* Του Γεωργίου Ν. Ξενόφου
Μέσα στο λεωφορείο. Οι επιβάτες περιμένουν τον οδηγό για το ξεκίνημα. Ένα μικρόσωμο και συμπαθητικό παλικαράκι μπαίνει μέσα. Δεν είναι για ταξίδι. Ακούγεται, όμως, η βραχνή του φωνή: - Τσίχλες ... καραμέλες, χτένες, μπριλόκ, χαρτομάντηλα... Για το δρόμο καραμέλες... Σιωπή! Κανείς δεν το προσέχει. Η φωνή του ξανακούγεται ικετευτική. Το πρόσωπό του εκφράζει εσωτερικούς πόθους και ποιος ξέρει τι αγωνίες! ... Τα μάτια του πετούν σπίθες. Στο κάθισμα της τελευταίας θέσης κάποιος κουνιέται. Για να αγοράσει καραμέλες; Το μικρό παλικάρι, βλέποντάς τον, πετάει από χαρά και τον πλησιάζει. Αλλά τι ακούει; Τσακίσου από δώ, λούστρο! ... Μας ζάλισες. Τσιμπούρι μας έγινες ... Σα να ΄πεσε κεραυνός πάνω του. Κατέβασε το προσωπάκι του και φεύγει. Δεν μίλησε. Αλλά πόσα φάνηκε να είπε στην καρδιά μας; - Κύριοί μου, θα ΄θελα να με γνωρίζατε. Είμαι το ορφανό και οικογενειάρχης. Μητέρα χήρα και τέσσερα αδελφάκια έχω στην πλάτη μου. Δουλειά δεν βρήκα. Έτρεξα, έβαλα μέσα, χτύπησα πόρτες. Κανείς δεν με πρόσεξε. Τι να κάνω; Να γίνω κλέφτης; Εγκληματίας; Όχι! Προτιμώ τον δρόμο της τιμής. Στην άκρη της καλύβας μου βρίσκω δύο - τρεις σανίδες πεταμένες και φτιάχνω το κασελάκι μου. Ένας άνθρωπος του Θεού μου αγοράζει μερικές καραμέλες, λίγες τσίχλες και χαρτομάντηλα ένας άλλος, και γυρίζω. Η καρδιά μου είναι ευτυχισμένη, γιατί βρήκα κάποια δουλειά. Πικραίνομαι πολλές φορές. Έρχεται το μεσημέρι χωρίς να κάνω σεφτέ. Και τώρα κάποιος με πλησιάζει. Πάει να χαρεί η καρδιά μου, γιατί θα οικονομήσω ένα ευρώ. Και δέχομαι κεραυνούς από βρισίδια... Δεν είμαι αλήτης. Είμαι μικρός, αλλά τίμιος βιοπαλαιστής... Ξαφνικά, μια άλλη φωνή στο διπλανό κάθισμα ακούγεται ενός ιερωμένου: - Παιδί μου καλό, άγνωστό μου παλικάρι με το κασελάκι ... Μη πικραίνεσαι. Ο Χριστός σ' αγαπά. Μ' αυτούς που περιφρονούσε ο κόσμος έκανε την πιο γλυκιά συντροφιά. Για σένα σταυρώθηκε ένας Θεός. Μείνε τίμιο και ηθικό, λοιπόν. Μη παρασύρεσαι απ' αυτά που ακούς και βλέπεις. Δεν είναι, βέβαια, και λίγα αυτά που περνάς. Θα ΄ρθει η ώρα δε θα ΄σαι το εγκαταλειμμένο και περιφρονημένο διαμάντι. Ως τότε, όμως, βάστα καλά τον εαυτό σου μακριά από το μίσος και το μόλυσμα του κακού. Το κασελάκι, που τώρα σε στολίζει, αν το κρατάς πάντα με την αλήθεια και την τιμή, θα γίνει το κλειδί, που θα σου ανοίξει την πόρτα της δόξας και της ευτυχίας. Θα γίνεις μεγάλος. Πότε; Άγνωστο. Μα θα γίνεις ... Θα περάσει η κακοκαιρία. Θα ανατείλει ο ήλιος της χαράς, της χαράς του Χριστού. Και συ τότε θα ανθίσεις και θα καρποφορήσεις. Αυτά τα μυαλωμένα και στοργικά λόγια, είπε ο ασπρομάλλης γέροντας ιερωμένος στο ορφανό παιδί και μικρό βιοπαλαιστή, πριν απευθύνει το λόγο του σ' εκείνο τον άνθρωπο - επιβάτη του λεωφορείου που μίλησε στο παλικαράκι τόσο σκληρά ... Για 'κείνον που συμπεριφέρθηκε άσχημα είπε: - Κύριε, να ΄ξερες τι έκανες! Τα πικρόλογά σου τραυμάτισαν μια ψυχή. Ίσως την σκότωσαν. Γιατί ξεχνάς, ότι μέσα στην κοινωνία υπάρχουν και διαμάντια; Δεν είναι αλήτες, όσοι κρατούν κασελάκια και πωλούν το μικρό φτωχικό τους εμπόρευμα. Τίμιοι δουλευτές είναι. Δεν σε κλέβουν. Δεν σου ζητούν ελεημοσύνη. Βγάζουν με τον ιδρώτα τους το ψωμί. Κάνουν τη δουλειά τους. Τι κι αν στη δουλειά τους φωνάζουν λίγο περισσότερο; Γιατί, λοιπόν, αναίτια βρίζεις ένα παιδί που κοπιάζει να επιβιώσει αυτό κι η ορφανή του οικογένεια; Θα αντιδρούσες έτσι σε κάποιον «καθώς πρέπει» με την κολλαριστή γραβάτα στο πουκάμισό του; Πόσο άσχημα έκανες να θέσεις τον εαυτό σου στην κατηγορία των ανθρώπων, που περιφρονούν και ρίχνουν λοξά τα καυτά βλέμματά τους ... Βλέμματα, που μοιάζουν σπαθιά δίκοπα! Με σκληρότητα ατενίζουν τις πληγές των ανθρώπων. Κανένα δάκρυ στην κόγχη τους. Οι ματιές τους νεκρώνουν αντί να ζωογονούν, απωθούν αντί να προσελκύσουν. - Τσακίσου από δω! ... είπε κάποιος κάποια μέρα στο μικρό μας δουλευτή.
