Ένα μείζον θέμα, η προαιρετική καύση των νεκρών επανέρχεται στο προσκήνιο με την έκδοση Σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος που πρόκειται να συζητηθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η ελληνική κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη με το θέμα αυτό. Πριν από δύο χρόνια, το 2006, έγινε στη Βουλή ένα αποφασιστικό βήμα για την υιοθέτηση δικαιώματος αποτέφρωσης νεκρών , με την ψήφιση διακομματικής τροπολογίας δέκα βουλευτών από τη Ν.Δ. το ΠΑ.ΣΟ.Κ και τον ΣΥΝ, ενώ νωρίτερα, πριν από ένα χρόνο, το 2005, οι βουλευτές Μητσοτάκης και Έβερτ, μεταξύ άλλων υπέγραψαν συζητούμενη τότε πρόταση νομοθετικής ρύθμισης του θέματος που εδίχασε την ελληνική κοινωνία.
Η καύση των νεκρών είχε έλθει όμως στο προσκήνιο, λόγω αδήριτης ανάγκης και δέκα χρόνια πριν, όταν το 1996 απασχόλησε το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων, εξαιτίας του αδιεξόδου στα κοιμητήρια της πρωτεύουσας.
Το ίδιο πρόβλημα βεβαίως αντιμετωπίζουν και τα νεκροταφεία όλων των μεγάλων αστικών περιοχών, όπως και της Λάρισας, όπου το αδιαχώρητο στην ταφή τεθνεώτων έχει φτάσει έκτοτε σε οριακό, αν όχι σε κρίσιμο σημείο.
Ο κορεσμός των κοιμητηρίων, πολλά απο τα οποία μάλιστα γειτνιάζουν με κατοικημένες περιοχές , αλλά και η μη πλήρης αποσύνθεση των νεκρών (λόγω της μακρόχρονης χρήσης του εδάφους και της αυξημένης κατανάλωσης φαρμάκων) έχουν ως αποτέλεσμα να συμβαίνουν περιστατικά επικίνδυνα και μάλλον άγνωστα στο ευρύ κοινό, καθώς η ταφή ενός νεκρού δεν είναι διαδικασία η οποία εξαντλείται στους επικήδειους και τα άνθη.
Παρ’ όλα αυτά και ενώ η καύση ίσως θα αποτελούσε κάποια λύση στο διαρκώς ογκούμενο πρόβλημα των χώρων ταφής, η αντίδραση της Εκκλησίας υπήρξε εντονότατη, δεδομένου ότι είναι ταγμένη υπέρ της ταφής, όσον αφορά στους ορθόδοξους χριστιανούς, αλλά δέχεται την καύση για ετερόδοξους και ετερόθρησκους.
Δεν είναι βέβαια εχθροί της Εκκλησίας οι κοινοβουλευτικοί μας άνδρες που προώθησαν τη νομοθετική ρύθμιση και το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα για την καύση (εκείνων ασφαλώς που επιθυμούν αυτό το τέλος). Αλλά οι αντιδράσεις που κάθε φορά σημειώνονται όταν το ζήτημα αυτό έρχεται στο προσκήνιο, δείχνει το είδος του προβλήματος που τίθεται και λέγεται σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους. Ενός προβλήματος που απαιτεί λύση, θέλουν δεν θέλουν οι κάθε λογής φανατικοί.
Ας δούμε όμως πρώτα το ζήτημα της καύσης των νεκρών. Η διαδικασία αυτή είναι αποδεκτή και ευρύτατα εφαρμόσιμη σε πολλές χώρες του κόσμου, ακόμη και από χριστιανικές Εκκλησίες. Αναγνωρίζεται από τους αρμοδίους της Δημόσιας Υγείας ως η πιο υγιεινή μέθοδος αποσύνθεσης. Σε πολλές πόλεις της Ευρώπης η αποτέφρωση γίνεται δωρεάν για καθαρά λόγους υγιεινής και αποσυμφόρησης των κοιμητηρίων.
Είναι φανερά λοιπόν τα πρακτικά πλεονεκτήματα της προαιρετικής καύσης, όπως η μείωση της μόλυνσης του περιβάλλοντος, του υπεδάφους και του υδροφόρου ορίζοντα, καθώς και η εξοικονόμηση ελεύθερης γης, αφού θα μειωθούν σημαντικά οι εκτάσεις των νεκροταφείων. Πλεονεκτήματα που πρέπει να συνυπολογιστούν πολύ σοβαρά.
