4. Η διδασκαλία των Θρησκευτικών στα σχολεία αποτελεί εθνική αναγκαιότητα και για το λόγο ότι προσφέρει στους νέους τον άφθαστο πνευματικό πλούτο της Αγίας Γραφής.
Η Αγία Γραφή χαρακτηρίστηκε επιτυχώς ο βασιλιάς των βιβλίων. Κανένα άλλο βιβλίο δε μπορεί να συγκριθεί μαζί του. Κανένα δεν έχει την απλότητα, φυσικότητα, ειλικρίνεια και χάρη της. Κανένα δεν έχει τέτοιο ρεαλισμό, ύψος λόγου, έμπνευση και λυρισμό. Απαράμιλλες είναι οι μεγαλειώδεις περιγραφικές εικόνες της Παλαιάς Διαθήκης. Μοιάζουν με εξαίσιους ζωγραφικούς πίνακες. Λυρικότατα είναι τα ποιητικά της βιβλία, ιδιαιτέρως των Ψαλμών και του Άσματος των Ασμάτων. Άφθαστη είναι η επί του Όρους ομιλία, απ’ την οποία ο Γκάντι, κατά την ομολογία του, εμπνεύστηκε την παθητική αντίσταση («μη βία») κι ελευθέρωσε αναίμακτα τους Ινδούς. Συγκινητική και ιδιαίτερα ενθαρρυντική είναι η παραβολή του Ασώτου. Αγγίζει κάθε ψυχή. Μοναδικός και αξεπέραστος ο ύμνος της αγάπης του Αποστόλου Παύλου κ.ά.
Μεγάλη είναι και η παιδευτική αξία της Αγίας Γραφής. Το βεβαιώνουν όχι μόνο πιστοί, αλλά και άπιστοι. Αυτός ο ίδιος ο Γάλλος εγκυκλοπαιδιστής Ντ. Ντιτερό, που ήταν ο κυριότερος εκπρόσωπος του υλισμού στην εποχή του Διαφωτισμού, εξομολογήθηκε στον ακαδημαϊκό Μποζέ, όταν εκείνος τον είδε να διδάσκει στην κόρη του την Αγία Γραφή: «Αυτήν την στιγμήν είμαι πατέρας. Δεν ευρήκα ωσάν πατέρας τίποτε καλύτερον διά να διδάξω την κόρην μου ...».
Η Αγία Γραφή έχει αναγεννητική δύναμη. Αυτή προκάλεσε τις μεγαλύτερες ηθικές επαναστάσεις στην ιστορία. Χάρη σ’ αυτήν πρώην άσωτοι έγιναν πρότυπα και υποδείγματα ζωής. Και λαοί ολόκληροι εκπολιτίστηκαν... Δικαίως ο Ντοστογιέφσκι παρατηρεί πως «η ανθρωπότης ούτε έχει, ούτε δύναται να αποκτήσει άλλο βιβλίο εξίσου πολύτιμον». Οι Ρώσοι, κατανοώντας την αξία της Βίβλου, σκοπεύουν να διδάσκονται οι πρωτοετείς φοιτητές της Σχολής Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας στο μάθημα της Αρχαίας Λογοτεχνίας την Παλαιά Διαθήκη και στο μάθημα της Μεσαιωνικής Λογοτεχνίας την Καινή Διαθήκη.
Οι αιώνιες αλήθειες της Βίβλου αποτελούν φωτεινά μετέωρα, όχι μόνο για το σκοτεινό, διεφθαρμένο και ειδωλολατρικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γράφτηκαν, αλλά και για κάθε εποχή. Σήμερα μάλιστα γίνεται πλήρως κατανοητή η άποψη του κορυφαίου σύγχρονου Ιταλού διανοούμενου Ουμπέρτο Εκο: «...ζούμε σε μια δυτική χώρα όπου όλες οι πτυχές της κουλτούρας μας (ακόμη και ο μαρξισμός) επηρεάστηκαν από την κουλτούρα που εκφράζει η Βίβλος ... Γιατί τα παιδιά θα πρέπει να ξέρουν τα πάντα για τους θεούς του Ομήρου κι ελάχιστα για τον Μωϋσή; Γιατί θα πρέπει να ξέρουν τη «θεία Κωμωδία» κι όχι το «Άσμα των Ασμάτων»; (κι ας μην ξεχνάμε ότι, αν αγνοούμε το «Άσμα των Ασμάτων», δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον Δάντη)...».
