Τελευταίως μας τρομοκρατούν – ή μας προετοιμάζουν, αν θέλετε – να συμβιβαστούμε με την απτή πραγματικότητα ή την προοπτική ριζικών αλλαγών στον τομέα της εργασίας. Οι πρωτοβουλίες για ανατροπή των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, αποτελούν τη συνέχεια μιας πολύχρονης αντεργατικής πολιτικής που συνοδεύεται απο την έκρηξη της ακρίβειας, τη μείωση της αγοραστικής δύναμης μισθωτών και συνταξιούχων και την αύξηση της ανεργίας.
Χειρότερο όμως απο την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, τις μειώσεις μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων, τις υποχρεωτικές άδειες, τις διαθεσιμότητες, τη μαύρη εργασία, την εθελούσια έξοδο κ.λπ. είναι η αποδοχή αυτών των αντεργατικών επιλογών και αποφάσεων και η συναίνεση των εργαζομένων στην επιβολή τους. Νομιμοποιείται έτσι κάθε αυθαιρεσία που καταργεί ή υπονομεύει τα εργασιακά δικαιώματα, αυτά που αποκτήθηκαν με πολύχρονους αγώνες και αίμα.
Ο αμφιλεγόμενος μαρκήσιος ντε Σαντ εξέφρασε εύστοχα τη μονομέρεια και τη μεροληψία των «μεταρρυθμίσεων» στις εργασιακές σχέσεις, απο τον 18ο αιώνα ακόμα, γράφοντας: «Όταν θεσπίστηκαν οι νόμοι, όταν ο αδύνατος συναίνεσε να απολέσει ένα μέρος της ελευθερίας του προκειμένου να διατηρήσει το υπόλοιπο, το πρώτο πράγμα που πόθησε να απολαύσει υπήρξε η διατήρηση των κεκτημένων του. Ο ισχυρός συναίνεσε στη δημιουργία νόμων απο τους οποίους ήταν βέβαιο πως θα μπορούσε να διαφύγει».
Και ποιος δεν μας βεβαιώνει πως ακόμα και η ντροπή και το όνειδος όσων προτείνουν τέτοια μέτρα, υπέρ του κοινού, δήθεν συμφέροντος, λειτουργεί ως το τελευταίο στάδιο της απόλαυσής τους...
Τώρα που ηχούν οι σάλπιγγες των παρεμβάσεων στα εργασιακά και το Ασφαλιστικό, με μόνιμα θύματα τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους οι πολιτικοί μας ηγέτες και το επιχειρηματικό κεφάλαιο έρχονται να ζητήσουν τη συναίνεση για μεταρρυθμίσεις αυτού του είδους. Ζητούν δηλαδή συναίνεση για να προωθήσουν δυσμενείς αλλαγές στο χρόνο εργασίας και στο συνταξιοδοτικό, στο ολοκληρωτικό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, στη μείωση των δημόσιων δαπανών σε ζωτικούς τομείς, όπως της πρόνοιας και της εκπαίδευσης, ζητούν συναίνεση στην επιβολή νέων έμμεσων και άμεσων φόρων, στην απελευθέρωση απολύσεων, στη μείωση μισθών και συντάξεων, στην «ευελιξία» στην αγορά εργασίας, στην κατάργηση συλλογικών συμβάσεων. κ.λ.π. Μόνο για στρατόπεδα εργασίας δεν κάνουν λόγο. Ποιοι; Οι ίδιοι που μείωσαν τα εισοδήματα, εκτίναξαν την ανεργία, διόγκωσαν την ακρίβεια. Οι ίδιοι που έταξαν αυξήσεις εισοδημάτων, φορολογικές ελαφρύνσεις, μείωση της ανεργίας, καλύτερες μέρες και στο τέλος εξαπάτησαν τους πάντες, ζητούν τώρα σωσίβιο για να φέρουν την ήπια προσαρμογή στο Ασφαλιστικό και το χρόνο εργασίας.
Θέλουν τώρα να γίνουμε συμμέτοχοι στις ζημιές τους και να υποταχτούμε αγόγγυστα σε περικοπές. Οι ίδιοι που την περίοδο της κερδοφορίας τους μας ζητούσαν πάλι να υπομείνουμε το πάγωμα των μισθών, την περικοπή των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, την εντατικοποίηση της δουλειάς, την λιτότητα στο όνομα της ανάπτυξης.
Έδωσαν και δίνουν δείγματα γραφής: απο την ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας, ως την απελευθέρωση του ωραρίου εργασίας των καταστημάτων, τη φορολογική αμνηστία φοροφυγάδων, τις ιδιωτικοποιήσεις και την ανατροπή του ασφαλιστικού (προς χάριν των τραπεζιτών).
