Παχυσαρκία ονομάζεται η παθολογική αύξηση του σωματικού λίπους. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο σύνδρομο που αποτελείται από φυσικές, βιοχημικές και μεταβολικές διαταραχές, καθώς και διαταραχές της συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα την αυξημένη εναπόθεση λιπώδους ιστού και την επακόλουθη αύξηση του σωματικού βάρους.
Η παχυσαρκία αναπτύσσεται όταν η πρόσληψη της ενέργειας σε θερμίδες υπερβαίνει την κατανάλωσή της για μακρά χρονική περίοδο. Η συνήθης κλινική μέτρηση είναι ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ), ο οποίος αποτελεί τη σχέση του σωματικού βάρους (σε Κgr) προς το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα (m2) και χρησιμοποιείται συχνά για να καθορίσει τα επίπεδα της παχυσαρκίας και τις άλλες κατηγορίες του σωματικού βάρους (π.χ. υπέρβαρος, παχύσαρκος, ελλιποβαρής). Τιμές ΔΜΣ μικρότερες του 25 Kgr / m2 θεωρούνται φυσιολογικές. Άτομα με ΔΜΣ 25-27 Kgr / m2 θεωρούνται υπέρβαρα. Τιμές ΔΜΣ της τάξεως του 27-30 Kgr / m2 υποδηλώνουν την ύπαρξη σχετικού βαθμού παχυσαρκίας, ενώ τιμές άνω του 30 Kgr/m2 ισοδυναμούν με έκδηλη παχυσαρκία
Στο παρελθόν, η παχυσαρκία ενός ατόμου εξηγούνταν κατά τρόπο απλοϊκό σαν απροσάρμοστη συμπεριφορά του ατόμου αυτού στη λήψη τροφής ή σαν έλλειψη ατομικής πειθαρχίας. Σήμερα, διάφορες επιστημονικές μελέτες, πάνω στις βιοχημικές μεταβολές, που συμβαίνουν στους παχύσαρκους ανθρώπους, έχουν δείξει ότι στην αιτιολογία της παχυσαρκίας συμμετέχει ένα ολόκληρο σύμπλεγμα βιοψυχολογικών παραγόντων. Οι κυριότεροι αιτιολογικοί παράγοντες της παχυσαρκίας είναι οι γενετικοί και οι περιβαλλοντικοί, καθώς και οι παράγοντες συμπεριφοράς του ατόμου. Οι πειστικές ενδείξεις, περί γενετικής συμμετοχής στην εκδήλωση της παχυσαρκίας, βασίζονται σε ευρείες επιστημονικές μελέτες πάνω σε μονοωογενείς διδύμους και σε παχύσαρκα μέλη της ίδιας οικογένειας. Επιπρόσθετα, με τη χρήση γενετικά παχύσαρκων πειραματοζώων και τη βοήθεια των τεχνικών της μοριακής βιολογίας, έχουν απομονωθεί 6 γονίδια υπεύθυνα για την παχυσαρκία στα τρωκτικά και δυνητικά στους ανθρώπους.
Σε αρκετές μελέτες καταβλήθηκε προσπάθεια να συσχετισθεί η παχυσαρκία με τις διαιτητικές συνήθειες, τόσο στα παιδιά, όσο και στους ενήλικες. Σε άλλες μελέτες, εν τούτοις, δεν διαπιστώθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ των προσλαμβανομένων θερμίδων στα παχύσαρκα και στα μη παχύσαρκα άτομα. Ως εκ τούτου, η υπερβολική λήψη τροφής (υπερφαγία) θα μπορούσε να αποτελέσει το «εργαλείο» με το οποίο διευκολύνεται η έκφραση της προδιάθεσης ενός ατόμου για παχυσαρκία. Παρ’ όλα αυτά, και άλλοι παράγοντες είναι, επίσης, σημαντικοί, όπως π.χ. το ενδεχόμενο ύπαρξης διαφορετικού μεταβολικού «profile» στα παχύσαρκα άτομα σε σχέση με τα άτομα με φυσιολογικό σωματικό βάρος. Ωστόσο, η σύνθεση της δίαιτας είναι σαφώς σημαντική. Η υπερβολική κατανάλωση λίπους προάγει την υπερφαγία, με αποτέλεσμα την πρόσληψη ενέργειας σε θερμίδες (Kcal) περισσότερης από τις ανάγκες του μεταβολισμού και, ως εκ τούτου, διευκολύνει την παχυσαρκία.
