«Εγώ αν δεν πάρω γερή προίκα δεν παντρεύομαι...» δήλωσε ο αριβίστας της συντροφιάς και προβλημάτισε τους συνομιλητές του.
Είχα την εντύπωση ότι εξέλιπε αυτή η ηθική αντίληψη της ελληνικής οικογένειας, σύμφωνα με την οποία το κορίτσι αποτελεί «παθητικό» που το συνοδεύει πάντα σαν μόνιμη υπόκρουση, η έγνοια της αποκατάστασης και εξαιτίας της καθιερώθηκε ο αναχρονιστικός, για πολλούς, θεσμός της προίκας.
Στη συζήτηση που ακολούθησε σχετικά με την προίκα αναγκάστηκα να αναθεωρήσω κάποιες απόψεις μου. Στην εποχή μας που η γυναίκα έχει εξισωθεί σε όλα με τον άνδρα, που έχει κατακτήσει τα δικαιώματά της με το σπαθί της και έχει αποδειχτεί ισάξιά του σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης δραστηριότητας, το να της επιβάλουν να «πουλιέται» στον άνδρα για να μπορέσει κι αυτή να δημιουργήσει δική της οικογένεια, είναι πλέον κάτι απαράδεκτο. Κι όμως παρ’ όλα αυτά ο αναχρονιστικός θεσμός της προίκας φαίνεται να είναι ακόμα βαθιά ριζωμένος στις αντιλήψεις της ελληνικής οικογένειας, κυρίως στην επαρχία. Μπορεί να άλλαξε μορφή, να θεωρείται ένα βοήθημα, μια ενίσχυση, απο την πλευρά της οικογένειας του κοριτσιού, προς το νέο ζευγάρι για να ξεκινήσει τη ζωή του, αλλά δεν παύει να αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα ενός γάμου. Σε σημείο μάλιστα που να γίνεται απαιτητό απο την οικογένεια του νέου, συχνά με προσβλητικές, για το κορίτσι, διαμάχες και διαδικασίες.
- Οι καιροί είναι δύσκολοι, αν δεν έχει κι ένα διαμέρισμα το κορίτσι, πώς θ΄ανοίξουν σπίτι τα παιδιά, ισχυρίστηκε η κυρία της συντροφιάς, που κατά σύμπτωση είναι και μητέρα αγοριού...
Αλλά να ήταν μόνο το σπίτι! Τις περισσότερες φορές συνοδεύεται απο την ανάγκη να εξοπλιστεί με την απαραίτητη οικοσκευή, τα έξοδα της οποίας επωμίζεται συνήθως η πλευρά του κοριτσιού.
Θυμήθηκα πρόσφατη περίπτωση ενός περιφερόμενου εμπόρου σε χωριό της περιοχής μας, ο οποίος διαφήμιζε το εμπόρευμά του πάνω στο φορτηγάκι του με μεγάλα γράμματα: «είδη προικός».
Τι να πει κανείς! Σε μια εποχή που η γυναίκα σπουδάζει , μορφώνεται, εργάζεται, αποβαίνει στοιχείο αποδοτικό για την κοινωνία και οι αποδοχές της συχνά υπερβαίνουν εκείνες του άνδρα της, το να συζητάμε για προίκες και τα τοιαύτα, θεωρείται τουλάχιστον αναχρονιστική βαρβαρότητα που υποτιμά περιφρονητικά το ρόλο της γυναίκας σήμερα στην οικογένεια και την κοινωνία.
- Ο θεσμός της προίκας έχει καταργηθεί, επέμεινε ο προοδευτικός της παρέας, αλλά δυστυχώς όλοι οι άνδρες έχουν την αξίωση να...δώσει κάτι το κορίτσι, παραδέχτηκε.
Ειδικά στην επαρχία υπάρχουν άπειρα παραδείγματα συνοικεσίων που χαλάνε στη διαπραγμάτευση, ενώ οι αξιώσεις του υποψηφίου φτάνουν μερικές φορές μέχρι του κυνισμού, γιατί ο γαμπρός, πέρα απο μετρητά ή έπιπλα, ζητάει να γραφτεί το σπίτι ή το οικόπεδο στο όνομά του.
Τι κρύβεται πίσω απ΄όλα αυτά; Από πού αντλεί την ισχύ και τη διαχρονικότητά του αυτός ο «θεσμός» που όλοι νομίζουμε ότι έχει καταργηθεί;
Στην αναζήτηση των αιτίων συνέβαλε με την άποψή του ο νηφάλιος της παρέας:
- Την επιβίωση αυτής της αντίληψης που αφορά στην «προίκα» πρέπει να την αναζητήσουμε στις σχέσεις των δύο φύλων. Δεν άλλαξε και πολύ η παλιά εκείνη νοοτροπία που ήθελε τη γυναίκα να επιδιώκει το γάμο και τον άνδρα να τον αποφεύγει. Η γυναίκα, παρ΄όλα όσα έχει κατακτήσει, φιλοδοξεί την «αποκατάσταση», που γι’ αυτήν αποτελεί τη δικαίωσή της. Θέλει να πετύχει την ολοκλήρωσή της με τη μητρότητα και σ΄αυτό την καθοδηγεί το ισχυρό ένστικτό της. Ο άνδρας επιθυμεί την απόλαυση. Ο δικός του στόχος αφορά περισσότερο την καριέρα παρά την οικογένεια. Η γυναίκα είναι πρόθυμη για τον έρωτα, φτάνει να έχει την προοπτική της ισοβιότητας. Ο άνδρας είναι εξίσου πρόθυμος για τον έρωτα φτάνει να μην έχει καμιά χρονική προοπτική!