5. Το μάθημα των Θρησκευτικών αποτελεί εθνική αναγκαιότητα και για το λόγο ότι διδάσκει στους νέους την τέχνη και τον πολιτισμό πού αναπτύχθηκε στο γεωγραφικό μας χώρο κατά τη διαδρομή των αιώνων υπό την έμπνευση της Αγίας Γραφής και της ορθόδοξης πίστης και Εκκλησίας. Τα αισθητικά φανερώματα αυτού του πολιτισμού και αυτής της τέχνης, δηλαδή οι περικαλλείς βυζαντινοί ναοί, τα γραφικά εξωκλήσια και προσκυνητάρια, οι γεμάτες αυστηρότητα και ιλαρότητα, σεμνοπρέπεια και ιεροπρέπεια χαριτωμένες βυζαντινές εικόνες, οι υπέροχοι και μελωδικότατοι βυζαντινοί ύμνοι κ.α. κατανύσσουν κι ευφραίνουν τις ψυχές και τις μεταρσιώνουν σε υπερκόσμια ύψη.
Άφθαστος είναι και ο πνευματικός πλούτος των συγγραμμάτων της πατερικής θεολογίας με το ρωμαλέο λόγο, την φρεσκάδα, τη ζωντάνια και τη μεγάλη θεολογική, κοινωνική και ιστορική αξία και προσφορά τους. Όλα αυτά και πολλά άλλα, τα γνωρίζουν οι νέοι μέσα από το θρησκευτικό μάθημα. Και έτσι μπορούν να χαίρονται την πολιτιστική μας παράδοση και κληρονομιά, και να μη νιώθουν ξένοι και αποκομμένοι από αυτήν. Έτσι θα μπορέσουν να διατηρήσουν την εθνική και θρησκευτική μας ταυτότητα και ιδιοπροσωπία στους κρίσιμους καιρούς που ζούμε. Γι’ αυτό το μάθημα των θρησκευτικών χαρακτηρίζεται από τον καθηγητή π. Γεώργιο Μεταλληνό «κλειδί ερμηνευτικής προσέγγισης του πολιτισμού μας». Και τονίζεται πως «με την τάση πού υπάρχει να αποκλειστεί το μάθημα των θρησκευτικών, στερούμε από τα παιδιά μας τη δυνατότητα να μελετήσουν μια περιοχή της ζωής μας», που είναι «κεντρική περιοχή».
6. Η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία αποτελεί και συνταγματική επιταγή. Συγκεκριμμένως η διάταξη του άρθρου 16, παράγρ. 2 του Συντάγματος της χώρας μας ορίζει ότι η εθνική μας παιδεία αποσκοπεί και στην ανάπτυξη της... θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών. Αυτή όμως δεν μπορεί να γίνει, παρά με τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. Κανένα άλλο μάθημα δεν είναι δυνατό να πετύχει το σκοπό αυτό.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα, παρατηρεί ο νομικός Γ. Κρίπας, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό για τους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές, καθόσον «Καμία προσβολή της θρησκευτικής των ελευθερίας δεν συνεπάγεται, διότι κατ’ ουδέν τούς οδηγεί εις άλλην θρησκείαν, πλήν εκείνης εις την οποίαν οι ίδιοι ανήκουν».
Ανάλογη είναι και η θέση του Αντιπροέδρου του ΣτΕ Αν. Μαρίνου. Αυτό δέχεται και η νομολογία. Σύμφωνα με την απόφαση 3356/1995 του Συμβουλίου της Επικρατείας «α) Η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών... πραγματοποιείται συμφώνως προς τις αρχές της ορθοδόξου χριστιανικής διδασκαλίας, ως τούτο προκύπτει και εκ του ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ανήκει εις την Ορθόδοξον χριστιανικήν θρησκείαν και εκ του ότι η θρησκεία αυτή χαρακτηρίζεται ως επικρατούσα υπό του άρθρου 3 του Συντάγματος, αλλά και εκ του ότι το προοίμιό του επικαλείται την Αγίαν Τριάδα...». Τα ίδια δέχεται και η 2176/1998 απόφαση του Σ.τ.Ε., η οποία ακυρώνει πράξιν του υπουργείου Παιδείας ως παράνομον και αντισυνταγματικήν, επειδή περιόριζε τον χρόνον διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικων εις την Β΄ και Γ΄ τάξιν του Λυκείου εις μίαν ώραν εβδομαδιαίως (αντι δύο), καθ’ όσον η πράξις αυτή παρεβίαζε την συνταγματικήν επιταγήν της διδασκαλίας του μαθήματος αυτού εις ικανόν αριθμόν ωρών εβδομαδιαίως».
