* Του Θεόδωρου Θάνου
Διδάσκων στο Διδασκαλείο Δ.Ε.
και στο Διδασκαλείο Νηπιαγωγών
Πανεπιστημίου Κρήτης
Ο καθοριστικός ρόλος της οικογένειας στην ανάπτυξη του παιδιού γενικότερα, αλλά και στη σχολική επίδοση και συμπεριφορά του παιδιού ως μαθητή ειδικότερα επισημαίνεται τόσο από τους ειδικούς (παιδαγωγούς, κοινωνιολόγους, ψυχολόγους κ.λπ.) όσο και από τους γονείς και τα ίδια τα παιδιά ακόμα. Κι αυτό γιατί η οικογένεια παρεμβαίνει σε μια ηλικία η οποία είναι καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξή του.
ΜΑΘΗΤΗΣ ... «Η οικογένεια παίζει τον πρώτο ρόλο ... πάντα, γιατί, εντάξει, είναι το πρώτο περιβάλλον που γνωρίζει ο άνθρωπος. Και τα ερεθίσματα που θα δεχθεί είναι οπωσδήποτε ... Θετικά ή αρνητικά ... ανάλογα ... είναι μεγάλη...».
Από μια έρευνα που βρίσκεται σε εξέλιξη αυτήν την περίοδο και τα πρώτα αποτελέσματά της θα παρουσιαστούν στη συνέχεια, η οικογένεια θεωρείται από τους εκπαιδευτικούς ως ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες εμφάνισης σχολικής παραβατικότητας. Συγκεκριμένα, ο τρόπος διαπαιδαγώγησης του παιδιού από την οικογένεια θεωρείται από τους εκπαιδευτικούς ο σημαντικότερος παράγοντας πρόκλησης παραβατικής συμπεριφοράς στα παιδιά, άποψη που υιοθετείται και από τα ίδια τα παιδιά.
ΜΑΘΗΤΗΣ ... «Η συμπεριφορά που δείχνει κάποιος ... όχι μόνο το παιδί ... πιστεύω ότι ξεκινάει από το σπίτι ... Διότι η συμπεριφορά που έχει από το σπίτι τη βγάζει και προς τα έξω. Και ό,τι παιδεία του έχουνε δώσει ... (...) Υπάρχουν και εξαιρέσεις, αλλά σχεδόν όλοι που δημιουργούν προβλήματα στο σχολείο (...) δεν έχουν πάρει έτσι τη σωστή παιδεία (από το σπίτι)».
Στο παρόν άρθρο επιχειρείται μια κοινωνιολογική προσέγγιση της παραβατικής συμπεριφοράς των μαθητών που βασίζεται στο ρόλο της οικογένειας και του σχολείου ως θεσμοί κοινωνικοποίησης και συγκεκριμένα στη θεωρία του πολιτισμικού κεφαλαίου. Δεν εξετάζονται θέματα που αφορούν την επίδραση ψυχολογικών και ψυχο-κοινωνικών προβλημάτων της οικογένειας στην εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς από τα παιδιά, όπως για παράδειγμα γονείς σε διάσταση ή γονείς χωρισμένοι, γονέας / γονείς που κακοποιούν τα παιδιά κ.λπ.
Η οικογένεια και το σχολείο αποτελούν δύο από τους σημαντικότερους θεσμούς κοινωνικοποίησης του παιδιού, οι οποίοι, όπως θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, λειτουργούν όχι μόνο συμπληρωματικά, αλλά και διορθωτικά.
Στο βαθμό, δηλαδή, στον οποίο οι αξίες, οι κανόνες κ.λπ. που μεταδίδει η οικογένεια διαφοροποιούνται από τις «καθολικές», δηλαδή τις κυρίαρχες αξίες, κανόνες κ.λπ., το σχολείο, το οποίο υιοθετεί τις κυρίαρχες αξίες, λειτουργεί «διορθωτικά». Στη συνέχεια αναλύεται αυτός ακριβώς ο ρόλος του σχολείου σε σχέση με την οικογένεια και η συμβολή του στην εμφάνιση σχολικής παραβατικότητας.
Στο πλαίσιο της οικογένειας, ως φορέας κοινωνικοποίησης, το παιδί μέσα από διάφορους ψυχο-κοινωνικούς μηχανισμούς όπως είναι η ταύτιση και η εσωτερίκευση μαθαίνει κοινωνικούς κανόνες, αξίες, στάσεις, κ.λπ. Π.χ. να προσέχει τον εαυτό του, να είναι ευγενικός, να μην ασκεί σωματική βία, να αγαπά το διάβασμα, να προσέχει τη διατροφή του, να ελέγχει τις επιθυμίες του, να μην κάνει φασαρία σ' ένα δημόσιο χώρο, να περιμένει τη σειρά του κ.λπ.
