* Από τον Κων/νο Παπακωνσταντίνου
Το πόσο αξεπέραστη και συγκλονιστική είναι η έννοια και η παρουσία της μάνας στη ζωή μας, είναι δύσκολο να την περιγράψει κανείς. Το γόητρο της μάνας παραμένει ανά τους αιώνες αμείωτο. Μέσα στην καρδιά της κλείνει την καρδιά του παιδιού της. Είναι η προσωποποίηση της στοργής και της αγάπης. Του πόνου και της θυσίας.
Άπειροι υμνητές με τον πεζό ή τον έμμετρο λόγο, ασχολήθηκαν με τη μάνα. Και χιλιάδες ανώνυμοι και επώνυμοι χρωστήρες, προσπάθησαν ν` αποτυπώσουν τη γλυκύτητα της μορφής της. Η μάνα είναι από μόνη της μια ανυπέρβλητη έννοια, σε βαθμό, που κάθε προσπάθεια είναι ανεπαρκής να την υμνήσει.
Ας ξεφυλλίσουμε τα βιβλία κι ας πάμε να ξαναφέρουμε στη μνήμη μας τα ωραιότερα ποιήματα για τη μάνα, που έπλασε η Ελληνική λογοτεχνία. Ποιος δεν θυμάται από το Αναγνωστικό του Δημοτικού Σχολείου, το ποίημα «Η Μάνα» του Γ. Βιζυηνού: «Πώς να πειράξω τη μητέρα / να κάνω εγώ να λυπηθεί / που όλη νύχτα κι όλη μέρα / για το καλό μου προσπαθεί;» Και πιο κάτω στο ποίημα «Αποχωρισμός» γράφει: «Φουρτούνιασε η θάλασσα / και βουβαθήκαν τα βουνά! / Είναι βουβά τ` αηδόνια μας / και τα ουράνια σκοτεινά / κι η δόλια μου η ματιά θολή / παιδί μου ώρα σου καλή.» Και συνεχίζει παρακάτω: «Μάνα ο νιος και μάνα γέρος / μάνα ακούς σε κάθε μέρος. / Ω! τι όνομα γλυκό, / τη χαρά σου και τη λύπη / με τη μάνα τη μοιράζεις / ποθητά την αγκαλιάζεις / δεν της κρύβεις μυστικό.»
Ο Δ. Σολωμός στο ποίημα «Η τρελή μάνα», γράφει: «Κατά τα σύννεφα κατά τα αστέρια / τρεμονιάζοντας ρίχνει τα χέρια / και κλαίει και ρυάζεται τρομαχτικά..» Ο Άγιος των Γραμμάτων Α. Παπαδιαμάντης, μας λέει: «Μάνα μου εγώ είμαι τ` άμοιρο / το σκοτεινό τρυγόνι / όπου το δέρνει ο άνεμος, / βροχή που το πληγώνει, / το δόλιο όπου κι αν στραφεί / κι απ` όπου κι αν περάσει / δε βρίσκει πέτρα να σταθεί / κλωνάρι να πλαγιάσει. / Στην αγκαλιά σου την πλατιά / μανούλα μου ν` αράξω / μεσ' το βαθύ το πέλαγο αυτό / προτού βουλιάξω…»
Κι ακόμα στο ποίημά του: «Το παιδί που θαλασσοπνίγεται» «Εγώ βαρκούλα μοναχή / βαρκούλα αποδαρμένη / μέσα στο πέλαγο ανοιχτό / σε θάλασσα αφρισμένη / παλεύω με τα κύματα / χωρίς πανί, τιμόνι / κι άλλη δεν έχω άγκυρα / πλην την ευχή σου μόνη..»
Η Μαρία Ράλλη στο «Νανούρισμα σε αγέννητο παιδί» λέει: «Γιε μου και κανακάρη μου / και σάρκα της σαρκός μου / του αγαπητού μου πρόπλασμα / πνοή ψυχοβλαστέ μου / Αφρός τα ρουχαλάκια σου / σ` όνειρον υφασμένα / πια μάνα σε λαχτάρησε / πιότερο από μένα.»
Ο Πολέμης στο ποίημά του «Μάνα» γράφει: «Ο Δήμος ο σκληρόκαρδος, / με χέρια αφορεσμένα / κτυπά και δέρνει αλύπητα / τη μάνα που τον γέννα.» Στη συνέχεια λέει πως η μάνα, πάνω στα νεύρα της, καταριέται νάρθει ο χάρος να πάρει το παιδί της. Ο χάρος καταφθάνει «Φώναξες της λέει. Ήλθα!» Μα εκείνη με καλοσύνη τον παρακαλεί: «Παράκουσες κυρ Χάροντα / μα τη ζωή του Δήμου / εγώ για μένα σ` έκραξα / όχι για το παιδί μου…»
Ο Βερίτης γράφει για τη μάνα: «Μάνες του ανθρώπου / μακαρισμένα πλάσματα ιερά / όλη τη θλίψη κρύβετε του κόσμου / κι όλου του κόσμου είσαστε η χαρά…»
Ο Μέγας Βασίλειος, είπε για τη μάνα, «Ήν εκ παιδός έλαβον έννοιαν περί Θεού, πήρα εκ της μητρός μου, ταύτην είχον εν εμαυτώ…»
Και ο τραγικός Ευριπίδης λέει για τη μάνα: «Ουκ έστιν ουδέν μητρός ήδιον.» Δηλ. Δεν υπάρχει τίποτα γλυκύτερο από τη μάνα.
Κι εγώ θυμάμαι τη δική μου μάνα. Ξερακιανή κι ακούραστη ολημερίς να βολοδέρνει. Δίχως κύρη και προστάτη. Ένα τσούρμο κουτσούβελα, να την τραβούν από το πιστιμάλι. Να ρουφούν αδιάκοπα τη ζήση της, για να μεγαλώσουν. Συχνά την έβλεπα δακρυσμένη. Νάταν από τους καπνούς στο τζάκι; Ή από τη σκληρή της μοίρα; Κι όμως το πονεμένο της χαμόγελο, βάλσαμο κι ενθάρρυνση, στις ορφανές ψυχές μας. Εμείς απομυζούσαμε την πονεμένη της ζωή. Την αγάπη της που όρια δεν είχε. Κι αυτή ενδόμυχα έκτιζε τα όνειρά της. Εύρισκε κουράγιο. Έλπιζε πάνω στη δική μας ύπαρξη.
Μάνα, είσαι η αγάπη, η άδολη, η ανιδιοτελής, η σκέψη μας. Σ` όλη τη ζήση ως τη θανή.