Στην Τουρκία έχει καταστεί πλέον θεσμός, όταν αυτή αντιμετωπίζει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα και υφέρπει πολιτική κρίση, όπως αυτή που υπάρχει σήμερα μεταξύ των Κεμαλιστών και των Ισλαμιστών, να εκτρέπει την όλη κατάσταση προς τα έξω, έχοντας συνήθως και μονίμως ως στόχο είτε το Αιγαίο, με προκλητικές καθημερινές παραβιάσεις του Εθνικού μας Εναερίου Χώρου (ΕΑΧ), είτε την Κύπρο, όπως συνέβη πρόσφατα με την εσκεμμένη προκλητική επίσκεψη του Τούρκου Πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ανήμερα την ημέρα της εισβολής των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής στη μαρτυρική μεγαλόνησο (20-7-1974), για να εορτάσει, κατά δήλωσή του, μαζί με τους Τουρκοκυπρίους, δηλαδή τους εποίκους, άκουσον - άκουσον την επέτειο της ειρηνικής επέμβασης σε αυτήν για τη σωτηρία τούτων (Τουρκοκυπρίων) από τις σφαγές των Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων.
Τα γεγονότα είναι γνωστά και νωπά, η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη τότε στο έπακρον τις διεθνείς συγκυρίες, που υπήρχαν στον περίγυρό της, όπως το εγκληματικόν πραξικόπημα της 15-7-1974 των Συνταγματαρχών εναντίον του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας μακαριστού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και με την ανοχή, αν όχι τη στήριξη και την ενθάρρυνση, των ΗΠΑ και Μεγάλης Βρετανίας, εισέβαλε την 20-7-1974 στο ανυπεράσπιστο Νησί και με την ανατολίτικη βουλιμία που διακατέχει τον Ασιάτη γείτονα στην κυριολεξία το κατασπάραξε.
Η Τουρκία όλα αυτά τα χρόνια από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 20-7-1974, έχει στην κυριολεξία αλλοιώσει δημογραφικά την κοινωνική δομή της μεγαλονήσου, στα κατεχόμενα απ' αυτήν εδάφη, οι έποικοι αριθμούνται σε πάνω από 300.000. Ο Τουρκικός στρατός κατοχής, με βαρύ οπλισμό, άρματα και πάσης φύσεως πολεμικό υλικό, είναι περίπου 45.000. Οι Τουρκοκύπριοι δεν υπερβαίνουν τις 70.000 και οι λαθρομετανάστες είναι γύρω στις 80.000. Ο πληθυσμός στα κατεχόμενα εδάφη είναι κοντά στις 500.000. Δηλαδή το 40%, από 18% που ήταν προ της εισβολής. Συνεπώς, και με τη ραγδαία αυξητική τάση της γεννητικότητας των μουσουλμάνων, ο καθένας μας εύκολα αντιλαμβάνεται ότι είναι ζήτημα χρόνου οι Τουρκοκύπριοι του 18% να γίνουν πλειοψηφία στην Κύπρο, οπότε και οι συσχετισμοί του πληθυσμού να αλλάξουν υπέρ των Τουρκοκυπρίων. Δηλαδή των εποίκων, από τα βάθη της Τουρκίας (ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 20-7-2008).
Βασιζόμενος και στηριζόμενος πάνω σε αυτά τα αλλοιωμένα στοιχεία και στην ισχύ των όπλων, ο αμφισβητούμενος από τους Κεμαλιστές και το βαθύ κράτος ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, υπερακοντίζοντας σε πατριωτισμό ακόμα και τους πασάδες και βλέποντας περισσότερο το εσωτερικό της χώρας του, παρά τους Τουρκοκυπρίους (Έποικοι), δήλωσε προκλητικά απερίφραστα και ξεδιάντροπα όχι για «Διζωνική - Δικοινοτική Ομοσπονδία» αλλά για συνεταιρισμό, δηλαδή Συνομοσπονδία δύο ισοτίμων ανεξαρτήτων κρατικών οντοτήτων και είναι καιρός πλέον η Διεθνής Κοινότητα να αναγνωρίσει την πραγματικότητα. Ότι, δηλαδή, στην Κύπρο υπάρχουν σήμερα δύο κυρίαρχα κράτη και όχι ένα, όπως σήμερα εσφαλμένα και άδικα εκπροσωπείται μόνο από την Ελληνοκυπριακή Διοίκηση.
Σήμερα στην Κύπρο, και αυτή είναι η όλη αλήθεια και η πραγματικότητα, στο κατεχόμενο ελληνικό αυτό κομμάτι, έχει οργανωθεί και λειτουργεί από το 1983 (τύπου Ταϊβάν) μια κρατική οντότητα ως Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ) με δικό της Σύνταγμα, δική της κυβέρνηση και, γενικά, με τη στήριξη και τις πλάτες και την αμέριστη βοήθεια της Τουρκίας και με την ανοχή, αν όχι την ενθάρρυνση, της Διεθνούς κοινότητας και ιδιαίτερα των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, πορεύεται πλέον ως μια αυτόνομη και ημιανεξάρτητη χώρα. Αυτή η κρατική οντότητα, το ψευδοκράτος για την ελληνική πλευρά, έχει επίσημα αναγνωριστεί μέχρι σήμερα μόνο από την Τουρκία, συμμετέχει όμως ως παρατηρητής σε πάμπολλα συνέδρια και πολλές εκδηλώσεις και φόρα μουσουλμανικών συνήθως χωρών.
