Βροντά ο Όλυμπος παιδιά
κι ο Κίσσαβος αστράφτει
κι ο Πηνειός μεσ’ τα νερά
τους Γερμανούς εθάφτει...
Όλη η οικουμένη έμεινε άφωνη από τα κατορθώματα των ανταρτών του Ολύμπου, οι οποίοι με τη συνεργασία των οργανώσεων της περιοχής κατάφεραν καίρια πλήγματα κατά των κατοχικών δυνάμεων.
Πολλοί ασχολήθηκαν κατά καιρούς και έγραψαν τις απόψεις τους για την ανατίναξη της υπ’ αριθμ. 53 στρατιωτικής γερμανικής αμαξοστοιχίας, που έγινε τη νύχτα της 22ας προς 23η του 1944, χωρίς όμως να διαθέτουμε προσωπικές εμπειρίες γι’ αυτήν. Και είναι σε όλους μας γνωστό πως όταν τέτοιου είδους μεγάλα γεγονότα καταγράφονται χωρίς αυτά να εμπεριέχουν αυθεντικές μαρτυρίες, μοιάζουν σαν το οποιοδήποτε καλό φαγητό που απ’ αυτό λείπει το αλάτι. Γι’ αυτό στη σύντομη αυτή καταγραφή της συγκλονιστικής εκείνης νύχτας του Φλεβάρη του 1944, θα δώσουμε το λόγο να μας μιλήσει γι’ αυτήν, με κάθε λεπτομέρεια, ένας πρωταγωνιστής του ηρωικού τμήματος του Αντώνη Βρατσάνου, που για το απίστευτο εκείνο κατόρθωμά τους, τους υποκλήθηκε όλη η οικουμένη.
- «Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα του φθινοπώρου, όταν, γυρίζοντας από κάποια κοντινή αποστολή περισυλλογής πληροφοριών στο σπίτι μου, βρήκα σ’ αυτό τον Αντώνη Βρατσάνο με το Δήμο Φαρμάκα να συζητούν για την προετοιμασία ανατίναξης της γερμανικής αμαξοστοιχίας. Μπήκα κι εγώ στη συζήτηση γιατί γνώριζα όσο κανένας άλλος το έδαφος που είχε επιλεγεί να γίνει η ανατίναξη. Όμως, παρά τα όσα συζητήθηκαν σ’ αυτή τη συνάντηση, ο Βρατσάνος είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του. Για το σκοπό αυτό είχε προμηθευτεί από σιδηροδρομικούς στολή κλειδούχου για να παραπλανήσει τους Γερμανούς φρουρούς, που σχολαστικά προστάτευαν τα στενά των Τεμπών.
Ντυμένος λοιπόν ως κλειδούχος και πάνοπλος, έχοντας ως παρέα του τον ελασίτη Δήμο Φαρμάκα από τη Ραψάνη, που κι αυτός είχε μεταμορφωθεί ως υπάλληλος του σιδηροδρόμου (εργάτης), άρχισε να φανερώνει τα σχέδιά του γύρω από την ανατίναξη του γερμανικού τρένου λέγοντας:
- Πήραμε την οριστική απόφαση, να ανατινάξουμε την ταχεία 53 που κάθε φορά διέρχεται από τα Τέμπη, περίπου στη 1 παρά πέντε μετά τα μεσάνυχτα. Απευθυνόμενος σε μένα ο Δήμος συμπληρώνει:
- Επιλέξαμε ως κατάλληλο μέρος τη θέση Μάνση, που προσφέρεται να κατέλθουν μέσα απ’ τα θεόρατα βράχια οι μαχητές του μηχανικού έχοντας και κάποια εδαφική προστασία από τους εχθρούς, λόγω της στροφής που υπάρχει σε κείνο το σημείο. Ακόμα στις όχθες του Πηνειού υπήρχαν πανύψηλα γέρικα πλατάνια, που αν η αμαξοστοιχία έπεφτε με ορμή επάνω σ’ αυτά, σίγουρα θα κατέληγαν μαζί μ’ αυτή στα βαθιά του Πηνειού.
