Από τη Μαρίνα Αποστολοπούλου
Το προσωπάκι της το βλέπαμε παντού τις τελευταίες μέρες.
Εκεί κάπου ανάμεσα στον καταιγισμό δυσάρεστων οικονομικών ειδήσεων που έχουν οδηγήσει τη χώρα στην απόλυτη ασφυξία... Εκεί κάπου ανάμεσα έβρισκε χώρο να στριμωχτεί στην επικαιρότητα της κάθε μέρας. Στις εφημερίδες, στην τηλεόραση, στο διαδίκτυο, στο ραδιόφωνο ακόμη και στις φωτεινές ενημερωτικές επιγραφές στην ΠΑΘΕ.
Ένα τσαχπίνικο μουτράκι, με δυο φλογερά ματάκια που κοίταζαν τον κόσμο με νάζι και ένα χαμόγελο που χωρούσε την ίδια τη ζωή.
Κάθε φορά που ένα παιδί εξαφανίζεται είναι μία τραγική στιγμή.
Τραγική για τους γονείς και τους οικείους του γενικότερα, τραγική όμως και για την κοινωνία την ίδια. Γιατί όταν ένα παιδί εξαφανίζεται υπάρχει λόγος. Και αν ακόμη δεν έχει πέσει θύμα αρπαγής ή έχει χαθεί ακουσίως και πάλι υπάρχει λόγος. Όταν ένα παιδί φεύγει από το σπίτι του γιατί το ίδιο το επέλεξε βεβαίως και υπάρχει λόγος και βεβαίως ευθύνονται οι «μεγάλοι» γι' αυτό. Κάθε φορά που εμφανίζεται το «αμπερ-αλέρτ» στις οθόνες των τηλεοράσεων με εκείνο τον χαρακτηριστικό ήχο που έχει σκοπό, ακριβώς να αφυπνίσει τον καναπέ απέναντί του, κάπου γύρω μας έχει συντελεστεί μία τραγωδία. Φορές, τα παιδιά βρίσκονται και γυρίζουν στο σπίτι τους, παρότι ποτέ δεν μαθαίνουμε σε «τι» σπίτι γυρίζουν ακριβώς. Άλλοτε πάλι, χάνονται μέσα στο γρανάζι μιας ζωής που δεν είναι πάντοτε αρκετή και ικανή για να δώσει στο κάθε παιδί αυτό που δικαιωματικά του ανήκει από την γέννησή του: μία ίση ευκαιρία να ζήσει. Να μεγαλώσει.
Το άμπερ-αλέρτ με το τσαχπίνικο μουτράκι της τετράχρονης Αννυ κατέληγε: «προσοχή η ζωή της είναι σε κίνδυνο».
Βέβαια κάθε παιδί που χάνεται είναι σε κίνδυνο εξ ορισμού. Γιατί δεν μπορεί και δεν γνωρίζει να διαχειριστεί αυτό που μπορεί να βρεθεί μπροστά του ακριβώς επειδή είναι παιδί. Δεν έχει συνείδηση του κινδύνου εν πολλοίς, δεν έχει εμπειρία ζωής, δεν έχει τη λογική και την πονηριά των πραγμάτων όπως τα βλέπουν οι «μεγάλοι». Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα τόσα δα μικρό κοριτσάκι που αίφνης εξαφανίστηκε. Και στην περίπτωση του οποίου η προειδοποίηση «η ζωή της είναι σε κίνδυνο» δεν μπορούσε να είναι πιο προφητική και πιο τραγικά απόλυτη.
Μόνο που ο ανελέητος «εχθρός» βρισκόταν μέσα στο ίδιο της το σπίτι.
Ο ίδιος άνθρωπος που της έδωσε ζωή, όχι μόνον της την αφαίρεσε με τρόπο που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν θυμάται παραδομένος στον κόσμο των σκληρών ναρκωτικών και των παραισθήσεων αλλά εν συνεχεία έβγαλε κάθε πτυχή του τέρατος που φωλιάζει μέσα του. Τεμάχισε το άψυχο πτώμα της κορούλας του, το μαγείρεψε και το πέταξε σε κάδους.
Είναι φορές που προφανώς τα λόγια είναι εξαιρετικά φτωχά για να περιγράψουν και να αποδώσουν την πραγματικότητα.
Για να αποδώσουν το βάθος και την ακρίβεια των συναισθημάτων που μπορεί να προκαλέσει μία πράξη σαν τη συγκεκριμένη.