Αφού στο παρελθόν έχουν απορριφθεί όλες οι λύσεις, που οδηγούσαν μόνο θεωρητικά στην επανένωση της μεγαλονήσου, όπως το σχέδιο Ανάν, ενώ στην ουσία νομιμοποιούσαν τα τετελεσμένα γεγονότα της Άγκυρας, τι νόημα, συνεπώς, υπάρχει, ύστερα μάλιστα και από τις δηλώσεις του Ερντογάν, να συνεχίζεται να αναζητείται φόρμουλα προς αυτήν την κατεύθυνση, τη στιγμή μάλιστα που το κλειδί της επίλυσης του Κυπριακού βρίσκεται στα χέρια της Τουρκίας και όχι στον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ταλάτ; Και όταν είναι δεδομένο πλέον ότι οι Ελληνοκύπριοι στην πλειοψηφία τους δεν επιθυμούν τη συμβίωσή τους και τη συνένωση με τους Τουρκοκυπρίους; Εκτιμώ ότι έφθασε η ώρα να επιδιώξουμε ως στόχο και λύση ένα βελούδινο διαζύγιο, δίδοντας όλο το βάρος στα εδαφικά ανταλλάγματα. Ούτως ή άλλως όπως έχουν μέχρι σήμερα διαμορφωθεί τα πράγματα, η απειλή της μόνιμης πλέον διχοτόμησης φαίνεται να είναι κοντά και ορατή.
Σύμφωνα με το Αγγλικό κτηματολόγιο, που ισχύει ακόμα στην Κύπρο, οι Τουρκοκύπριοι πριν το 1974 κατείχαν το 12% του εδάφους της και όχι το 37%, που διά της βίας και με στρατιωτικές δυνάμεις εισβολής, κατέχει από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 20-7-1974 η Τουρκία. Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα πολύ ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια της Κύπρου και της χώρας μας. Πρέπει ως λαός και ως Έλληνες να συνειδητοποιήσουμε ότι, για να ξεράσει η Τουρκία αυτό το ελληνικότατο κομμάτι της μαρτυρικής μεγαλονήσου, που έχει με τόση βουλιμία κατασπαράξει, ένας τρόπος υπάρχει και είναι μόνο ο πόλεμος. Διαφορετικά, δεν μας μένει τίποτε άλλο, παρά ένας έντιμος ιστορικός συμβιβασμός εθνικά αποδεκτός από τον ελληνισμό.
Συνεπώς και δυστυχώς, δεν έχουμε άλλα περιθώρια και πρέπει επιτέλους να επιλέξουμε τι θέλουμε να επιτύχουμε με το σοβαρό εθνικό αυτό θέμα, που μας ταλαιπωρεί και μας βασανίζει για πενήντα και πλέον χρόνια ως λαό και ως έθνος, και δεν έχουμε τη γενναιότητα να δούμε κατάματα την αλήθεια και τι συμβαίνει σήμερα στη μεγαλόνησο και στο βαλκανικό μας περίγυρο, όπου παρατηρείται αρκετή αστάθεια και ρευστότητα σε πολλά μέτωπα, με απρόβλεπτες αλυσιδωτές επιπτώσεις σε ολόκληρη την περιοχή.
Η χώρα μας δεν μπορεί να έχει ταυτόχρονα τόσο πολλά ανοικτά μέτωπα με τους γείτονές μας (Κυπριακό - Αιγαίο - Σκοπιανό) και να πορεύεται στο διηνεκές με το αζημίωτο. Πρέπει, συνεπώς, να επιδιώξουμε να βρούμε τις ενδεδειγμένες εθνικά αποδεκτά λύσεις και όχι να μεταθέτουμε αυτές συνέχεια στο μέλλον, γιατί τότε το μόνο που επιτυγχάνουμε είναι να δυσκολεύουμε και να επιβαρύνουμε ακόμα περισσότερο τη θέση μας. Βέβαια, όλα αυτά τα προβλήματα δεν είναι σημερινά, αλλά μακροχρόνια, και δεν είναι με δική μας υπαιτιότητα, αλλά οφείλονται συνήθως στους κακούς και άρπαγες γείτονές μας, και εννοώ φυσικά την κακόβουλη Τουρκία.
Στην Τουρκία, όποιο κόμμα και αν βρίσκεται στην κυβέρνηση ακολουθεί πιστά την εθνική στρατηγική, που πάγια χαράσσει το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Συνεπώς, τα πράγματα εδώ είναι ξεκάθαρα ως προς τις επιδιώξεις της και δεν είναι θέμα Ερντογάν ή στρατηγών, αλλά τουρκικών διεκδικήσεων και απαράδεκτων πέρα για πέρα απαιτήσεων, εις βάρος φυσικά της Κύπρου και της χώρας μας.