Όλοι παρακολουθούμε ένα θέατρο του παραλόγου που εξελίσσεται σε δράμα. Και πάντα με μόνιμα θύματα τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, που συναινεί (με το «πιστόλι» στον κρόταφο) για να μη μείνει άνεργος. Κάνουν πώς δεν βλέπουν ότι σήμερα η αγορά εργασίας είναι μια ζούγκλα, με τις περισσότερες επιχειρήσεις να λειτουργούν ανεξέλεγκτες σε παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, με μειωμένους μισθούς, μη καταβολή υπερωριών και αδειών. Αποκρύπτουν τα δραματικά στοιχεία για τις αμοιβές, δηλαδή ότι πάνω απο το 50% των εργαζομένων κερδίζει λιγότερα απο 800 ευρώ το μήνα. Παρακολουθούν αμέτοχοι την ανεξέλεγκτη ακρίβεια στην αγορά και το φαινόμενο του υπερδανεισμού των νοικοκυριών. Αδύναμοι να χτυπήσουν την αισχροκέρδεια και την φοροδιαφυγή δεν πείθουν όταν εξαγγέλλουν ρήξεις και αλλαγές αφού όχι μόνον αποδείχθηκαν αναξιόπιστοι, αλλά με τα έργα τους έδειξαν ποιοι είναι οι... σύμμαχοί τους.
Η «ευελιξία» στην αγορά εργασίας εξελίχθηκε σε ευελιξία της εκμετάλλευσης. Άσχετα αν ο αδύναμος συναινεί σήμερα σ΄όλα αυτά ή θα αναγκαστεί να συναινέσει στο μέλλον, το σίγουρο είναι ότι, αυτοί που υποκρίνονται ότι δεν βλέπουν ή αγνοούν τα προφανή στοιχεία της εργασιακής πραγματικότητας, γνωρίζουν πολύ καλά τα σχετικά μεγέθη και συνειδητά τα παραποιούν. Όμως έτσι ή αλλιώς τόσα ψέματα σπάνια έχουν εκτοξευτεί εναντίον των εργαζομένων και της κοινής λογικής, με στόχο τη «συναίνεση», εκτός ίσως απο την εποχή της μεταπολίτευσης, που ο τότε υπουργός Εργασίας Λάσκαρης, προσπαθώντας να διατηρήσει τα «κεκτημένα» των εργοδοτών, τα οποία τους είχαν παραχωρηθεί την περίοδο της χούντας, είχε καταργήσει την πάλη των τάξεων.
Ένας τρόπος για να αφαιρέσουν απο τους εργαζόμενους ό,τι εκείνοι κατάφεραν να αποσπάσουν με πολύχρονους αγώνες, είναι να τους τρομοκρατήσουν και να τους διασπάσουν (και νομοθετικά) με τον – υπαρκτό – μπαμπούλα της ανεργίας και της φτώχειας. Όταν λοιπόν το δημόσιο έλλειμμα διογκώνεται, η ανεργία αυξάνεται, η φτώχεια αγγίζει το 25% των πολιτών, η ακρίβεια δεν αντιμετωπίζεται και τα συνδικάτα απαξιώνονται, γίνεται ακόμη πιο εύκολη η συναίνεση.
Και ενώ όλοι μιλούν για «συναίνεση», κι αυτοί που σκοπίμως την καλλιεργούν κι εκείνοι που αναγκαστικά τη δέχονται, κανείς δεν μας λέει πώς θα ξεπεράσουμε αυτόν το οικονομικό μαρασμό, πώς θα τρώμε τον καθημερινό επιούσιο, πώς θα αγοράσουμε τα φάρμακά μας, πώς θα σπουδάσουμε τα παιδιά μας, πώς θα πληρώσουμε ενοίκια, θέρμανση, ΔΕΚΟ...Θέλουμε μια συγκεκριμένη απάντηση όχι τα σάπια: ψυχραιμία, υπευθυνότητα, συναίνεση.
Πρακτικές οδηγίες συλλογικής και παραγωγικής επιβίωσης. Ποιος θα μας το πει αυτό; Μήπως ο πρωθυπουργός του οποίου η...βελόνα κόλλησε στο: «θα εφαρμόσουμε απαρέγκλιτα το πρόγραμμά μας χωρίς να υπολογίσουμε το πολιτικό κόστος»; Μήπως η αντιπολίτευση; (όχι πάλι «σφοδρή επίθεση εναντίον της κυβέρνησης...»). Μήπως ο ΣΕΒ, μήπως τα τηλεοπτικά «παράθυρα» και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων;
Πάντως ο κόσμος περιμένει υπεύθυνα μια σαφέστατη πολιτική θέση. Όχι μόνο ότι θα έρθουν μαύρες μέρες, αλλά πώς θα επιζήσουμε. Πώς δεν θα γίνουμε ληστές, τσαντάκηδες, βαποράκια, «τρομοκράτες». Εκτός κι αν νομίζουν ότι η «συναίνεση» στην εκμετάλλευση, στην ανεργία και στη φτώχεια είναι μια κάποια λύση για μας και οπωσδήποτε «σωσίβιο» για κείνους.