Του Αχιλλέα Πιτσίλκα, διδάκτορα Θεολογίας
Η Υπεραγία Θεοτόκος, ήταν εκείνη, από την οποία έμελλε να προέλθει Εκείνος που θα συνέτριβε την κεφαλή του όφεως. Για τούτο η γέννησή της ήταν γενικότερα η αρχή της πραγματοποίησης των υποσχέσεων του Θεού στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ «χαράν εμήνυσε πάση τη Οικουμένη». «Σήμερον, λέγει για τούτο ο υμνογράφος της Εκκλησίας, της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ’ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις». Για το γεγονός βέβαια αυτό δεν έχουμε ρητές μαρτυρίες της Αγίας Γραφής, γιατί επισκιάσθηκε από τη Γέννηση του Χριστού. Από τις μαρτυρίες της παράδοσης όμως συνάγονται σαν πιο σπουδαία τα εξής γεγονότα:
α) Η δέηση των γονέων της για την απόκτηση τέκνων:
Κατά τις μαρτυρίες της Παράδοσης, οι γονείς της Θεοτόκου, Ιωακείμ και Άννα, που κατοικούσαν στα Ιεροσόλυμα ή ίσως στην ευρύτερη περιοχή τους, για πάρα πολλά χρόνια δεν είχαν αποκτήσει κανένα παιδί. Επειδή δε η ατεκνία στους Ισραηλίτες εθεωρείτο εντροπή, γιατί δεν ήταν δυνατόν από μια άτεκνη οικογένεια να προέλθει ο αναμενόμενος από όλους Μεσσίας, για το λόγο αυτό ο Ιωακείμ και η Άννα για χρόνια και χρόνια παρακαλούσαν τον Θεό να τους χαρίσει ένα παιδί, που θα το αφιέρωναν σ’ Εκείνον, γιατί ήταν άνθρωποι ευσεβείς, προσδεχόμενοι την επαγγελίαν του Θεού (Μάρκ. 5, 43) και «την παράκλησιν του Ισραήλ» (Λουκ. 2, 25). Το παιδί, βέβαια, που περίμεναν με λαχτάρα δεν ερχόταν. Εκείνοι, όμως, εξακολουθούσαν να προσεύχονται, γιατί γνώριζαν ότι ο Θεός «ακούει τους στεναγμούς των πεπεδημένων» και γενικότερα όλων των ανθρώπων και ότι πολλές φορές «αργεί, αλλά δεν λησμονεί». Για το λόγο δε αυτό, ο Θεός σε κάποια στιγμή άκουσε, όπως θα ιδούμε, τις προσευχές τους και «ουρανόν έμψυχον εαυτώ κατεσκεύασεν. Εξ ακάρπου γαρ ρίζης φυτόν ζωηφόρον εβλάστησε ημίν την μητέρα αυτού» (Στιχηρό ιδιόμελο του Εσπεριού της εορτής των Γενεθλίων της Θεοτόκου) «εξ ής ο Χριστός, ο Σωτήρ του κόσμου».
β) Ο Θεός άκουσε τις προσευχές τους και εκπλήρωσε το αίτημά τους
Όταν ο Ιωακείμ και η Άννα εγήρασαν και δεν ήταν πια δυνατόν να αποκτήσουν παιδί, ο Θεός, που, κατά τον ιερό ψαλμωδό, έχει τους οφθαλμούς Του «επί δικαίους και ώτα αυτού εις δέησιν αυτών» (33, 16), αποφάσισε να χαρίσει στο ζευγάρι εκείνο των πιστών Ισραηλιτών όχι ένα συνηθισμένο παιδί, αλλά το πιο ευλογημένο παιδί στον κόσμο ολόκληρο, αποδεικνύοντας ότι χαρίζει στους πιστούς δούλους του «υπερεκπερισσού» από εκείνα που ζητούν ή περιμένουν (βλ. Εφεσ. γ’ 20). Για το λόγο δε αυτό έλυσε τη στειρότητα της Άννας, καθιστώντας αυτήν ικανή να αποκτήσει στα γεράματά της παιδί. Το γεγονός δε αυτό τονίστηκε ιδιαίτερα από τους Αγίους Πατέρες μας, που παρομοίασαν τη γηραιά Άννα με την ξηρά ράβδο του Ααρών, που εξήνθησε. Όπως, δηλαδή, εκείνη με τη δύναμη του Θεού έβγαλε κλάδους και άνθη, κατά παρόμοιο τρόπο και αυτή έφερε στον κόσμο «αψοφητί και θορύβου δίχα παντός» ένα ευλογημένο παιδί, τη «Θεόπαιδα Μαριάμ», από τη γέννηση της οποίας, όπως είπαμε, άρχισε η εκπλήρωση των επαγγελιών του Θεού για τον ερχομό του Μεσσία Χριστού στον κόσμο, του Σωτήρα ολόκληρης της ανθρωπότητας. Και τούτο γιατί εξ αυτής «ανέτειλεν ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός ημών» και «λύσας την κατάραν, έδωκε την ευλογίαν, και καταργήσας τον θάνατον, εδωρήσατο ημίν ζωήν την αιώνιον» (βλ. Απολυτίκιο της 8ης Σεπτεμβρίου).