ΜΑΘΗΤΗΣ ... «Τώρα; Είναι αργά. Τώρα θα πιάσεις το παιδί να του πείς «Παιδί μου, μάθε να διαβάζεις»; Αυτό είναι να δώσουνε αγωγή, θα σου δώσουνε αγωγή από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου ... απ' το δημοτικό και στην α΄ γυμνασίου, ας πούμε ... Τότε δίνονται οι βάσεις».
Όλο αυτό το σύστημα των αξιών, των κανόνων, κ.λπ., γνωστό ως πολιτισμικό κεφάλαιο, σύμφωνα με τον P. Bourdieu ενσωματώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτά βιολογική υπόσταση, να μοιάζει με χάρισμα ή κληρονομικό χαρακτηριστικό. Σ' αυτήν τη διαδικασία το παιδί δεν είναι παθητικός δέκτης, αλλά συμμετέχει ενεργά.
Το περιεχόμενο της κοινωνικοποίησης, δηλαδή οι κοινωνικές αξίες, κανόνες, στάσεις κ.λπ., αλλά κι ο τρόπος μετάδοσής του στα παιδιά, δεν είναι ίδιος για όλες τις οικογένειες. Για παράδειγμα, ο τρόπος που χειρίζεται ένας πατέρας την επιθυμία του παιδιού να παρακολουθήσει μια παιδική ταινία στην τηλεόραση του σαλονιού, ενώ ο ίδιος εκείνη τη στιγμή παρακολουθεί έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Ο χειρισμός αυτής της «σύγκρουσης» διαφοροποιείται μεταξύ των οικογενειών. Σε μια οικογένεια ο πατέρας θα συνεχίσει να βλέπει το ποδόσφαιρο και θα προτείνει στο παιδί να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Κάποιος άλλος πατέρας θα προτείνει στο παιδί να δεί την παιδική ταινία σ' ένα άλλο δωμάτιο όπου υπάρχει τηλεόραση. Ένας άλλος θα βάλει την παιδική ταινία θα πάει σε άλλη τηλεόραση του σπιτιού να δεί το ποδόσφαιρο.
Κάποιος άλλος πάλι θα βάλει την παιδική ταινία και θα μείνει να την παρακολουθήσει με το παιδί του. Έτσι, η αξία «σεβασμός στην προσωπικότητα και τα δικαιώματα του παιδιού» υλοποιείται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε οικογένεια και βιώνεται διαφορετικά από κάθε παιδί.
Οι «καθολικές» αξίες μιας κοινωνίας, που στην πραγματικότητα είναι οι αξίες των κυρίαρχων κοινωνικών στρωμάτων, δεν βιώνονται με τον ίδιο τρόπο απ' όλες τις οικογένειες. Η διαφοροποίηση αυτή βρίσκεται σε συνάρτηση με την κοινωνική ένταξη της οικογένειας και τις αντίστοιχες στρατηγικές αναπαραγωγής της κι είναι αποτέλεσμα μιας περίπλοκης διαδικασίας αξιολόγησης: α) των αντικειμενικών δυνατοτήτων, β) των διατιθέμενων μέσων και γ) της εκτίμησης του οφέλους και του αντίστοιχου κόστους. Για παράδειγμα, η αξία της μόρφωσης / εκπαίδευσης αποτελεί μια κυρίαρχη αξία της κοινωνίας μας, η οποία προσανατολίζει όλα τα άτομα της κοινωνίας για την απόκτηση τίτλων σπουδών. Όμως, ως δράση αυτή η αξία διαφοροποιείται μεταξύ των οικογενειών. Στη δεκαετία του '60, για μια οικογένεια η μόρφωση σήμαινε το παιδί να τελειώσει το δημοτικό, για άλλη οικογένεια να τελειώσει τη μέσα εκπαίδευση (εξατάξιο τότε γυμνάσιο) και για κάποια άλλη οικογένεια να τελειώσει ένα ΑΕΙ. Σήμερα, για οικογένεια μόρφωση σημαίνει το παιδί να τελειώσει μια ανώτατη σχολή η οποία θα του εξασφαλίσει μια σταθερή απασχόληση, μια άλλη το παιδί να τελειώσει ένα ΑΕΙ με καλές επαγγελματικές προοπτικές και να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, τη Γαλλία ή τη Γερμανία, για μια άλλη οικογένεια το παιδί να σπουδάσει σε ένα καλό Πανεπιστήμιο του εξωτερικού και να συνεχίσει εκεί και τις μεταπτυχιακές του σπουδές,, κ.λπ.