Όσο καιρό διατηρείται το θετικό ισοζύγιο ενέργειας, το άτομο συσσωρεύει στο σώμα του λίπος, το βάρος του οποίου αντιστοιχεί σε ένα κιλό για κάθε 9.000 θερμίδες (Kcal), που περισσεύουν. Οι θερμίδες (Kcal) μπορεί να περισσεύουν με δύο ξεχωριστούς τρόπους: α) με την αυξημένη, μέσω της τροφής, θερμιδική πρόσληψη (υπερφαγία κατά τη βρεφική ηλικία, λήψη αυξημένης ποσότητας τροφής στους ενήλικες) και β) με την κατανάλωση θερμίδων μικρότερη από τη συνήθη (π.χ. μειωμένη κινητικότητα του ατόμου, έλλειψη σωματικής άσκησης, ελαττωμένος βασικός μεταβολισμός).
Η πρόσληψη των θερμίδων καθορίζεται από το αίσθημα της πείνας και το αίσθημα του κορεσμού. Το αίσθημα της πείνας είναι αρχέγονο αίσθημα, το οποίο κατευθύνεται από ένα νευρικό κέντρο, που εντοπίζεται στον υποθάλαμο του εγκεφάλου και ευρίσκεται υπό την επίδραση ερεθισμάτων μη επακριβώς γνωστών. Φαίνεται, ωστόσο, ότι τα ερεθίσματα αυτά έχουν σχέση με ορισμένες χημικές μεταβολές, που προκαλούνται στο αίμα, όταν υπάρχει ανάγκη πρόσληψης τροφής, αλλά και από το βαθμό πληρότητας του στομάχου, όπως επίσης και από πλήθος άλλων ποικίλων παραγόντων, οι οποίοι μπορεί να διαφέρουν από άτομο σε άτομο, ανάλογα με την ψυχολογική του κατάσταση και τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Το αίσθημα του κορεσμού αποτελεί, επίσης, ένα αρχέγονο αίσθημα, το οποίο συνίσταται στην αίσθηση ότι έχουμε χορτάσει και δεν επιθυμούμε άλλο τη συνέχιση λήψης της τροφής. Το εν λόγω αίσθημα, όπως και εκείνο της πείνας, καθορίζεται από τη λειτουργία ενός άλλου νευρικού κέντρου, το οποίο επίσης εντοπίζεται στον υποθάλαμο του εγκεφάλου. Τα ερεθίσματα που διεγείρουν το αίσθημα του κορεσμού έχουν και στην προκειμένη περίπτωση σχέση με ορισμένες χημικές μεταβολές στο αίμα, οι οποίες προφανώς είναι αντίθετες από εκείνες, που διεγείρουν το κέντρο της πείνας. Η λειτουργία των παραπάνω νευρικών κέντρων και η ισορροπία, που πρέπει να επικρατεί μεταξύ τους, ρυθμίζεται ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του κάθε ατόμου και καθορίζεται, κατά τρόπο μάλλον ανελαστικό, από το κληρονομικό γενετικό υλικό και τα γονίδια, που ο καθένας φέρει μέσα στα χρωμοσώματά του, δηλαδή, από το DNA του.
Φαίνεται ότι το ολικό λίπος του σώματος επηρεάζει τη δραστηριότητα των υποθαλαμικών κέντρων. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1995 απομονώθηκε σε γενετικά παχύσαρκα ποντίκια το γονίδιο της παχυσαρκίας. Επιπλέον, σχετικά πρόσφατα πειραματικά δεδομένα έδειξαν την ύπαρξη μιας ουσίας, που ονομάστηκε λεπτίνη, η οποία παράγεται, καθ’ όλες τις ενδείξεις, στο λιπώδη ιστό και δρα απισχναντικά, αφενός αναστέλλοντας την όρεξη και αφετέρου αυξάνοντας την ενεργειακή κατανάλωση. Από τις διάφορες επιστημονικές μελέτες προκύπτει ότι τα επίπεδα της λεπτίνης στα παχύσαρκα άτομα είναι αυξημένα. Προς το παρόν, δεν είναι γνωστό αν αυτό αποτελεί συνοδό φαινόμενο της παχυσαρκίας ή αν ο υποθάλαμος των παχύσαρκων ατόμων,- στον οποίο υποτίθεται ότι δρα η λεπτίνη -, είναι επαρκώς ευαίσθητος στην επίδρασή της.