Και είναι στιγμές που αισθάνεται κανείς ότι το περί δικαίου αίσθημα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από τον τρόπο-τον οποίο τρόπο-θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Γιατί για τέτοιου είδους πράξεις δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Δεν πρόκειται να «δικαιωθεί» η μικρή Αννυ αν ο πατέρας της μπει τρις και δεκατριάκις ισόβια στη φυλακή, ή αν τον κλείσουν σε μία ψυχιατρική κλινική. Τα κομμάτια της-δυστυχώς κυριολεκτικά- δεν πρόκειται να γυρίσουν πίσω. Η ζωή δεν πρόκειται να κυλήσει και πάλι μέσα της. Η τετράχρονη τραγική ζωή της (διότι ποιος να ξέρει και υπό ποιες συνθήκες ζούσε ένα παιδάκι με δυο γονείς τοξικομανείς), δεν πρόκειται να πάρει και πάλι πνοή. Το χαμόγελό της τόσο αθώο, έτσι όπως απλωνόταν ανέμελο κοιτάζοντας με εμπιστοσύνη τον κόσμο γύρω της δεν πρόκειται να φωτίσει ξανά το προσωπάκι της.
Δεν υπάρχει δικαιολογία για μία τέτοια πράξη. Για κανέναν. Πόσο μάλλον για έναν γονιό. Και δεν υπάρχει τιμωρία ικανή να αποδώσει δικαιοσύνη γι' αυτό που συνέβη.
Είναι φυσική ανάγκη των περισσοτέρων να κάνουν παιδιά.
Άλλωστε είναι και η φυσική ροή των πραγμάτων για τη διαιώνιση του είδους γενικά, για τη διαιώνιση της οικογένειας του καθενός.
Συνηθίζουμε τα τελευταία χρόνια, οπότε το να είναι κανείς «φιλόζωος» έγινε «μόδα» για πολλούς και όχι συνειδητή αγάπη, να σκέφτονται πριν αποφασίσουν να πάρουν ένα σκύλο ή μια γάτα στο σπίτι τους. Είτε γιατί το θέλουν οι ίδιοι, είτε γιατί το ζητάνε τα παιδιά τους. Να σκέφτονται πριν το κάνουν. Να αντιλαμβάνονται γιατί πραγματικά θέλουν ένα ζώο στο σπίτι τους. Να κατανοούν οι ίδιοι και τα παιδιά τους, ότι ένα ζώο δεν είναι «παιχνίδι» που θα το βαρεθούν και θα το πετάξουν. Είναι δέσμευση, συναισθηματική αλλά και πρακτική και έχει μακροχρόνιες υποχρεώσεις, σε αντάλλαγμα για το περίσσευμα άδολης αγάπης και αφοσίωσης που παίρνει κανείς από τα ζώα.
Ως φαίνεται σε πολλές περιπτώσεις και με διαφορετικές αφορμές, δυστυχώς στις κοινωνίες του σήμερα, οι ίδιες επισημάνσεις θα πρέπει να γίνονται και για την απόκτηση παιδιού.
Παρότι η φυσική παρόρμηση, ο ανθρώπινος εγωισμός και οι κοινωνικές συμβάσεις αυτομάτως οδηγούν στη φυσική ανάγκη γέννησης παιδιών, πολλοί είναι εκείνοι που εκ των υστέρων διαπιστώνεται, ότι απλά δεν είχαν τα προσόντα. Παιδιά εγκαταλειμμένα να μεγαλώνουν μόνα τους όπως και όσο μπορούν. Παιδιά που αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης των γονιών τους. Παιδιά κακοποιημένα ψυχικά και σωματικά. Παιδιά που είναι σαν να... φύτρωσαν και αδύναμα κλαράκια
προσπαθούν στις ρηχές ρίζες που τους έδωσαν να στεριώσουν και να μεγαλώσουν. Δεν είναι παιχνίδια. Δεν είναι η ικανοποίηση μίας εγωιστικής ανάγκης. Δεν είναι η παρόρμηση μίας στιγμής. Είναι συμβόλαια ζωής. Και η απόκτηση ενός παιδιού απαιτεί συνειδητή επιλογή ώστε να είναι κανείς εις θέση να τηρήσει με όλους τους όρους ένα τέτοιο συμβόλαιο.
Η μικρή Αννυ τι ήταν;