Ο Δήμος γνώριζε πάρα πολύ καλά το μέρος αυτό, γιατί λίγο πιο πάνω είχαν οι γονείς του τις στάνες, στις οποίες πέρασε τα χρόνια ως ότου βγήκε αντάρτης. Εξίσου όμως ήξερα κι εγώ τις λεπτομέρειες του τοπίου, γιατί εκεί υπήρχαν πατρικά κτήματα με διάφορα οπωροφόρα δένδρα. Επειδή όμως ο τελευταίος λόγος πριν η απόφαση γίνει πράξη ανήκε στον αρχηγό του μηχανικού, ο Δήμος συνεχίζει:
- Και τώρα πρέπει να πάμε κοντά στο μέρος που επιλέξαμε να γίνει η ανατίναξη, για να το ιδεί ο αρχηγός και να οργανώσει την όλη επιχείρηση.
Πήραμε όλοι τα ταγάρια στις πλάτες μας, μέσα στα οποία υπήρχαν κατάλληλα σύνεργα, καθώς και οπλικός εξοπλισμός, και ξεκινήσαμε την αποστολή της δύσκολης επιχείρησης. Περνώντας από δύσβατα μονοπάτια κοντά απ’ τις γραμμές, φτάσαμε στο νταμάρι (λατομείο), που βρισκόταν κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα. Από εκεί μπορούσαμε εύκολα να κάνουμε τις διαπιστώσεις μας. Όμως, η δουλειά δεν σταματά εδώ. Ο Βρατσάνος ήθελε να σιγουρέψει την επιτυχία τής αποστολής και μάλιστα με σχετική οικονομία υλικών.
- Οι Άγγλοι, μας έλεγε, δεν μας χορηγούν επάρκεια εκρηκτικών. Πρέπει συνεπώς να κάνουμε οικονομία. Και γυρίζοντας προς το μέρος μου λέγει:
- Πρέπει να πάτε στο σιδηροδρομικό σταθμό Τεμπών κι όταν περνά η συγκεκριμένη αμαξοστοιχία θέλω να σημειώσετε τη διάταξη της ταχείας. Γιατί, όπως ξέραμε, μετά τη μηχανή υπήρχαν δύο φορτηγά βαγόνια και ακολουθούσε η λεγόμενη σκευοφόρα. Αυτά τα βαγόνια δεν χρειαζόταν να ανατιναχθούν. Στη συνέχεια όμως ακολουθούσαν άλλα δύο βαγόνια με Γερμανούς στρατιώτες και μετά απ’ αυτά άλλα δύο με αξιωματικούς κατώτερους και μετά άλλα με ανώτερους και το τελευταίο βαγόνι περιείχε ένα περιστρεφόμενο αντιαρματικό, καθώς και ένα μεδράλιο. Εδώ ο Βρετσάνος ήθελε σχολαστική καταγραφή, ώστε να ρίξει όλο το βάρος της επιχείρησης στα γεμάτα κι όχι στα άδεια βαγόνια. Ήθελε ακόμα να υπολογιστούν τα κενά των βαγονιών που ενώνουν το ένα με το άλλο βαγόνι για ν’ αποφευχθεί η σπατάλη της δυναμίτιδας.