Η συχνότητα της παχυσαρκίας, η οποία επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως: η ηλικία, το φύλο, η φυλή και η οικονομική κατάσταση του ατόμου, κατά τους τρέχοντες υπολογισμούς, υπερβαίνει τα 130 εκατομμύρια άτομα ανά τον κόσμο και βαίνει αυξανόμενη με σημαντική ταχύτητα. Πράγματι, η εν λόγω νοσολογική οντότητα έχει προσλάβει ήδη επιδημικό χαρακτήρα σε πολλές Δυτικές χώρες. Το έτος 1980 . στη Βρετανία το 33% των ανδρών και το 24% των γυναικών ήταν υπέρβαροι (ΔΜΣ 25-30 kgr / m2), ενώ το 6% των ανδρών και το 8% των γυναικών ήταν παχύσαρκοι (ΔΜΣ μεγαλύτερο των 30 kgr / m2).Το έτος 1991, η αύξηση της παχυσαρκίας, πάντα στη Βρετανία, πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε διαπιστώθηκε ότι το 40% των ανδρών και το 28% των γυναικών ήταν υπέρβαροι, ενώ το 13 % των ανδρών και το 16% των γυναικών ήταν παχύσαρκοι. Στις ΗΠΑ, αν η αύξηση της συχνότητας της παχυσαρκίας συνεχιστεί στους ίδιους ρυθμούς που παρατηρούνται σήμερα, το έτος 2230 μ. χ. και το 100% του πληθυσμού της χώρας αυτής θα απαρτίζεται από παχύσαρκα άτομα.
Η παχυσαρκία είναι γνωστή από τους προϊστορικούς χρόνους. Οι αρνητικές όμως επιδράσεις της στην υγεία αναγνωρίστηκαν πρώτα από τον Ιπποκράτη περί το 400 π.Χ. Ο Ιπποκράτης μελέτησε αρκετές περιπτώσεις παχύσαρκων ατόμων και παρατήρησε ότι «ο ξαφνικός θάνατος ήταν πιο συχνός στους παχύσαρκους σε σχέση με τους λεπτόσωμους». Ο Γαληνός, ένας άλλος σημαντικός γιατρός της αρχαιότητος, 500 χρόνια αργότερα, περιέγραψε δύο τύπους παχυσαρκίας: τον μέτριο, τον οποίο θεώρησε περίπου σαν φυσιολογικό και τον υπερβολικά παχύσαρκο, τον οποίο θεώρησε σαν παθολογικό. Συγγραφείς του 16ου και 17ου αιώνα μ.Χ. εστίασαν το πρόβλημα περισσότερο στην κλινική πλευρά της νόσου, αλλά επηρεάστηκαν τα μέγιστα από τις μελέτες του Ιπποκράτη και του Γαληνού. Μέχρι το 18ο αιώνα μ.Χ. η βασική άποψη, που επικρατούσε γύρω από την υγεία και τη νόσο, ήταν ότι το πρώτιστο μέτρο θεραπείας θα έπρεπε να είναι η διόρθωση των «φυσικών» ανισορροπιών. Έτσι, από τη στιγμή που πίστευαν ότι η παχυσαρκία οφείλονταν στη λαιμαργία, η αποφυγή λήψης υπερβολικής ποσότητας τροφής αποτελούσε τη θεραπεία εκλογής.
Οι γνώσεις μας, που αφορούν στην παχυσαρκία, αυξήθηκαν σημαντικά μόνο κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα. Πειραματικές μελέτες έδειξαν ότι η παχυσαρκία αποτελεί ένα πολύπλοκο παθολογικό σύνδρομο, του οποίου τα αίτια είναι ποικίλα και όχι επακριβώς γνωστά, με φυσικό επακόλουθο την αδυναμία μας να καθορίσουμε απόλυτα είτε τον τρόπο αποφυγής είτε τον τρόπο αντιμετώπισής του.
Σήμερα, είναι γνωστό ότι η υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους συνιστά ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας. Έτσι, η παχυσαρκία θεωρείται ότι αποτελεί χρόνια νόσο, η οποία απαιτεί ιατρική παρέμβαση. Έχει υπολογισθεί ότι άτομα, ηλικίας 25-35 ετών, που έχουν σοβαρή παχυσαρκία, διατρέχουν 12 φορές περισσότερο κίνδυνο να πεθάνουν, σε σχέση με τα μη παχύσαρκα άτομα της ίδιας ηλικίας. Το έτος 1990, όπως προέκυψε από την επιστημονική ανάλυση δεδομένων στις ΗΠΑ, 300.000 θάνατοι αποδόθηκαν στη μη κατάλληλη διατροφή και στον καθιστικό τρόπο ζωής (sedentary lifestyle). Σύμφωνα με τα παραπάνω δεδομένα, η αύξηση του σχετικού κινδύνου θνητότητας ανέρχεται στο 2 % περίπου για κάθε αύξηση του σωματικού βάρους κατά μία «λίβρα» (453 γραμμάρια) πάνω από το φυσιολογικό, σε άνδρες ηλικίας 50-62 ετών.