Για τη γέννηση δε αυτή γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ότι «Μεγαλείον αληθώς εξαίρετον ήτο τούτο εις μόνην την Θεοτόκον, θεόθεν δεδωρημένον διότι αγκαλά και άλλαι πολλαί στείραι γυναίκες φαίνονται εν τη Παλαιά (Διαθήκη) ότι εγέννησαν εξ επαγγελίας, ως η Σάρρα, ως η Ρεβέκκα, ως η μήτηρ του Σαμψών, ως η Άννα η του Ελκανα, αλλά αύται όλαι εγέννησαν όχι θηλυκά παιδιά, αλλ’ αρσενικά μόνη δε και πρώτη η Θεοτόκος εγεννήθη εν τη Παλαιά (Διαθήκη) θήλυ παιδίον κατ’ επαγγελίαν εκ της στείρας και θεομήτορος Άννης. (Βλ. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία ή Μητέρα του Θεού, Θεσ/νίκη 1988, σ. 74).
γ) Η ονομασία του παιδιού και η εξύμνηση της γέννησής του
Ύστερα από τη γέννηση της ευλογημένης εκείνης κόρης τους, ο Ιωακείμ και η Άννα την ονόμασαν Μαριάμ, δηλαδή ισχυρή και ένδοξη, αφιερώνοντας αυτήν από την πρώτη στιγμή στο δωρεοδότη Θεό, χωρίς να γνωρίζουν την εποχή εκείνη ότι αυτή ήταν «η αγία και φωτοφόρος αυγή» και «η δροσερή αύρα του θείου φωτός, η «εκκύπτουσα ωσεί όρθρος» (Άσμ. Ασμ. 6, 10), που θα γινόταν η Μητέρα του Μεσσία, δηλαδή Θεοτόκος.
Η γέννηση δε αυτή της Μαριάμ, που προήλθε «εκ της ρίζης Ιεσσαί και εξ οσφύος Δαυίδ», εξυμνήθηκε αργότερα από τους αγίους Πατέρες, που διακήρυξαν ότι «χαράν εμήνυσε πάση τη Οικουμένη». Για το λόγο δε αυτό ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που είχε μεγάλη ευλάβεια προς την Υπεραγία Θεοτόκο και έγραψε πολλούς λόγους εγκωμιαστικούς στη χάρη της, έλεγε χαρακτηριστικά ότι «Σήμερον έπνευσαν αύρας χαράς παγκοσμίου προάγγελοι. Ευφραινέσθω ο ουρανός άνωθεν και αγαλλιάσθω η γη κάτωθεν... Σκιρτάτω η φύσις, η γαρ αμνάς τίκτεται, εξ ης ο Ποιμήν περιβαλλείται το πρόβατον και τους χιτώνας διαρρήξει της πάλαι νεκρώσεως». (Εις την γέννησιν της Θεοτόκου 4, Μ. 96, 665-668). Σήμερα, δηλαδή, έπνευσαν αύρες θεϊκές, που έγιναν προμηνύματα της παγκόσμιας χαράς. Σήμερα έγινε η αρχή της σωτηρίας του κόσμου. Ας ευφρανθούν για τούτο τα σκηνώματα του ουρανού και ας σκιρτήσει από αγαλλίαση η γη, γιατί γεννήθηκε η θεόπαιδα εκείνη, από την οποία θα έλθει στον κόσμο ο Μεσσίας Χριστός, που θα σχίσει το χειρόγραφο των αμαρτιών του κόσμου.
Περίληψη δε του νοήματος της εορτής παρουσιάζεται και στο αυτόμελο κοντάκιο της γιορτής της Γέννησης της Θεοτόκου, που αναφέρει ότι «Ιωακείμ και Άννα ονειδισμού ατεκνίας, και Αδάμ και Εύα εκ της φθοράς του θανάτου ηλευθερώθησαν, Άχραντε, εν τη αγία γεννήσει σου. Αυτήν εορτάζει και ο λαός σου, ενοχής των πταισμάτων λυτρωθείς εν τω κράζειν σοι: Η στείρα τίκτει την Θεοτόκον και τροφόν της ζωής ημών». Και τούτο, γιατί με τη γέννηση της Θεοτόκου, κατά τον ιερό Δαμασκηνό, «της προμήτορος Εύας η λύπη εις χαράν μεταβέβληται» και «άπαν το βρότειον (=το θνητό και ανθρώπινο) γένος επηνώρθωται (= ανορθώθηκε)».
Και γιατί δι’ Αυτής, κατά τους υμνογράφους της Εκκλησίας, «ανεπλάσθημεν οι γηγενείς και ανεκαινίσθημεν εκ της φθοράς προς ζωήν την άληκτον (αιώνιον)».
Ύστερα από όλα τα πιο πάνω, θα έλεγα ότι ως Χριστιανοί, πρέπει κι εμείς να τιμούμε τη γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου και να μιμούμεθα το παράδειγμα της ταπεινής και αγνής ζωής της, ώστε να ζητούμε στις δύσκολες στιγμές της ζωής μας την κραταιά προστασία της, λέγοντας:
«Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε,
πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών».
Πάντοτε δε να ζητούμε την ειρήνη, που είναι η αρχή της πνευματικής ζωής και δώρο του Αγίου Πνεύματος, λέγοντας: «Εν τη γεννήσει σου, Κόρη Θεόκλητε, την ειρήνην αίτησαι και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος».