* Του κ. Λάζαρου Μακρή
Κάποιες, λιγότερο γνωστές πτυχές της λειτουργίας της Siemens ίσως φωτίσουν την πραγματική διάσταση της δύναμής της από τη μία πλευρά, αλλά και την αδικαιολόγητη αδυναμία του πολιτικού συστήματος από την άλλη που ανέχεται τέτοιες συμπεριφορές.
Επί πραγματικών γεγονότων λοιπόν, αξίζει να επισημανθούν τα παρακάτω περιστατικά: Η Siemens το 2004 στη Γερμανία, πληροφόρησε το συνδικάτο των εργαζομένων της, την IG Metall ότι, εάν δεν συμφωνούσαν σε περικοπές μισθών παρακάτω από 12% σε δύο από τα εργοστάσιά της, η εταιρία θα εξέταζε την πιθανότητα να μεταφέρει τις εγκαταστάσεις της στην Ανατολική Ευρώπη. Το συνδικάτο, πιεζόμενο ασφυκτικά και ποικιλοτρόπως, έχοντας στην ουσία μηδενικές επιλογές, συμφώνησε και η έξοδος των εργοστασίων της Siemens στις «νέες οικονομίες» της Ανατολικής Ευρώπης ματαιώθηκε.
Μέχρι τότε, κυρίως από το 1995 και μετά, τόσο η Siemens όσο και η υπόλοιπη γερμανική βιομηχανία στηριζόμενες σε ένα σύνολο αντεργατικών μεταρρυθμίσεων και ιδιαίτερα στο μέτρο της μερικής απασχόλησης κατάφεραν αρχικά να επιβραδύνουν, στη συνέχεια να σταματήσουν εντελώς την ανοδική πορεία των γερμανικών ημερομισθίων και σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα να επιτύχουν και περικοπές.
Στελέχη της αγοράς μπορούσαν πλέον να υπερηφανεύονται πως κατ’ αυτό τον τρόπο περιορίσθηκε το κόστος, οι τιμές και συνεπώς τόσο η Siemens όσο και το σύνολο της βιομηχανίας πρόσφερε θετικές υπηρεσίες στην καταπολέμηση του πληθωρισμού. Άρα το κράτος θα έπρεπε να τους ευγνωμονεί. Τι ειρωνεία!
Ακόμη και το πανίσχυρο συνδικάτο της IG Metall γονάτισε στις διαπραγματεύσεις αφού το γεγονός της εισόδου αρκετών εκατομμυρίων χαμηλόμισθων αλλά καλά εκπαιδευμένων εργατών του πρώην «ανατολικού μπλοκ» δημιούργησε νέα δεδομένα.
Έτσι η Siemens (όπως και η υπόλοιπη βιομηχανία) καταγράφει κέρδη από τα οποία χρηματοδοτεί και το πολιτικό σύστημα. Σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα, όπως ομολόγησαν ανώτερα στελέχη της μητρικής εταιρίας. Και κατά πως φαίνεται, όχι χωρίς ανταλλάγματα. Με ρίζες που ακουμπάνε στη δεκαετία του ΄50.
Πάλι καλά, που οι δραστηριότητες της περιορίζονται στο αθέμιτο οικονομικό «δούνε και λαβείν», γιατί αντίστοιχοι οικονομικοί κολοσσοί κατά το παρελθόν... ανέτρεψαν κυβερνήσεις. Όπως λόγου χάριν η «Γιουνάιτεντ Φρούιτ» στη Γουατεμάλα, ή η πολυεθνική ΙΤΤ στη Χιλή. Μέσω του Τζον Μακ Κον, πρώην αναπληρωτή διευθυντή της CIA και αντιπροέδρου της ΙΤΤ που προηγουμένως πέρασε και από την ηγεσία της πανίσχυρης Μπέχτελ. Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί ότι η ΙΤΤ κατάφερε να συνεργαστεί ακόμη και με το κλειστό κρατικό και κεντρικά σχεδιασμένο οικονομικό καθεστώς της Μόσχας. Έτσι, από το 1968 εξόπλιζε τα ρωσικά αεροδρόμια με συστήματα κρατήσεων θέσεων, διαβιβάσεων κ.ο.κ. Ο κατάλογος είναι μακρύς και ενδιαφέρων, αλλά αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο. Σε ό,τι αφορά στα δικά μας τώρα: καλά η Siemens και οι όμοιοί της κάνουν τη δουλεία τους. Το πολιτικό σύστημα πώς αντιδρά; Και εν προκειμένω η ελληνική κυβέρνηση πού βρίσκεται;
Προσπαθώ, χωρίς καμία διάθεση λαϊκισμού να μεταφέρω τα αυτονόητα και αναπάντητα ερωτήματα που εκφράζει ο κάθε νοήμων πολίτης σε κάθε του συζήτηση.
