* Του Δημητρίου Νταφούλη, επίτιμου σχολικού συμβούλου
Αξίωμα - λέει το λεξικό - πως είναι ένας λόγος, μια πρόταση που δεν χρειάζεται να αποδειχθεί, γιατί εκφράζει μια φανερή και αυταπόδεικτη αλήθεια.
Μια τέτοια αλήθεια - πιστεύω να συμφωνείς μαζί μου αγαπητέ αναγνώστη - είναι ότι η θρησκευτικότητα, το να θρησκεύει δηλαδή ο άνθρωπος, είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη ψυχή. Γι’ αυτό και μεγάλοι παιδαγωγοί είπαν πως «το έργο της αρωγής και της μορφώσεως οφείλει να έχει θρησκευτικό προσανατολισμό για να ικανοποιεί έτσι τις βαθύτερες πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου.
Αυτές τις ανάγκες προσπαθούσε να ικανοποιήσει και ο κόσμος του Ομήρου και των φιλοσόφων της αρχαίας Ελλάδας, αφού δεν είχε την τύχη του ισραηλιτικού λαού «να κατευθύνη τας τύχας του ο προφήτης!».
Ξένοι και Έλληνες παιδαγωγοί συμφωνούν ότι ο σκοπός τής αγωγής των μαθητών οφείλει να είναι, εκτός των άλλων, και «η ψυχική τελείωσις του ανθρώπου και η θρησκευτική μόρφωσις αυτού».
Και αυτό ακριβώς, όπως φαίνεται στο βάθος του χρόνου, έκανε και η Πολιτεία όταν νομοθετούσε για το σκοπό της αγωγής του Δημόπουλου, για το σκοπό των βιβλίων, για το σκοπό του σχολείου και των μαθημάτων. Των μορφωτικών αγαθών, δηλαδή, με τα οποία θα ικανοποιούσε τις βαθύτερες πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου.
Έτσι, σε εγκύκλιο του υπουργείου το 1856, διαβάζουμε ότι σκοπός του Δημοτικού Σχολείου είναι «...ουχί μόνον η μετάδοσις των μηχανικών εμπειριών, αλλά και η ηθική και θρησκευτική του παιδός μόρφωσις».
Στα 1895, με το νόμο ΒΤΜΘ’, ορίζεται ότι σκοπός της αγωγής είναι και «η ηθική και θρησκευτική μόρφωσις των παίδων...».
Στα 1917 δίδονται συστάσεις προς τους συγγραφείς των βιβλίων, ως προς το περιεχόμενο αυτών, που πρέπει να περιλαμβάνουν ύλη περιστρεφόμενη περί την ιδέαν του Θεού και της πατρίδος, η αγάπη προς τον πλησίον και το δίκαιον, η αγάπη προς την φύσιν και να αποβλέπουν στην καλλιέργεια αναγκαιοτάτων εις τον άνθρωπον αρετών ή την εμφάνισιν τοιούτων, όπως η θεοσέβεια, η φιλαλήθεια, η τιμιότης...».
Στα 1928, στόχος ήταν «η ηθική και ευπρεπής μόρφωσις των Ελληνοπαίδων, ώστε να καταστώσι χρήσιμα μέλη της κοινωνίας. Το δε περιεχόμενο αυτών πρέπει να αντλείται εκ του οικογενειακού, του θρησκευτικού, του κοινωνικού και του εθνικού βίου».
Ίδιες αναφορές παρατηρούμε πως έκαναν και αποφάσεις του υπουργείου στα 1933 και 1934 και μέχρι σήμερα με τους νόμους, τις εγκυκλίους και τα Συντάγματα.
Στο Σύνταγμα του 1925 ορίζεται πως η αγωγή πρέπει «να αποβλέπει και εις την διάπλασιν του ήθους των νέων», στο Σύνταγμα του 1952 ορίζεται ότι «η διδασκαλία αποσκοπεί την ηθικήν και πνευματικήν αγωγήν και την ανάπτυξιν της εθνικής συνειδήσεως των νέων επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», στο Σύνταγμα του 1975 ορίζεται, επίσης, ότι «... η αγωγή στοχεύει στην ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως...». Αλλά και στον υπάρχοντα νόμο σήμερα, τον 1566/1985, αναγράφεται πως οι μαθητές πρέπει να «εξοικειώνονται βαθμιαία με τις ηθικές, θρησκευτικές, εθνικές, ανθρωπιστικές και άλλες αξίες και να τις οργανώνουν σε σύστημα αξιών». Και για έναν τέτοιο πολίτη, το μάθημα των θρησκευτικών, ως μορφωτικό αγαθό, είναι απαραίτητο. Είναι το «άρωμα της ψυχής του» και είναι απαίτηση ιστορική, αφού «ο Ελληνισμός δεν έζησε ποτέ ως ύλη, αλλά και ως πνεύμα και σύμβολό του υπήρξε ο πνευματικός άνθρωπος».
Η Πολιτεία θεωρούσε πως η πνευματική ανάπτυξη των Ελληνοπαίδων και η ηθική αυτών μόρφωση συντελούν στην ευημερία του ατόμου και στην προκοπή και ισχύ τού κράτους. Ίσως γι’ αυτό και ο λόγος του Μ. Στασινόπουλου - Προέδρου Δημοκρατίας - ότι ο νέος χρειάζεται περισσότερο «Πλάτωνα και Παύλο - Χριστό και Ελλάδα».
Και τούτο σήμερα στην ευρωπαϊκή οικογένεια που ζούμε είναι περισσότερο αναγκαίο. Καλλιεργούμε τη συνείδηση του Ευρωπαίου πολίτη, ενισχύουμε συγχρόνως την ελληνική μας ταυτότητα με τον πολιτισμό μας, βασικό στοιχείο τού οποίου είναι η θρησκεία, η ορθοδοξία. Και το Ελληνόπουλο την έχει ανάγκη γιατί χρειάζεται πρότυπα αγωγής, ελευθερίας, αγάπης, σεβασμού και δημοκρατίας.
Τα δώρα του Πνεύματος είναι αυτά που θα το οδηγούν να πορεύεται στο δρόμο της ευτυχίας και ν’ αποφεύγει την εγκληματικότητα και τους ψεύτικους παραδείσους. Γιατί η χριστιανική ανθρωπολογία τοποθετεί τον άνθρωπο σε προοπτική απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας, δίδοντας αληθινό νόημα στη ζωή του.