Όσοι έχουν την τύχη ν' ανηφορίσουν, ως τις υπώρειες του Κάτω Ολύμπου και να σκαρφαλώσουν στην όμορφη Ραψάνη, μένουν έκθαμβοι. Μόλις 50 χλμ. από τη Λάρισα και 10 χλμ. από την Εθνική οδό, με ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Έχει υψόμετρο ιδεώδες 600-650 μ. με απόλυτα ξηρό κλίμα και με θαυμάσιο προσανατολισμό. Μια βίγλα, που έχει πίσω της τον θεϊκό Όλυμπο, από τον οποίο δέχεται καθημερινά, άφθονο και πεντακάθαρο, επιστημονικά βεβαιωμένο υγιεινό νερό και την Ολύμπια αύρα. Μπροστά της ατενίζει τα γραφικά παράλια του Θερμαϊκού κόλπου. Σε μέρες με διαύγεια ατμοσφαιρική, ατενίζει την Χαλκιδική, με το άλλο θεϊκό βουνό τον Άθω. Ο Κίσσαβος με τα γραφικά του Τέμπη, από τις λίγες όμορφες κοιλάδες του κόσμου, αναδιπλώνεται μπροστά της καθώς καινούργιοι δρόμοι τον κάνουν προσιτό, σε κάθε επισκέπτη.
Η πλατεία του χωριού, απλόχερη, λουσμένη στη δροσιά της φυλλωσιάς αιώνιων πλατάνων. Και τα στενά δρομάκια φιδωτά διακλαδίζονται, από κάτω ως ψηλά στα σπίτια, που οριοθετούν το χωριό. Μονοπάτια απείρου κάλλους, που συνοδεύουν τον περιπατητή, μέσα σε δασώδεις περιοχές, που τον λούζουν με το άρωμα της ρίγανης, της αγράμπελης και άλλων αγριοβότανων του βουνού.
Νερομάνες διάσπαρτες στο χωριό, που άλλοτε τροφοδοτούσαν, ρυάκια, που κελάρυζαν αρμονικά και που τώρα μένουν βουβά, καθώς είναι θαμμένα κάτω από τσιμέντινες πλάκες.
Κανένας επισκέπτης δικαιοκρίτης, δεν αμφιβάλλει γι' αυτή την πανέμορφη εικόνα, που στέφει τη σημερινή πραγματικότητα της Ραψάνης. Απόδειξη πως δεκάδες Λαρισαίων την προτίμησαν και έκτισαν τα πανέμορφα εξοχικά τους. Άλλο αν όλα τούτα είναι άναρχα οικοδομημένα και προσβάλλουν κατάφωρα την παράδοση του τόπου. Αναμφίβολο όμως είναι πως αποτελούν δείγματα προτίμησης και αγάπης για τον τόπο. Αυτή είναι η πρώτη διαπίστωση του αμερόληπτου επισκέπτη.
Ναι! Αλλά όμως η Ραψάνη είναι ένας φθίνων και συνεχώς υποβιβαζόμενος οικισμός. Ένας τόπος, με ιστορική και παραδοσιακή αξία, με προγονική αίγλη και πολιτιστικό δυναμισμό, που σβήνει καθημερινά.
Το ιστορικό Ειρηνοδικείο, με πληθώρα δικαστικών υποθέσεων, που έσφυζε από γραφικούς δικολάβους και ερίζοντες χωρικούς, υπολειτουργεί. Το Γυμνάσιο έρημο και αναξιοποίητο, εδώ και πολλά χρόνια, από ναός γνώσης και μάθησης, έγινε φωλιά στα αγριοπούλια, που κρώζουν πένθιμα για την κατάντια του. Το Δημοτικό Σχολείο, στεγάζει την τελευταία δράκα παιδιών. Οι περισσότεροι μαθητές είναι Αλβανάκια.
Κι αν δεν κλείσει κι αυτό για πάντα, εφέτος, σίγουρα θα το κάνει του χρόνου.
Από τους 4.500 κατοίκους που είχε πριν από 50-60 χρόνια με σχολείο με 360 μαθητές, με μπακάλικα, καφενεία, καζαναριά κι ένα ζωντανό προσοδοφόρο εμπόριο, όπου δέσποζαν υγιείς συναλλαγές και δοσοληψίες με όλον τον νομό, όσο πάει και νεκρώνεται. Καταστήματα και Σχολεία έκλεισαν, τα πιο πολλά σπίτια αμπαρώθηκαν ερμητικά και στοιχειώνουν κάτω από τον αδηφάγο και πανδαμάτορα χρόνο. Λίγες οικογένειες γερόντων απόμειναν, που δύσκολα βγάζουν τον χειμώνα. Οι νέοι, θύματα του αστισμού και της αστυφιλίας άφησαν πίσω τους κτήματα και γεροντάκια και μάχονται για τον επιούσιο μεσ' στο καυσαέριο και τη σκληράδα της πόλης.