Αποτέλεσμα των αντίθετων αυτών επιδιώξεων είναι: να καταβάλει εκείνος το τίμημα όταν εκείνη πρόκειται να φύγει, πληρώνοντας τα έξοδα μιας εφήμερης σχέσης και να καταβάλει εκείνη το τίμημα όταν εκείνος πρόκειται να μείνει.
Καταλήγει κανείς να πιστεύει ότι η «προίκα» επιβιώνει χάρη στο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Επειδή πρόθυμη για το γάμο είναι, κατά κανόνα, εκείνη και απρόθυμος, κατά κανόνα, εκείνος. Απόδειξη πως όταν σημειώνεται εξαίρεση στον κανόνα, όταν πρόθυμος είναι εκείνος και απρόθυμη εκείνη, βλέπουμε έναν ζάμπλουτο να παίρνει μια απένταρη, που δεν έχει άλλη προίκα από την ομορφιά της. Είναι η περίπτωση του βασιλόπουλου και της Σταχτοπούτας. Όμως αν δεν ήταν σπάνια η περίπτωση δεν θα γινόταν βέβαια παραμύθι!
Ας μη νομίζουμε όμως ότι ο φόβος του γάμου αποτελεί αποκλειστικό χαρακτηριστικό του ανδρικού φύλου στη χώρα μας. Γάλλος κι όχι Έλληνας, ήταν εκείνος που είπε: «Ο γάμος είναι δηλητήριο. Αντίδοτό του είναι η προίκα».
Με τέτοιες αντιλήψεις πώς θέλετε να πείσει μια γυναίκα έναν άνδρα να πιει αυτό το δηλητήριο, αν δεν του προσφέρει και το αντίδοτο, που πρέπει να είναι ανάλογα ισχυρό με το δηλητήριο.
Υπάρχει πάντως κάποιο ελαφρυντικό για τον Γάλλο που έδωσε τον κυνικό αυτό ορισμό για τον γάμο και την προίκα: ότι δεν ήταν Γάλλος της εποχής μας. Ανήκε σε μια εποχή που ο γάμος, αν δεν ήταν δηλητήριο, ήταν πάντως επαχθές φορτίο για τον άνδρα. Η γυναίκα με το γάμο της τότε απαιτούσε παρά πρόσφερε κάτι, εκτός απο την υψηλή εποπτεία του σπιτιού. Σε τέτοιες περιπτώσεις η προίκα αποτελούσε μια λογική εφ άπαξ αποζημίωση προς τον σύζυγο, υποχρεωμένο, έναντι της προίκας, να συντηρεί τη σύντροφό του, να της εξασφαλίζει την καθημερινή αμεριμνησία της και ό,τι άλλο επιθυμούσε, εφ όρου ζωής.
Στις μέρες μας αυτό το αλαζονικό, άεργο και ράθυμο, πολλές φορές ον, που λεγόταν «κυρία», έχει εκλείψει. Η γυναίκα σήμερα εκτός απο τα εξαντλητικά καθήκοντα της νοικοκυράς, εργάζεται κι έξω από το σπίτι, φέρνει μεγάλο μέρος απο τα βάρη ανατροφής των παιδιών, είναι η ηγερία της οικογένειας κι ας φαίνεται μπροστά ο άνδρας.
Σήμερα ο θεσμός της προίκας έχει τυπικά και ουσιαστικά καταργηθεί, αυτό ήταν και το συμπέρασμα της συντροφιάς που συζητούσε το θέμα. Διατηρείται μεν υπό άλλες μορφές που δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις υποχρεώσεις της γυναίκας. «Προίκα» δίνει και ο άνδρας με τις ικανότητες και την προσφορά του σε είδος και σε χρήμα. Αλλά ως θεσμός η προίκα είναι καταδικασμένη να εκλείψει και για το λόγο ότι και ο άνδρας έχει πάψει πια να αντιμετωπίζει με τόσο φόβο και τόση δυσπιστία, όσο άλλοτε, τον γάμο (αντιθέτως τον επιδιώκει) και επειδή επίσης εκλείπει ο τύπος της άεργης κυρίας που δικαίωνε τη διατήρηση του αναχρονιστικού θεσμού. Το αν διατηρείται ακόμη σε κάποιες κλειστές επαρχιακές κοινωνίες, αυτό είναι μάλλον κάποια εξαίρεση, που απλώς μας θυμίζει τον κανόνα ο οποίος χάνει συνεχώς έδαφος.