Μα, αυτό είναι και το νόημα αυτής της ματιάς, αν το μεταφράσουμε σε λόγια. Τα μάτια του πλουσίου δεν ανέχονται μπροστά τους την παρουσία του φτωχού. Δεν μπορεί να βλέπει τον δίκαιο ο άδικος. Ούτε ο υγιής τον πονεμένο. Αποστρέφεται ο «μεγάλος», ο «ευγενής», τον μικρό, τον ταπεινό. Δηλαδή αποστρέφεται τον ίδιο τον αδελφό του! Τι κρίμα! κι ενώ ξέρουμε «όλοι ενός Πατέρα είμαστε παιδιά», είπε δακρυσμένος ο σεβαστός, ταπεινός πατερούλης ... και συνεχίζει: Τι σημασία έχει αν ο ένας φορεί πανάκριβα ρούχα κι ο άλλος της φτώχειας υπολείμματα; Αν ο ένας κυκλοφορεί τους δρόμους με τη γιαλιστερή κούρσα του κι ο άλλος με τα πόδια που του ΄δωσε ο Θεός; Γιατί υποτιμάτε τον αδελφό μας λοιπόν; Αλήθεια ! Ο πλούτος και η δόξα και τα παράσημα, δεν προσθέτουν τίποτε στην αξία της ψυχής μας. «Η μεγαλοσύνη της καρδιάς» μετράει, όταν απλόχερα στο δυστυχή, στον καταδιωκόμενο, στο ληστή, στο φτωχό ορφανό άνθρωπο προσφέρουμε ο,τιδήποτε. Είτε από το περίσσευμά μας, είτε ακόμη κι απ' το υστέρημά μας. Ζήτησε λίγο νεράκι από τον οδηγό, να δροσίσει το λαρύγγι του ο σεβάσμιος γέροντας κι έτρεξαν απάνω του αρκετοί επιβάτες να του προσφέρουν με χαρά από τις αποσκευές τους. Το λεωφορείο έφτανε στον προορισμό του σε λίγη ώρα. Όλοι τον άκουγαν με προσοχή τον «άγιο άνθρωπο» και τον ζητούσαν να πει κι άλλα τέτοια: της αρετής, της αγνότητας, της πίστης και της αγάπης, πράγματα. Τους άκουσε όμως, -όσος χρόνος απέμεινε για τη λήξη του ταξιδιού τους - και κατέληξε λέγοντας: «Όλοι θα κριθούμε μια μέρα για τις πράξεις μας. Το ξαλάφρωμα ... της ψυχής μας, είναι πιο σημαντικό από τις εφήμερες ηδονές και απολαύσεις της ζωής, όσο κι αν αυτό ακούγεται από ορισμένους «ακραίο» στην εποχή μας, αφού για την πίστη μας το μεγάλο γεγονός της «Ουράνιας βασιλείας του Θεού» μετά την κρίση της «Δεύτερης παρουσίας του στη γη, είναι πλέον μια πραγματικότητα. Ναι, ν' αγαπάτε με αφοσίωση και διαρκώς τον «πάσχοντα» συνάνθρωπό μας, δώστε στον πονεμένο κι άρρωστο αδελφό μας ένα κομμάτι της δικής σας χαράς, γιατί θα βοηθήσετε έτσι να ζήσει και 'κείνος καλύτερα. Ναι, παιδιά μου, ν' αγαπάτε πολύ την ορφάνια και τους γέροντες. Τους νέους μας, σαν τα μάτια σας ... Έτσι μόνο θα μπορέσει να σωθεί η ψυχή σας και ν' αλλάξει ο κόσμος. Τον Θεό και τον άνθρωπο πιο πολύ απ' όλους αδελφοί μου».