Σε μια μεταπολεμική κωμωδία «πιένα» της εποχής, ο Θανάσης Βέγγος έπαιζε το ρόλο του υπαλλήλου σ' ένα κατάστημα νεωτερισμών. Ο Βέγγος όπως πάντα αεικίνητος, σπαστικός, εκφραστικός, κάνει τα πάντα, επιστρατεύει όλο το δυναμικό του, να πείσει τους πελάτες να ψωνίσουν κάτι, αλλά ματαίως. Εκείνοι δύσκολοι, απαιτητικοί, αγνοούν την καλή θέληση και την επαγγελματική ευαισθησία του Βέγγου.
Κάνουν το μαγαζί άνω κάτω και στο τέλος φεύγουν δίχως ν' αφήσουν μια πεντάρα.
«Αυτή τη γραβάτα να πάρετε», λέει ο Βέγγος. «Σας πηγαίνει μούρλια. Λες και είναι φτιαγμένη για σας».
«Μου αρέσει το ντιζάιν (απαξιοί να πεί την ελληνική λέξη «σχέδιο») αλλά δεν μου αρέσει το χρώμα».
«Πάρτε αυτή. Όλοι θα σας βλέπουν και θα σας καμαρώνουν». «Ξέρετε θα ήθελα να τη δω στο φως του ήλιου, πώς ακριβώς εκπέμπει». «Ευχαρίστως λέει ο Βέγγος. Πάμε έξω να τη δείτε». Βγαίνουν έξω και στον ήλιο, στο πεζοδρόμιο, γυρίζουν τη γραβάτα από την καλή και την ανάποδη. Κι ο Θανάσης προσπαθεί να δει τι «εκπέμπει» η γραβάτα. Πράγματι, είναι ωραία ο πελάτης. Πόσο κάνει; Ο Θανάσης ξεφύσηξε ανακουφισμένος. Μόνον 80 δρχ. του λέει, τρέχω να σας την τυλίξω. Ά! όχι, απαντά ο πελάτης. Θα περάσω το Σάββατο, που θα πληρωθώ. Θα κάνω και μια έρευνα, ακόμα!!
Τα πράγματα σήμερα άλλαξαν. Αντιστράφηκαν τελείως. Στα υπερκαταστήματα και μάλιστα σε περιόδους εκπτώσεων και ιδιαίτερα στα Σούπερ-Μάρκετ και με το δίκαννο στο χέρι είναι αδύνατον να βρεις κάποιον υπάλληλο, για να σ' εξυπηρετήσει. Εδώ δεν είναι μπακαλάκι της γειτονιάς ή μαγαζάκι να χαζέψεις. Βέβαια τα προϊόντα πολύχρωμα και καλοσυσκευασμένα, τοποθετημένα με χάρη και με τρόπο να ερεθίζουν, προκαλούν τον θαυμασμό. Ότι θέλεις άπλωσε και πάρε. Κι επειδή το μάτι του ανθρώπου είναι αχόρταγο, απλώνεις και παίρνεις πράγματα, που δεν σου είναι απαραίτητα. Οι διάδρομοι στενοί, που οδηγούν όλο και μπροστά. Πορεία προδιαγεγραμμένη. Σιωπηλή κι αθόρυβη. Θέλεις να ρωτήσεις κάτι, όλα είναι γραμμένα στα πακέτα. Τόσο τοις εκατό οι προσμείξεις, ημερομηνία λήξης, η χώρα προέλευσης, τα πάντα. Έτσι και ψάχνεις κάτι το ιδιαίτερο χάθηκες. Βουρλίζεσαι, γυροφέρνεις, παιδεύεσαι. Να δεις τη γραβάτα του Βέγγου, πώς «εκπέμπει» στον ήλιο; Μην το διανοηθείς. Έτσι και το επιχειρήσεις αρχίζουν να βροντάνε οι σειρήνες και τα καμπανάκια. Και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις, θα νιώσεις στους ώμους σου, το βαρύ χέρι του σεκιουριτά, για τα περαιτέρω. Τώρα μάλιστα που η πείνα έσφιξε τον κοσμάκη και το ξάφρισμα μεγάλωσε, φύλακες και κάμερες πολλαπλασιάστηκαν. Αν πάλι φανεί κάποια υπάλληλος κι αν δεν έχει μπλοκαριστεί από ομοιοπαθείς είσαι τυχερός.