Όμως, ήταν αδύνατο να γίνει κάτι τέτοιο, γιατί η ταχεία «53», που ήταν ο στόχος της επιχείρησης, στάθμευε μόνο στο Λιανοκλάδι, στη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη. Παρά ταύτα, επιλέχτηκε κάποιος τρόπος, με πολλούς όμως κινδύνους. Ποιος όμως υπολόγιζε τους κινδύνους εκείνα τα χρόνια; Ο Βρατσάνος μαζί με το Λευτέρη Καραγιάννη (Παπαφλέσσας) μας είχαν προμηθεύσει κάτι εμπρηστικές ωρολογιακές βόμβες, αυτορυθμιζόμενες. Ως τότε η χρήση τους γινόταν μόνο στα τρένα που είχαν κατεύθυνση προς την Αθήνα. Τώρα όμως οι ίδιες βόμβες τοποθετήθηκαν σε φορτηγά που κατευθύνονταν προς τη Θεσσαλονίκη. Έτσι κάπου κοντά στο σταθμό Ραψάνης ένα βαγόνι του φορτηγού τρένου έγινε παρανάλωμα του πυρός εξαιτίας της βόμβας που εξερράγη.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εμποδιστεί η διέλευση της ταχείας αρ. 53, η οποία υποχρεώθηκε να σταθμεύσει στο σταθμό Τεμπών, έως ότου αποκατασταθεί η ζημιά τού φορτηγού. Έτσι οι οργανωμένοι στην αντίσταση κλειδούχοι Σιαφάκας, Κορομηλάς και Κηζυρίδης, καθώς και η επονίτισσα Τζένη, οι οποίοι τοποθετούσαν τις βόμβες, βρήκαν το χρόνο και την ευκαιρία να καταμετρήσουν με κάθε λεπτομέρεια τις αποστάσεις όλων των βαγονιών, καθώς και τους διαχωρισμούς που χώριζε το ένα από το άλλο.
Τα σχέδια αυτά παραδόθηκαν στον Αντώνη Βρατσάνο, ο οποίος με κάλεσε ένα βράδυ στους Γόννους, όπου φιλοξενηθήκαμε στο σπίτι του θείου μου Δημητρίου Μουχτή, κι εκεί άνοιξε πλέον τα χαρτιά του.
- Η ανατίναξη θα γίνει στις 21 προς 22 Φεβρουαρίου, αποκαλύπτει ο αρχηγός. Το τελικό σχέδιο της επιχείρησης έχει ως εξής: Μόλις η αμαξοστοιχία φύγει από τη Λάρισα, ο κλειδούχος υπηρεσίας, που εκείνο το βράδυ ήταν ο Σιαφάκας, θα κάνει σινιάλο στον γράφοντα, που θα περιμένει κάπου κοντά στο λατομείο. Το ίδιο σήμα θα μετέδιδα ο ίδιος από τη θέση που βρισκόμουνα στην ομάδα του μηχανικού, που θα βρισκόταν στο σημείο της δράσης. Προς τούτο ο Βρατσάνος με είχε προμηθεύσει ένα ισχυρό φακό, που οι ακτίνες του έπρεπε να φτάσουν ως εκεί.
- Ήταν, θυμάμαι, μια σκοτεινή νύχτα του Φλεβάρη και ο αέρας που ερχόταν από τα Τέμπη ήταν παγωμένος. Τον αντιμετώπιζα όμως με τον ενθουσιασμό μου, αλλά και με μια... ιταλική γλένη, την οποία είχαμε βάψει μαύρη για να μη γίνομαι στόχος τού εχθρού.
Έτσι βρέθηκα νωρίς - νωρίς στους θάμνους του λατομείου και κρυμμένος μέσα στις «πατλιές» περίμενα να ’ρθει η ώρα για να παίξω τον επικίνδυνο ρόλο μου. Εν τω μεταξύ, οι γερμανικές περιπολίες κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών ήταν ασταμάτητες. Η αγωνία μου είχε φτάσει στο κατακόρυφο, καθώς η ώρα περνούσε, χωρίς να φαίνεται κανένα τρένο, εκτός από κανένα εμπορικό που μας ήταν αδιάφορο. Άρχισε σιγά-σιγά να χαράζει χωρίς η αμαξοστοιχία να φαίνεται. Πήρα την απόφαση να πάω κι εγώ στο μέρος της επιχείρησης για να συναντήσω τον Βρατσάνο με τους μαχητές του. Καθώς πήγαινα προς τα εκεί ακολουθώντας ένα παράλληλο κατσικόδρομο δίπλα στις γραμμές, σε κάποια στιγμή άκουσα τη γερμανική περίπολο να διέρχεται των γραμμών. Κρύφτηκα στα πουρνάρια για να την αποφύγω. Γνώριζα το δρομολόγιο της περιπόλου, που ήταν καθημερινό. Ξεκινούσε με το σούρουπο από τη γέφυρα των Τεμπών με προορισμό την Αγία Παρασκευή. Μόλις ξημέρωνε η περίπολος επέστρεψε στη βάση της.
