσεις για το περιβάλλον και οι ανάγκες για ποιοτική και ανταγωνιστική γεωργία. Η μεγάλη σημασία αυτής της παραμέτρου συνίσταται στο γεγονός ότι όλες οι ενισχύσεις, που προβλέπονται στους Κανονισμούς που εκδίδει η Ε.Ε., χορηγούνται με την υποχρέωση της τήρησης περιβαλλοντικών όρων (πολλαπλή συμμόρφωση, κώδικες ορθής γεωργικής πρακτικής). Δηλαδή, κάθε επενδυτικό σχέδιο του γεωργού, κάθε αίτηση ένταξης σε αγροπεριβαλλοντικό πρόγραμμα (μείωση νιτρορύπανσης, βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία κλπ), κάθε δράση των ομάδων παραγωγών, θα πρέπει να συνοδεύονται από σχέδιο περιβαλλοντικής διαχείρισης, το οποίο θα πρέπει να εφαρμόζεται και το οποίο ελέγχεται από την Ε.Ε. πολύ αυστηρά. Επομένως, κάθε σκέψη ή πρόχειρη απόφαση που δεν περιλαμβάνει ανάλογο σχέδιο περιβαλλοντικής διαχείρισης ή μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, θα αφήσει ακάλυπτους και ξεκρέμαστους τους παραγωγούς με κίνδυνο να έχουν προβλήματα στις πληρωμές τους αλλά σίγουρα θα χρεωθεί η χώρα με πρόστιμα, δηλαδή, επιστροφές των χρημάτων στα Ευρωπαϊκά ταμεία. Και εδώ ακριβώς είναι η ένσταση των Γεωτεχνικών. Να μην ξαναβγεί Υπουργική απόφαση χωρίς την πρόβλεψη του ανάλογου σχεδίου περιβαλλοντικής διαχείρισης ή μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Κώστας Γιατρόπουλος
γεωπόνος της Δ/νσης Αγροτικής Ανάπτυξης
αντιπρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ-Παράρτημα Κεντρικής Ελλάδας
μέλος του Προεδρείου της Πανελλήνιας Ένωσης Γεωπόνων Δημοσίων Υπαλλήλων