Τεράστιες εκτάσεις αμπελιών, που έβγαζαν τα ασύγκριτα κρασιά και τσίπουρα, γνωστά στο Πανελλήνιο, έμειναν χέρσα. Τα χρυσοφόρα ηδύγευστα τσαμπιά και τα ευλογημένα κλήματα, γέμισαν αγκάθια και πουρνάρια. Θέαμα θλιβερό.
Μοναδική όαση η βιβλιοθήκη του χωριού, μ' ένα πλήθος από παλιές και σύγχρονες εκδόσεις. Έργο, που τιμά τις ερίτιμες κυρίες Μάχη Τσάτσαρη και ιδιαίτερα την Χάιδω που ακάματη και μεθοδική, αγωνίζεται απεγνωσμένα να διατηρήσει μέσα στην καταχνιά και την απελπισία ένα καντήλι, γνώσης και Πολιτισμού.
Κι ακόμη η φιλότιμη προσπάθεια του Βασίλη Σουζούλη, που με τον «Μήτια» και το συμπαθητικό θεατράκι του ανακινεί τα λιμνάζοντα νερά, προσφέροντας ώρες εξευγενισμένης απόλαυσης.
Αυτή είναι η δεύτερη και αδιαμφισβήτητη, διαπίστωση που μπορεί να κάνει ένας επισκέπτης. Και τώρα το πικρό και άτεγκτο ερώτημα: Ποιος ευθύνεται για όλα αυτά; Ποιοι αστόχαστοι επιπόλαιοι και επιλήσμονες μιας ιστορίας και παράδοσης αιώνων, άφησαν να νεκρωθεί αυτή η πανέμορφη πολιτεία;
Ποιοι ευθύνονται, γιατί άφησαν ανεύθυνα να διαλυθεί ο κοινωνικός ιστός του χωριού; Μήπως οι εκάστοτε ιθύνοντες του χωριού, που τους έλειπε το όραμα και η προοπτική για το μέλλον; Μήπως οι γονείς, που άφησαν να ξενιτευθούν τα παιδιά τους, ενώ η Ραψανιώτικη γη, πάντα έκρυβε για τους κατοίκους της το μυστικό της ευημερίας και ήταν πρόθυμη να τους συντρέξει, αν φυσικά την πότιζαν με κόπο και ιδρώτα; Γιατί Λαρισαίοι με καμιά κληρονομική προδιάθεση για την αμπελουργία, καλλιεργούν αμπέλια με ικανοποιητικά αποτελέσματα και ευοίωνες προοπτικές;
Μήπως όσοι πήραν των ομματιών τους και έφυγαν και πρόκοψαν στα ξένα σε θέσεις καίριες, σε πόστα και κλειδιά, αδιαφόρησαν οικτρά για την πατρώα γη; Δεν είχε η Ραψάνη έναν Αντώνη Καρκαγιάννη, Αμπελακιώτη, να δώσει μάχες για τον τόπο τους; Οι λίγοι, που απόμειναν και μπορούν να βοηθήσουν μήπως κλείστηκαν στο κερδοφόρο και φιλοχρήματο καβούκι τους και είναι ανάξιοι για τούτο;
Ίσως φταίνε όλα τούτα μαζί και άλλα, που δεν είναι του παρόντος να αναφέρουμε. Εγώ είμαι λάτρης του χωριού. Μετά τη γενέτειρά μου, τούτη την παραδεισένια γωνιά έκλεισα στην ψυχή μου. Θλίβομαι και πονώ για όσα βλέπω. Και λέω!
Μα δεν μπορεί! Η κατάσταση δεν είναι μη αναστρέψιμη. Ομόνοια θαρρώ χρειάζεται και μια συλλογική προσπάθεια, από κάθε μετερίζι. Ν' αφυπνισθεί και η κρατική μέριμνα, να δώσουν χέρι και οι ξενιτεμένοι. Να έλθουν πίσω και τα παιδιά. Σκληρή βέβαια η πρόσκληση, που κρύβει θυσίες και πόνο, αλλά αξίζει μια γενιά να παιδευθεί, για να στεριώσει το μέλλον του τόπου. Τίποτα δεν μπορεί να έλθει μόνο του. Δεν ωφελούν μεμψιμοιρίες και κλαψουρίσματα για χαμένη υπόθεση. Τίποτα δεν είναι χαμένο. Η γη της Ραψάνης, γόνιμη, φιλόξενη και πανέμορφη, υπόσχεται την ποθητή ανάκαμψη.