Μετά την απομάκρυνσή της συνέχισα το δρομολόγιό μου. Σε λίγο έφτασα στο σημείο της δράσης. Αναζήτησα τους συναγωνιστές μου, χωρίς αποτέλεσμα. Δεν υπήρχε ψυχή εκεί. Τότε ακολούθησα ένα ρέμα προς την απότομο πλαγιά και σε μικρή απόσταση συνάντησα μια καλύβα προχειροκατασκευασμένη. Εκεί βρήκα να αναπαύεται ο αντάρτης Βασίλης Καραγιάννης. Τον γνώριζα προσωπικά. Μου εξήγησε ότι κι αυτός είχε ως αποστολή να ελέγχει τις κινήσεις των Γερμανών και τίποτα περισσότερο.
Ύστερα κι απ’ αυτό, πήρα το δρόμο της επιστροφής προς το χωριό. Εκεί με περίμενε ο συγχωριανός μου αντάρτης Θανάσης Γκρίμπας, έχοντας στα χέρια του ένα σημείωμα του Αντώνη Βρατσάνου με παραλήπτη εμένα. Στο σημείωμα αυτό ο καπετάνιος εξηγούσε τους λόγους της αναβολής της ανατίναξης του τρένου, που οφείλονταν σε φυσικές αδυναμίες. Έλεγε ακόμα ότι η ανατίναξη θα γινόταν οπωσδήποτε την επόμενη βραδιά, χωρίς καμία αλλαγή των σχεδίων.
Το άλλο βράδυ πάλι από νωρίς βρέθηκα στην καθορισμένη θέση μ’ όλα τα απαραίτητα σύνεργα.
Οι ώρες δεν πέρναγαν γρήγορα και η αγωνία μας κορυφώνονταν, καθώς η αμαξοστοιχία δεν έδινε σημεία ζωής. Όμως, ξαφνικά ακούστηκε ο θόρυβός της, καθώς κατηφόριζε απ’ τ’ αντικρινό Μακρυχώρι με μεγάλη ταχύτητα. Όλη η προσοχή μου τώρα ήταν στραμμένη προς το σταθμό Τεμπών, απ’ τον οποίο ο κλειδούχος Σιαφάκας θα ’δινε το προειδοποιητικό του σινιάλο. Και πράγματι δεν άργησε και πολύ ν’ αστράψουν τα σήματα του κλειδούχου, τα οποία αμέσως εγώ μετέδωσα προς τον τελικό προορισμό. Από κει πήρα τη διαβεβαίωση ότι έλαβαν γνώση του σινιάλου. Έτσι η δική μου αποστολή τερματίστηκε. Τώρα η προσοχή μου ήταν στραμμένη προς το σημείο της ανατίναξης, καθώς η ταχεία εν τω μεταξύ πλησίαζε προς αυτό.
Πριν ακόμα προλάβω να κάνω τα πρώτα βήματά μου επιστρέφοντας προς την Ιτιά, ένας εκκωφαντικός βρόντος, με μια παράλληλη αστραπή που ’κανε τη νύχτα μέρα, απλώθηκε σ’ ολόκληρη την περιοχή. Η υπ’ αριθμ. 53 αμαξοστοιχία δεν υπήρχε πια. Ένα μέρος της έγειρε στα νερά του Πηνειού, ενώ τα άλλα βαγόνια της βρισκόταν κατεστραμμένα εκτός γραμμής. Ένα μακάβριο θέαμα έδειχνε το μέρος της ανατίναξης, καθώς τα πτώματα των Γερμανών ήταν διάσπαρτα παντού. Όταν τα πράγματα κάπως ησύχασαν, άρχισαν ν’ ακούγονται σποραδικά πυρά, τα οποία προέρχονταν κυρίως από τους λίγους εναπομείναντες Γερμανούς.