Υστερα από αυτά, παρατηρεί ο νομικός Γεώργιος Κρίππας, «δεν βλέπουμε να μπορεί να υποστηριχθεί άποψη ότι το μάθημα των θρησκευτικών εις την Ελλάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μη υποχρεωτικόν ή μη σύμφωνον προς την χριστιανικήν διδασκαλίαν, τουλάχιστον δια τους χριστιανούς Ορθοδόξους μαθητάς, οι οποίοι αποτελούν την συντριπτικήν πλειοψηφίαν αυτών εις την Ελλάδα».
Ούτε είναι δυνατό, χωρίς την εξουσιοδότηση του ελληνικού λαού και ερήμην αυτού, να επιχειρείται να τροποποιηθούν «πνευματικά εδραιώματα χιλιετιών».
7. Ταυτότητα και χαρακτήρας του μαθήματος των θρησκευτικών.
Συχνά οι πολέμιοι της διδασκαλίας των θρησκευτικών στα σχολεία ζητούν να αντικατασταθεί η παρεχόμενη μέχρι τώρα όρθόδοξη χριστιανική αγωγή με μια άχρωμη θρησκειολογία. Μία γενική θεώρηση δηλαδή των διαφόρων θρησκευμάτων. Αποβλέπουν με άλλα λόγια στην αποχριστιανοποίηση και αποορθοδοξοποίηση των νέων μας. Μια ενδεχόμενη όμως μετατροπή του μαθήματος «σε ουδέτερη... θρησκειολογική, εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα προσέγγιση, αφήνουν κατ’ ανάγκη έκθετη και ανικανοποίητη την εγγενή ορμή του ανθρώπου προς αυτοϋπέρβαση...». Αυτή η μονομέρεια «έχει ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση μηχανισμών άμυνας, κυρίως της αντιρρόπισης και της υπεραναπλήρωσης» με συνέπεια ο μαθητής να αφήνεται «σε κρίσιμη φάση της ζωής του απληροφόρητος, έρμαιο της κοινωνικής ανομίας, όπου εκδηλώνονται τα αναπτυσσόμενα στις ημέρες μας φαινόμενα καταστροφικών λατρειών μαντείας, σατανισμού, αποκρυφισμού... εκτεθειμένος σε ξένες επιρροές...».
Ορθώς επισημαίνει ο καθηγητής της Γλωσσολογίας και τέως πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Μπαμπινιώτης ότι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ορθόδοξων μαθητών μας, όπως την ορίζει το Σύνταγμα και οι Νόμοι του Κράτους, δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα από ένα αόριστο θρησκειολογικό μάθημα. «Αν δεν κινηθείς, λέει, ... με αναφορά σε συγκεκριμένη θρησκεία, δεν μπορείς να επιτύχεις ανάπτυξη θρησκευτικής συνειδήσεως». Ένα αόριστο θρησκειολογικό μάθημα δεν μπορεί να εμπνεύσει ηθική και πνευματική ζωή. Αυτή είναι συνέπεια της πίστης και των δογμάτων, αφού ανάλογα με την πίστη του καθορίζει καθένας τη ζωή του.
Προς όσους δε «εν ονόματι της ατομικής ελευθερίας» ζητούν να γίνουν προαιρετικά τα θρησκευτικά, ρωτάει: «Ο μαθητής είναι ώριμος να αποφασίσει μόνος του στα 12 ή στα 15 του χρόνια ότι πρέπει να παρακάμψει τη συνταγματική επιταγή για την ανάλογη πνευματική και ηθική του συγκρότηση; ΄Η μήπως ένας γονιός, άθεος ο ίδιος εκ πεποιθήσεως, πρέπει να προαποφασίσει για το παιδί του να γίνει άθεο κι αυτό; Εχει αυτό το δικαίωμα;». Εξάλλου η προβολή λόγων προσωπικής συνειδήσεως κατά το σχολικό σύμβουλο Ιω. Τσάγκα «μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα μαθήματα του Ωρολογίου Προγράμματος».
Αξιοπρόσεκτη είναι και η σχετική τοποθέτηση του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Μάριου Μπέγζου. Τονίζει πως «Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι θεολογικό και δεν είναι θρησκειολογικό. Περιεχόμενό του είναι η ενημέρωση του νέου ανθρώπου στην ορθόδοξη παράδοση του τόπου του σήμερα...». Η θρησκειολογία, συνεχίζει, «Παραμένει πάντοτε δευτερεύουσα σε σύγκριση με την ορθόδοξη Θεολογία».