Μα είναι δυνατόν – με όση αξιοπιστία φέρουν – τα κατηγορούμενα κεντρικά στελέχη της Siemens Γερμανίας να ομολογούν πως τα τελευταία χρόνια έχουν δώσει περί τα 100 εκατομμύρια ευρώ στα δύο μεγάλα ελληνικά κόμματα και τόσο ο αρμόδιος εισαγγελέας όσο και ο υπουργός Δικαιοσύνης να σπεύδουν με δηλώσεις τους πως δεν εμπλέκονται πολιτικά πρόσωπα; Δηλαδή τι εμπλέκονται κυρατζήδες ή πεταλωτές; Και στη δήλωση της γραμματέως του κ. Χριστοφοράκου ότι στο επίμαχο ταξίδι συμμετείχε υπουργός στη σημερινή κυβέρνηση, γιατί ο κ. Αθανασίου δεν μπήκε καν στον κόπο να ρωτήσει το αυτονόητο: «Ποιος ήταν ο υπουργός;». Αλήθεια, αντέχει μία τέτοια διαδικασία σε σοβαρή κριτική;
Και αντί ο βασικός πρωταγωνιστής ο κ. Χριστοφοράκος να βρίσκεται από την πρώτη μέρα στη διάθεση της Δικαιοσύνης, ακόμη και όταν καλείται να καταθέσει, δηλώνει απαξιωτικά ούτε λίγο ούτε πολύ πως δεν ευκαιρεί. Και το παράξενο είναι πως αυτή η συμπεριφορά γίνεται ανεκτή από τη Δικαιοσύνη τουλάχιστον μέχρι τώρα.
Είναι τέλος δυνατόν, το ανακριτικό έργο που επιτελείται στη Γερμανία η ελληνική δικαιοσύνη σε ό,τι αφορά στην ελληνική υπόθεση να το παρατηρεί εκ του μακρόθεν; Εύλογα τα ερωτήματα.
Σε ό,τι αφορά στο πολιτικό σκέλος τώρα: Ο Θεόδωρος Τσουκάτος έκανε θαρραλέα και επώνυμα τη δική του ομολογία. Ένα εκατομμύριο μάρκα (420.000 ευρώ) πήγαν από τη Siemens στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. Κακώς ορισμένοι κρυμμένοι πίσω από τους «κύκλους της Χαριλάου Τρικούπη» φαίρεται να θέλουν να ξεκαθαρίσουν εσωτερικά από αυτή την ομολογία λογαριασμούς του παρελθόντος και να διαγράψουν μία ολόκληρη περίοδο της εποχής Σημίτη. Κάποιου καίγονταν τα γένια… και άλλος άναβε τσιμπούκι. Αν διαβάσουν βαθύτερα τις δημοσκοπήσεις θα καταλάβουν. Προσφέρουν κακές υπηρεσίες στο «μισό» ΠΑ.ΣΟ.Κ. που θέλουν να πρεσβεύουν αλλά και στον ίδιο τον πρόεδρο που έχει χρέος όχι μόνο να εκφράζει το σύνολο του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αλλά να το διευρύνει κιόλας. Σωστά το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ζητάει την πλήρη διαλεύκανση.
Όμως εκεί που περισσεύει η υποκρισία είναι στη Ν.Δ. Στην ερώτηση, με τα υπόλοιπα 99.580.000 ευρώ τι γίνεται; Το κυβερνών κόμμα αντιδρά προβλέψιμα: «Κάναμε τον εσωτερικό έλεγχο και δεν διαπιστώθηκαν εγγραφές ποσών προερχόμενων από τη Siemens». Αυτό έλειπε, να υπήρχαν και επίσημες λογιστικές εγγραφές! Πολιτικά στελέχη όμως που στο παρελθόν κατάπιαν ασχολίαστα την υπόθεση του ενός εκατομμυρίου δολαρίων από τον κ. Αλαφούζο στον κ. Μητσοτάκη, στελέχη που μαγείρεψαν την απογραφή, κουμπάροι και λογιστές των αμαρτωλών ομολόγων, πόση αξιοπιστία φέρουν;
Ας ξεκουμπωθεί λοιπόν κυρίως η κυβέρνηση από την πολιτική της αμηχανία και να επιτρέψει το ξεσκέπασμα προς όλες τις κατευθύνσεις της υπόθεσης. Και ας δει τι πρέπει να γίνει με τις συμβάσεις και τις προμήθειες του Δημοσίου που υλοποιεί ενώ τελεί υπό κατηγορία η Siemens, πού ζημιώνει το Δημόσιο και πού όχι.
Διαφορετικά έχει δίκιο ο κόσμος να ισχυρίζεται πως η υπόθεση οδηγείται για κουκούλωμα μέσα από ένα πολιτικό σύστημα εξουσίας παντελώς ανυπόληπτο.