Η προσπάθειά μου να γυρίσω στο χωριό ήταν, αν όχι αδύνατη, πολύ δύσκολη. Και τούτο γιατί μετά την ανατίναξη της αμαξοστοιχίας, το φυλάκιο των Γερμανών βρισκόταν στη γέφυρα των Τεμπών έριχνε συνεχώς φωτοβολίδες, πράγμα που τους επέτρεπε να ελέγχουν όλες τις διαβάσεις της περιοχής. Εν τω μεταξύ, όλα τα πολυβόλα του εχθρού γάζωναν όλους τους δρόμους και τα γύρω ρέμματα.
Με μεγάλες προφυλάξεις, λίγο πριν ακόμα ξημερώσει, γύρισα στο χωριό. Αμέσως, όμως, έφυγα για τους Γόννους για ν’ αποφύγω τις κινητοποιήσεις των Γερμανών. Ανηφορίζοντας το μονοπάτι του Καστριού, λίγα μόλις μέτρα από μένα, έπεσαν μια σειρά βλημάτων που προερχόταν από τα γερμανικά κανόνια που είχαν εγκατεστημένα στο φυλάκιο των Τεμπών. Αυτό το γεγονός με ανάγκασε ν’ αλλάξω πορεία. Έτσι κατηφόρισα προς τον παρακείμενο κάμπο κι απ’ εκεί έφτασα στο χωριό Γόννοι.
Επιστρέφοντας την επομένη στο χωριό συνάντησα και πάλι τους ανθρώπους της Οργάνωσης και απ’ αυτούς έμαθα ότι ενώ η αμαξοστοιχία καταστράφηκε ολοσχερώς, ένα βαγόνι της, αυτό το τεθωρακισμένο, έμεινε ανέγγιχτο. Αργότερα που συνάντησα το συνεργάτη μου στην Αθήνα, έμαθα ότι η καθυστέρηση της αμαξοστοιχίας της προηγούμενης βραδιάς οφειλόταν στο γεγονός ότι αναμενόταν από τη Μέση Ανατολή ένας Γερμανός στρατηγός μαζί μ’ άλλους επίλεκτους αξιωματικούς, οι οποίοι έπρεπε να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Επειδή όμως έφτασαν στην Αθήνα με μεγάλη καθυστέρηση, η αμαξοστοιχία έφυγε χωρίς αυτούς. Όμως στην ανατιναχθείσα αμαξοστοιχία προσετέθη ένα ακόμη πολυτελείας βαγόνι για τις ανάγκες του στρατηγού και της επίλεκτης συντροφιάς του.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μείνει έξω του προκαθορισμένου χώρου τοποθέτησης της δυναμίτιδας το τεθωρακισμένο βαγόνι. Το βαγόνι όμως αυτό δυσχέραινε το πρόγραμμα της αποχώρησης των ανταρτών, καθώς και την προγραμματισμένη απ’ αυτούς αποκόμιση οπλικών και άλλων λαφύρων, αφού απ’ το βαγόνι αυτό οι επιζώντες Γερμανοί γάζωναν όλη την περιοχή.
Αυτή είναι η ιστορία της μεγάλης ανατίναξης της υπ’ αριθμ. 53 αμαξοστοιχίας, που έγινε στις 22 προς 23 Φεβρουαρίου στα στενά των Τεμπών. Πρόκειται για μια ανατίναξη ανάλογη μ’ εκείνη του Γοργοποτάμου, που ενώ άφησε άφωνη την παγκόσμια κοινή γνώμη, δεν εκτιμήθηκε δεόντως από τη χώρα της καταγωγής των ηρωικών πρωταγωνιστών της, ενώ ο θρυλικός Βρατσάνος εξακολουθούσε να ζει μακριά απ’ την πατρίδα του στη μακρινή Ρουμανία ως πολιτικός πρόσφυγας, έχοντας ως κυριότερο αντίπαλό του την περιφρόνηση και αδιαφορία της ίδιας της χώρας του, που με την αυτοθυσία τη δική του και των παλικαριών του την έκανε περήφανη!».
Γιώργος Χρ. Δούλος
Λάμπρου Κατσώνη 28
Λάρισα