Την εξίσωση της Ορθοδοξίας και άλλων δογμάτων ή θρησκειών, ο ανωτέρω καθηγητής παρομοιάζει με την εξίσωση δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού στο μάθημα της πολιτικής αγωγής και ρωτάει: «Δικαιολογείται η επί ίσοις όροις διδασκαλία του δημοκρατικού και του φασιστικού πολιτεύματος; Μπορεί ποτέ το 5% να εξισωθεί με το 95%, παρότι πρέπει να γίνει σεβαστό και να προστατεύεται; Αλλο η προστασία και άλλο η προβολή».
Ως προς την άποψη να γίνουν τα θρησκευτικά προαιρετικά, ο ανωτέρω πανεπιστημιακός δάσκαλος παρατηρεί: «Διανοήθηκε κανείς να καταστήσει προαιρετικό το μάθημα της μουσικής για τους παράφωνους μαθητές ή τη γυμναστική για όσους δεν επιθυμούν να επιδίδονται σε σωματικές ασκήσεις; Αν η παιδεία είναι αγαθό και σε αυτή συγκαταλέγεται και το θρησκευτικό μάθημα, σύμφωνα άλλωστε και με ρητή βούληση του νομοθέτη, δεν επιτρέπεται να στερήσουμε κάποιο αγαθό από τον εκπαιδευόμενο έφηβο, είτε συνολικά, είτε επιλεκτικά ως προς τα θρησκευτικά ή άλλα μαθήματα»
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οσα ειπώθηκαν ως τώρα με κάθε δυνατή συντομία, καταδεικνύουν, νομίζω, την αναγκαιότητα της διδασκαλίας του θρησκευτικού μαθήματος, που στηριζόμενο στον παντοδύναμο Λόγο του Θεού κι όχι στον ασθενή ανθρώπινο λόγο, συγκροτεί και διαμορφώνει την ανθρώπινη προσωπικότητα. Δεν την οδηγεί απλώς στην καλοκαγαθία, που ήταν το ύψιστο μορφωτικό ιδεώδες των αρχαίων, αλλά στη μεταμόρφωση και θέωσή της. Γι’ αυτό όπως παρατηρεί ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης «Σήμερα, αντί να μιλάμε, όπως κάνουν μερικοί, για μείωση των ωρών διδασκαλίας των Θρησκευτικών στο σχολείο, πρέπει να εξασφαλίσουμε τρόπους δραστικής ενίσχυσής του τόσο από πλευράς διδασκαλίας, όσο και κατάλληλης υποστήριξής» του. Γιατί, όσο το μάθημα των θρησκευτικών θα υποβαθμίζεται, «παρά το πλήθος των γνώσεών μας, θα μας κατέχει πνευματική και ψυχική απαιδευσία».
Ζητούν οι πολέμιοι του μαθήματος την κατάργησή του. Αλλά με τι θα το αντικαταστήσουν; Ποιο άλλο μπορεί να πάρει τη θέση του; Ή νομίζουν πώς θα υπάρξει πρόοδος, αν συμβεί και εδώ ό,τι συνέβη το 1871 στη Γαλλία; Ας δουν τι γίνεται σήμερα εκεί καθώς και στις χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού», για να πεισθούν. Να καταλάβουν ότι «προς κέντρα λακτίζουν». Ας μελετήσουν τη δήλωση του σημερινού ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσίας Γκενάντι Ζιουγκάνοφ πως οι αξίες και η ιδεολογία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσίας «απορρέουν από τις ίδιες αξίες και ιδέες της Ορθοδοξίας. Ο ιδεολογικός μας αρχηγός, τονίζει, είναι ο Ιησούς Χριστός». Και να γνωρίζουν πως, αν ποτέ μπορέσουν να κάνουν πράξη τα σχέδιά τους, οι ίδιοι θ’ αναγκαστούν να αναφωνήσουν πρώτοι το προτελευταίο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών». Και θα ζητήσουν να «ξεθάψουν» τα θρησκευτικά και να τα επαναφέρουν αμέσως στα σχολεία, για να σωθούν οι νέοι και ο πολύπαθος τόπος μας. Γιατί είναι διαπιστωμένο και επιβεβαιωμένο πως «δεν ημπορεί να υπάρξει αγωγή χωρίς Θεόν». Και δεν είναι δυνατό με τίποτε να αντικατασταθεί η ελληνορθόδοξη αγωγή και παιδεία.