Παλαιότερα το μπακάλικο της γειτονιάς είχε εμφανείς ετικέτες με τις τιμές πάνω στα προϊόντα. Τόσο τα φασόλια, τόσο το τυρί... Σταθερές και εμφανείς. Τώρα έχουν κάτι ακαταλαβίστικες κωδικές γραμμές, που μόνον όταν φθάνεις στο ταμείο, τις μαθαίνεις. Συνήθως είναι κάτι δυσθεώρητες και δυσδιάκριτες, που αγωνίζεσαι να τις εντοπίσεις. Άσε, που καθημερινά βλέπεις τα κοριτσόπουλα του καταστήματος, ντυμένα ομοιόμορφα στις μπλέ ή κίτρινες στολές με τ' άσπρα καπελάκια, να κρατούν ένα μηχανάκι και ν' αλλάζουν κάθε τόσο τις τιμές των προϊόντων. Σιωπηρές κι αθόρυβες. Απεργάζονται την απίσχναση του βαλαντίου σου. Τσακ - τσουκ, όλο και πιο πάνω. Επιτέλους αφού περιπλανηθείς σε διαδρόμους και στροφές, σε απόμερες γωνιές και υπερυψωμένα ράφια, με γεμάτο το καρότσι, παίρνεις την άγουσα για το ταμείο. Εδώ αρχίζεις να ψυλλιάζεσαι. Πόσο άραγε θα είναι το «κούρεμα». Θα το μάθεις αφού ο «κριτής» με θαυμαστή ταχύτητα καταμετρήσει ό,τι ψώνισες. Να τώρα θα νιώσεις ένα τσίμπημα στην καρδιά. Καταγράφεται στην μακροσκελή απόδειξη, που ευγενώς σου επιδίδει η ταμίας. Σαν καρδιογράφημα να πούμε. Τα ποσά βέβαια όλο και μεγαλώνουν, με ανάλογα και συνακόλουθα τσιμπήματα στην καρδιά.
Να ρωτήσεις για τιμές ή για καμιά έκπτωση; Μην το διανοηθείς. Εδώ δεν είναι ο Βέγγος ο γνωστός, ο διαλεκτικός, ο άνθρωπος, που ακούει τον πόνο σου. Εδώ κυριαρχεί το ψυχρό, το απρόσωπο, ο αόρατος πέλεκυς, ο άσπλαχνος συνεταίρος του πορτοφολιού σου.
Μέσα σε τούτα τα καταστήματα, τα απρόσωπα και σκληρά νιώθεις μια αδιαφάνεια και μια αποξένωση. Και θαρρώ πως είναι η ίδια αρπαχτική διάθεση και σκληράδα, οι ίδιες παγίδες, που μας στήνει και η πολιτική.
Όλα τα γεγονότα μας πλασάρονται σε φαντασμαγορικές συσκευασίες, όπως ακριβώς και τα προϊόντα στα ράφια των Σούπερ-Μάρκετ. Ύπουλα ξεπουλήματα, αρπαχτές, γράμματα ψιλά για να παραπλανούν και δυσανάγνωστα συνάμα φορολογικές επιδρομές στα θυλάκιά μας κ.λπ.Μονόδρομοι και στη ζωή μας, όπως στα πολυκαταστήματα. Πισωγυρίσματα δεν έχει. Οι μηχανισμοί έτεγκτοι. Το μάτι του Μεγάλου Αδελφού, όπως οι κάμερες του Σούπερ-Μάρκετ σε παρακολουθεί παντού. Κι όπως στα πολυκαταστήματα ψάχνεις για υπάλληλο και δεν τον βρίσκεις, έτσι και στη ζωή μας ψάχνεις για τους υπεύθυνους, τους καταχραστές και τα λαμόγια και είναι όλοι τους «χαμένοι». Παντού παγίδες, αδιαφάνεια, φόβος. Σιωπή και μουγκαμάρα σε ό,τι μας αφορά. «Πα, πα, πα, τι είναι αυτό Θεούλη μου...» που θα έλεγε και ο φοβισμένος Μήτσος του Λαζόπουλου.