O κυριότερος παράγοντας για αυξημένη θνητότητα είναι η σαφής σχέση που υπάρχει μεταξύ της παχυσαρκίας και της καρδιαγγειακής νόσου (στεφανιαία νόσος, καρδιακή ανεπάρκεια, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια), εξαιτίας κυρίως της αύξησης των καρδιακών παραγόντων κινδύνου (ολική χοληστερόλη και τα υποκλάσματά της κ.τ.λ.). Επίσης, η εκδήλωση Σ. Διαβήτη τύπου ΙΙ είναι τουλάχιστον τρεις φορές συχνότερη στα παχύσαρκα άτομα, σε σχέση με τα άτομα που έχουν φυσιολογικό σωματικό βάρος. Στενή σχέση υπάρχει ακόμη μεταξύ της παχυσαρκίας και της αρτηριακής υπέρτασης. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι για κάθε αύξηση του σωματικού βάρους κατά 10 Kgr, πάνω από το φυσιολογικό, παρατηρείται αύξηση της αρτηριακής πίεσης κατά 6.5 mm Hg.
Επιμένουσα, σοβαρής μορφής, παχυσαρκία μπορεί να προκαλέσει αναπνευστική ανεπάρκεια, σύνδρομο άπνοιας κατά τον ύπνο (sleep apnoia syndrome), με υποξία και υπερκαπνία και επακόλουθη πνευμονική υπέρταση και δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια. Επιπλέον, η συχνότητα της χολολιθίασης στα παχύσαρκα άτομα είναι σημαντικά μεγαλύτερη, καθώς επίσης και οι ορμονικές διαταραχές (στους άνδρες ελάττωση της τεστοστερόνης και αύξηση των οιστρογόνων, στις γυναίκες διαταραχές της εμμήνου ρύσεως), η υπερουριχαιμία, η ουρική αρθρίτιδα και η οστεοαρθρίτιδα (βλάβη των αρθρώσεων λόγω του αυξημένου σωματικού βάρους που δέχονται). Τέλος, διάφορες επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι θάνατοι από καρκίνο του προστάτη και του παχέος εντέρου είναι σημαντικά περισσότεροι στους παχύσαρκους άνδρες, ενώ στις παχύσαρκες γυναίκες η συχνότητα του καρκίνου του ενδομητρίου, του τραχήλου της μήτρας, των ωοθηκών και του καρκίνου του μαστού, είναι σημαντικά υψηλότερη, σε σχέση με τις γυναίκες με φυσιολογικό σωματικό βάρος. Κάθε παχυσαρκία δεν έχει την ίδια βαρύτητα από πλευράς επιπτώσεων. Είναι γνωστό ότι η παχυσαρκία, που χαρακτηρίζεται από εκλεκτική εναπόθεση του λίπους στον κορμό και στην κοιλιά (παχυσαρκία κεντρικού ή ανδρικού τύπου) συνοδεύεται από μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου, αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων και Σ. Διαβήτη, σε σύγκριση με την περιφερικού ή γυναικείου τύπου παχυσαρκία.
Εξαιτίας όλων των παραπάνω δυσμενών επιπτώσεων της παχυσαρκίας στην υγεία, τα ταμεία του υπουργείου Υγείας των διαφόρων προηγμένων χωρών επιβαρύνονται όλο και περισσότερο. Υπολογίζεται ότι το 5-10% του συνολικού προϋπολογισμού του εν λόγω υπουργείου στις εν λόγω χώρες δαπανάται για την παχυσαρκία και τις επιπτώσεις της. Στις ΗΠΑ, οι συνολικές ετήσιες δαπάνες του υπουργείου Υγείας για τις παθήσεις που σχετίζονται με την παχυσαρκία (Σ, Διαβήτης τύπου II, στεφανιαία νόσος, υπέρταση και χολολιθίαση), ανέρχονται σε 23 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι ετήσιες δαπάνες για την αντιμετώπιση των παραπάνω παθήσεων στα άτομα με φυσιολογικό σωματικό βάρος ανέρχονται μόλις στα 6 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η επιτυχής θεραπευτική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας προϋποθέτει αλλαγή της συμπεριφοράς των παχύσαρκων ατόμων, πράγμα καθόλου εύκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Εξάλλου, είναι αναγκαίο τα παχύσαρκα άτομα να κατανοήσουν ότι το πρόβλημα είναι χρόνιο και ότι τα θεραπευτικά και προληπτικά μέτρα, που θα ληφθούν, πρακτικά αφορούν όλη τη ζωή του ασθενούς. Δεδομένου ότι υπάρχει αβεβαιότητα, ως προς τα πλήρη αίτια της παχυσαρκίας, ο μόνος πρακτικός τρόπος θεραπευτικής αντιμετώπισης είναι ο περιορισμός της ενεργειακής πρόσληψης και η αύξηση της κατανάλωσης των θερμίδων (φυσική δραστηριότητα).