Επομένως, κατά τη διαδικασία της αξιολόγησης της αξίας «μόρφωση», διαφέρει ο σκοπός-στόχος μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, αλλά η αξία «μόρφωση» ως ιδεώδες παραμένει σταθερή. Η διαφοροποίηση αυτή μεταξύ των οικογενειών δεν είναι τυχαία, αλλά βρίσκεται σε συνάρτηση με την κοινωνική ένταξη της οικογένειας και τις στρατηγικές αναπαραγωγής της.
Το πολιτισμικό κεφάλαιο ως έκφραση της κοινωνικοποίησης των παιδιών διαφοροποιείται ποσοτικά και ποιοτικά μεταξύ των οικογενειών, ανάλογα με την κοινωνική τους προέλευση. Από την άλλη το σχολείο, ως θεσμός του κράτους, υιοθετεί ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό κεφάλαιο, αυτό των «μεσαίων» και «ανώτερων» κοινωνικών στρωμάτων. Επομένως, ενώ για τα παιδιά από τα «ανώτερα» και «μεσαία» κοινωνικά στρώματα το σχολείο αποτελεί μια «φυσική» συνέχεια, για τα παιδιά από τα λαϊκά στρώματα αποτελεί μια «νέα» πραγματικότητα αξιών, κανόνων, αρχών, στάσεων και συμπεριφορών κ.λπ. Το σχολείο, όμως, αποκρύπτοντας αυτήν την πραγματικότητα πείθει τους μαθητές, μέσα από μια σειρά «αντικειμενικών» αξιολογήσεων ότι οι διαφορές στις επιδόσεις οφείλονται σε κάποιο «χάρισμα», είναι κληρονομικό, κ.λπ.
ΜΑΘΗΤΗΣ. «Τα φυτά έχουν τον καλό τους το βαθμό ... Είναι έτσι από τη φύση τους να κάνουν ησυχία. Δηλαδή δεν τους νοιάζει ... Δεν κάθονται με το ζόρι ήσυχοι ... Δεν έχουνε πρόβλημα, δεν τους νοιάζει».
Το γεγονός ότι το σχολείο υιοθετεί το πολιτισμικό κεφάλαιο των «μεσαίων» και «ανώτερων» κοινωνικών στρωμάτων έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά από τα λαϊκά στρώματα να αντιμετωπίζουν δυσκολίες προσαρμογής και να πετυχαίνουν χαμηλές επιδόσεις. Οι δυσκολίες προσαρμογής και οι χαμηλές επιδόσεις συνιστούν σημαντικούς παράγοντες εμφάνισης παραβατικής συμπεριφοράς από την πλευρά των παιδιών.
Όταν η συμπεριφορά διαφοροποιείται από το πλαίσιο του κοινωνικού αλλά είναι μέσα στο πλαίσιο του αποδεκτού, τότε χαρακτηρίζεται ως αποκλίνουσα συμπεριφορά. Όταν η συμπεριφορά διαφοροποιείται από το πλαίσιο των κοινωνικών κανόνων, αλλά δεν είναι αποδεκτή, τότε χαρακτηρίζεται ως παρεκκλίνουσα ή παραβατική συμπεριφορά. Όταν η συμπεριφορά παραβιάζει τους ποινικούς νόμους τότε χαρακτηρίζεται ως εγκληματική συμπεριφορά. Στην περίπτωση των ανηλίκων η εγκληματική συμπεριφορά χαρακτηρίζεται ως παραβατική συμπεριφορά.
Ως σχολική παραβατικότητα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η συμπεριφορά των μαθητών που παραβιάζει τους σχολικούς κανόνες, ορισμένοι από τους οποίους αποτελούν και κοινωνικούς κανόνες ή κανόνες του ποινικού δικαίου.
Σύμφωνα με τον Sellin, η παραβατική συμπεριφορά πολλές φορές είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης πολιτισμικών αξιών.
Ακόμη, ο αποκλεισμός από τη σχολική διαδικασία που συνεπάγονται οι χαμηλές επιδόσεις, σύμφωνα με τον Cohen μπορεί να οδηγήσουν στην εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς ως μορφή διαμαρτυρίας / αντίδρασης στην κατάσταση του αποκλεισμού τους. Η αντίδραση συνήθως εκδηλώνεται προς τους καθηγητές, οι οποίοι σ' ένα βαθμό εκφράζουν το εκπαιδευτικό σύστημα.
1 Το παρόν άρθρο αποτελεί εισήγηση που παρουσιάστηκε σε επιστημονική ημερίδα που διοργάνωσε το 3ο Γραφείο Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Ηρακλείου.