Χωρίς να θέλω να θίξω τις θρησκευτικές παραμέτρους του ζητήματος, θεωρώ ότι είναι αναντίρρητο το δικαίωμα της Εκκλησίας να αρνείται να παραβιάσει το Δόγμα της. Δεν μπορεί δηλαδή κάποιος να εκφράσει την επιθυμία θρησκευτικής ταφής και στη συνέχεια καύσης της σορού. Η Εκκλησία δεν είναι δημόσια υπηρεσία απο την οποία οι πολίτες μπορούν να απαιτούν να τους βαφτίζει, να τους νυμφεύει ή να τους κηδεύει, όπως αυτοί νομίζουν ή επιθυμούν. Η είσοδος στους ναούς, η συμμετοχή στις λειτουργίες προϋποθέτουν βούληση και αποδοχή του Δόγματος. Είναι προφανώς δικαίωμα της Εκκλησίας, και ας φωνάζουν ορισμένοι, να μη δέχεται παράλογα αιτήματα να νυμφεύει ή να κηδεύει, δηλαδή, άτομα που δηλώνουν ότι είναι άθεοι!
Από την άλλη μεριά οποιοσδήποτε πολίτης είναι ελεύθερος να καθορίσει τα σχετικά με το τέλος του. Μπορεί να ζητήσει να ταφεί χωρίς θρησκευτική κηδεία ή να καεί η σορός του και να διασπαρεί η στάχτη του στη θάλασσα, όπως συνέβη με τη Μαρία Κάλλας.
Αυτονόητη λοιπόν είναι και η υποχρέωση της Πολιτείας να εξασφαλίζει τη δυνατότητα για ένα τέτοιο τέλος ζωής σε όσους το επιθυμούν. Και βεβαίως τότε δεν πέφτει λόγος ούτε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ούτε σε οποιαδήποτε άλλη.
Οι υπέρμαχοι της καύσης, που εντούτοις επιθυμούν να έχουν θρησκευτική κηδεία, θεωρούν αναγκαία τη λύση της αποτέφρωσης για λόγους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς, τους οποίους αργά ή γρήγορα πιστεύουν ότι θα αναγκαστεί να τους αποδεχθεί η Εκκλησία, πολλώ δε μάλλον επειδή η ταφή δεν αποτελεί μυστήριο, όπως ο γάμος (εν τούτοις θεσμοθετήθηκε και ο πολιτικός), αλλά έθιμο και μάλιστα εβραϊκό.
Άλλωστε είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η Εκκλησία έχει δεχθεί επίσης και την θεσμοθετημένη δωρεά οργάνων του σώματος, διαδικασία βαθύτατα αλτρουιστική και ομολογουμένως χρήσιμη, η οποία ουσιαστικά αντίκειται στο στενόμυαλο θρησκευτικό τυπικό.
Διευρύνοντας το θέμα θα μπορούσε να επισημάνει κανείς ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει μεν ως μοναδικό τρόπο αντιμετώπισης μόνο την ταφή, δεν έχει όμως ρητή διάταξη με την οποία να καταδικάζει άλλα μέσα και ειδικά την καύση. Και αυτό μπορεί να ερμηνευτεί, αφού τα προβλήματα που ανακύπτουν σήμερα δεν υπήρχαν κατά τον χρόνο κατάρτισης του συνόλου σχεδόν της Κανονικής νομοθεσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εδώ πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι όταν η Εκκλησία κάνει λόγο για ταφή εννοεί ταφή του νεκρού εσαεί και όχι προσωρινή, όπως γίνεται στην πραγματικότητα σήμερα και επακολουθούν τα γνωστά για την αποσυμφόρηση των κοιμητηρίων, για να μην εισέλθω σε μακάβριες λεπτομέρειες...
Τελικά η ίδια η κοινωνία θα αποδεχτεί ή όχι την προαιρετική καύση. Η Εκκλησία από την πλευρά της θα διατηρήσει το δικαίωμά της να προτρέπει τους πιστούς να προτιμούν την ταφή από την αποτέφρωση και ο πολίτης, ως ελεύθερος άνθρωπος με συνταγματικά δικαιώματα, θα δικαιούται να αποφασίζει με ποιον τρόπο θα «απόλλυται εις χουν».
Είναι εύκολα προβλέψιμο το γεγονός ότι τα πράγματα θα έχουν κρίσιμη εξέλιξη με τριβές που μπορεί να τραυματίζουν το κύρος του κράτους ή να προσβάλουν την έννοια της Εκκλησίας.
Αργά ή γρήγορα θα τεθεί ζήτημα σχέσεων του κράτους με την Εκκλησία της επικρατούσας θρησκείας, όπως έγινε και άλλοτε. Ζήτημα που πρέπει κάποτε να αντιμετωπιστεί. Με σύνεση πολιτική και «ταπείνωση» θρησκευτική.