Σε συντομία, τα συνιστώμενα μέτρα αντιμετώπισης της παχυσαρκίας είναι τα εξής: α) Οι συνήθεις υποθερμικές δίαιτες 800-1800 θερμίδων με χαμηλή περιεκτικότητα σε λίπος και υδατάνθρακες, αλλά σημαντική περιεκτικότητα σε λευκώματα υψηλής βιολογικής αξίας. β) Η φυσική δραστηριότητα (άσκηση), η οποία, εκτός από την αυξημένη ενεργειακή κατανάλωση, έχει επίσης ευμενή επίδραση στο καρδιαγγειακό και στο αναπνευστικό σύστημα, καθώς και στον ψυχισμό του ατόμου. γ) Η χορήγηση φαρμάκων, η οποία, καταρχήν έχει ένδειξη σε άτομα με μεγάλο βαθμό παχυσαρκίας (ιδίως σε νοσογόνο υποτροπιάζουσα παχυσαρκία). Η συνύπαρξη του κεντρικού τύπου παχυσαρκίας και του συνδρόμου άπνοιας κατά τον ύπνο καθιστά την ένδειξη για χορήγηση φαρμάκων πιο επιτακτική. Τα φάρμακα διακρίνονται κυρίως σε δυο κατηγορίες: 1) στα φάρμακα που προκαλούν ελάττωση της ενεργειακής πρόσληψης και 2) στα φάρμακα που αυξάνουν την κατανάλωση ενέργειας. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται με επιτυχία ένα φάρμακο που αναστέλλει τη δράση της εντερικής λιπάσης (ορλιστάτη), με αποτέλεσμα τη μείωση της απορρόφησης του λίπους της τροφής. δ) Η χειρουργική αντιμετώπιση, η οποία εφαρμόζεται σε ακραίες περιπτώσεις παχυσαρκίας (ΔΜΣ μεγαλύτερο των 40 Kgr / m2 ή υπέρβαση του φυσιολογικού βάρους κατά 45 και πλέον Kgr). Η συχνότερη χειρουργική επέμβαση που εφαρμόζεται είναι η γαστροπλαστική ή η παράκαμψη του στομάχου. Η αποτελεσματικότητα των χειρουργικών επεμβάσεων για την παχυσαρκία αναφέρεται ότι είναι αρκετά ικανοποιητική (μέση απώλεια βάρους εντός τριετίας 54 - 70%). Στο πλαίσιο των χειρουργικών επεμβάσεων συζητείται και η αφαίρεση λίπους, όχι όμως με σκοπό την απώλεια βάρους, αλλά μόνο για αισθητικούς λόγους. ε) Η τροποποίηση της συμπεριφοράς του παχύσαρκου ατόμου, που αποτελεί συμπλήρωμα της διαιτητικής αγωγής και της άσκησης, με στόχο: 1) τη σταθερή απώλεια βάρους και 2) την, ει δυνατόν, μόνιμη διατήρηση του επιτευχθέντος αποτελέσματος. στ) Η επί μακρό χρονικό διάστημα ψυχολογική υποστήριξη, η οποία σε συνδυασμό με την τροποποίηση της συμπεριφοράς, δυνατόν να συμβάλλει στην ελάττωση του άγχους και των άλλων ψυχολογικών παραγόντων, που είναι επακόλουθοι της στερητικής δίαιτας.
Δρ Αργύρης Β. Ντόβας
Παθολόγος- Γαστρεντερολόγος
τ. Διευθυντής Β΄ Παθολογικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας
και Παθολογικής Κλινικής ΕΣΥ Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας